Ντόροθυ Πάρκερ (Dorothy Parker) Μιὰ τηλεφωνικὴ κλήση(A Telephone Call)
Ἂν σταματήσω νὰ τὸ σκέφτομαι, μπορεῖ τὸ τηλέφωνο νὰ χτυπήσει. Μερικὲς φορὲς ἔτσι συμβαίνει. Νὰ σκεφτῶ ἄλλα πράγματα. Νὰ σκεφτῶ ἄλλα πράγματα. Ἂν μετρήσω μέχρι τὸ πεντακόσια ἀνὰ πεντάδες, μπορεῖ, τελειώνοντας τὸ μέτρημα, νὰ χτυπήσει. Θὰ μετρήσω ἀργά. Δὲν θὰ κλέψω. Κι ἂν χτυπήσει ὅταν θὰ ἔχω φτάσει στὸ τριακόσια, δὲν θὰ σταματήσω· δὲν θὰ τὸ σηκώσω προτοῦ φτάσω στὸ πεντακόσια. Πέντε, δέκα, δεκαπέντε, εἴκοσι, εἴκοσι πέντε, τριάντα, τριάντα πέντε, σαράντα, σαράντα πέντε, πενῆντα... Ἄχ, χτύπα, σὲ παρακαλῶ. Σὲ παρακαλῶ. Τελευταία φορὰ ποὺ κοιτάζω τὸ ρολόϊ. Δὲν θὰ τὸ ξανακοιτάξω. Ἑφτὰ καὶ πέντε. Εἶπε ὅτι θὰ μοῦ τηλεφωνοῦσε στὶς πέντε. «Θὰ σοῦ τηλεφωνήσω στὶς πέντε, γλυκιά μου». Νομίζω ὅτι τότε εἶπε «γλυκιά μου». Εἶμαι σχεδὸν σίγουρη ὅτι τότε τὸ εἶπε. Ξέρω ὅτι μὲ ἀποκάλεσε «γλυκιά μου» δύο φορὲς καὶ ἡ δεύτερη φορὰ εἶναι ὅταν μὲ ἀποχαιρέτησε. «Ἀντίο, γλυκιά μου.» Εἶχε πολλὴ δουλειά, ἄλλωστε στὸ γραφεῖο δὲν μπορεῖ νὰ μιλάει γιὰ πολύ, ἀλλὰ μὲ εἶπε «γλυκιά μου» δύο φορές. Δὲν νομίζω ὅτι δυσαρεστήθηκε ποὺ τοῦ τηλεφώνησα. Ξέρω ὅτι δὲν πρέπει νὰ τοὺς τηλεφωνεῖς συνέχεια – ξέρω ὅτι δὲν τοὺς ἀρέσει. Ἅμα τοὺς τηλεφωνεῖς, καταλαβαίνουν ὅτι τοὺς σκέφτεσαι καὶ ὅτι τοὺς θέλεις, κι αὐτὸ τοὺς κάνει νὰ σὲ ἀντιπαθήσουν. Ἀλλὰ εἶχα νὰ τοῦ μιλήσω τρεῖς μέρες – τρεῖς ὁλόκληρες μέρες. Καὶ τὸ μόνο ποὺ τὸν ρώτησα ἦταν ἂν ἦταν καλάˑ ἔτσι ὅπως θὰ ρωτοῦσε ὁ καθένας. Ἄρα δὲν θὰ δυσαρεστήθηκε. Δὲν νομίζω νὰ σκέφτηκε ὅτι ἤμουν ἐνοχλητική. «Ὄχι, φυσικὰ καὶ δὲν ἐνοχλεῖς», εἶπε. Ὕστερα εἶπε ὅτι θὰ μοῦ τηλεφωνοῦσε αὐτός. Δὲν χρειαζόταν νὰ τὸ πεῖ. Δὲν τοῦ τὸ ζήτησα, πραγματικὰ δὲν τοῦ τὸ ζήτησα. Εἶμαι σίγουρη. Πιστεύω ὅτι ποτὲ δὲν θὰ ἔλεγε ὅτι θὰ μοῦ τηλεφωνήσει καὶ μετὰ δὲν θὰ τηλεφωνοῦσε. Σὲ παρακαλῶ, Θεέ μου, μὴν τὸν ἀφήσεις νὰ μὲ ἀγνοήσει. Σὲ παρακαλῶ. «Θὰ σοῦ τηλεφωνήσω στὶς πέντε, γλυκιά μου». «Ἀντίο, γλυκιά μου». Ἦταν ἀπασχολημένος καὶ βιαζόταν καὶ ὑπῆρχαν πολλοὶ ἄνθρωποι γύρω του, ἀλλὰ μὲ ἀποκάλεσε «γλυκιά» δύο φορές. Αὐτὸ εἶναι κάτι. Ἔχω αὐτὸ τοὐλάχιστον, ἀκόμα κι ἂν δὲν τὸν ξαναδῶ ποτέ. Μὰ εἶναι τόσο λίγο. Δὲν μοῦ ἀρκεῖ. Τίποτα δὲν μοῦ ἀρκεῖ, ἂν δὲν τὸν ξαναδῶ. Σὲ παρακαλῶ, Θεέ μου, κάνε νὰ τὸν ξαναδῶ. Σὲ παρακαλῶ, τὸν θέλω τόσο πολύ. Τὸν θέλω τόσο πολύ. Θὰ εἶμαι καλή, Θεέ μου, θὰ προσπαθήσω νὰ γίνω καλύτερος ἄνθρωπος, στὸ ὑπόσχομαι, ἀρκεῖ νὰ τὸν ξαναδῶ. Ἀρκεῖ νὰ μοῦ τηλεφωνήσει. Ἄχ, κάνε νὰ μοῦ τηλεφωνήσει.Μὴν περιφρονεῖς τὴν προσευχή μου, Θεέ μου. Ἐσὺ κάθεσαι ἐκεῖ ψηλά, ἕνας σεβάσμιος γέρος ντυμένος στὰ λευκά, μὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀγγέλους γύρω σου καὶ τὰ ἀστέρια νὰ περιστρέφονται. Κι ἐγὼ σοῦ ἀπευθύνω μιὰ προσευχὴ γιὰ ἕνα τηλεφώνημα. Ἄχ, μὴ γελᾶς, Θεέ μου. Δὲν ξέρεις πῶς νιώθω. Ἐσὺ κάθεσαι ἀσφαλὴς στὸν θρόνο σου καὶ ἀπὸ κάτω ἁπλώνεται τὸ γαλάζιο τοῦ οὐρανοῦ. Τίποτα δὲν σὲ ἀγγίζει, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ σοῦ ραγίσει τὴν καρδιά. Ἐγὼ ὑποφέρω, Θεέ μου, ὑποφέρω πολύ. Δὲν θὰ μὲ βοηθήσεις; Γιὰ χάρη τοῦ Υἱοῦ σου, βοήθησέ με. Εἶπες ὅτι θὰ εἰσακούσεις ὅποιον σοῦ ζητήσει κάτι στ’ ὄνομά Του. Ἀχ. Θεέ μου, στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ σου τοῦ μονογενοῦς, κάνε νὰ μοῦ τηλεφωνήσει τώρα. Πρέπει νὰ σταματήσω. Δὲν πρέπει νὰ στενοχωριέμαι τόσο πολύ. Κοίτα. Πὲς ὅτι ἕνας νεαρὸς ἄντρας λέει ὅτι θὰ τηλεφωνήσει σ’ ἕνα κορίτσι καὶ μετὰ κάτι συμβαίνει καὶ δὲν τηλεφωνεῖ. Σιγὰ τὸ πρᾶγμα, σωστά; Τέτοια συμβαίνουν παντοῦ σὲ ὅλο τὸν κόσμο αὐτὴ ἀκριβῶς τὴ στιγμή. Ἀλλὰ τί μὲ νοιάζει τί συμβαίνει στὸν κόσμο; Γιατί τὸ τηλέφωνό μου νὰ μὴ χτυπάει; Γιατί; Γιατί; Γιατί δὲν χτυπᾶς; Σὲ παρακαλῶ, χτύπα. Καταραμένο, ἄσχημο, γυαλιστερὸ μηχάνημα. Δὲν θὰ πάθεις τίποτα ἅμα χτυπήσεις. Ἢ μήπως θὰ πάθεις; Καταραμένο τηλέφωνο, θὰ τραβήξω τὰ βρωμοκαλώδιά σου ἀπὸ τὸν τοῖχο καὶ θὰ σπάσω τὴν κοροϊδευτικὴ μαύρη μούρη σου σὲ μικρὰ κομμάτια. Στὸ διάολο νὰ πᾶς. Ὄχι, ὄχι, ὄχι. Πρέπει νὰ σταματήσω. Πρέπει νὰ σκεφτῶ κάτι ἄλλο. Αὐτὴ εἶναι ἡ λύση. Θὰ μεταφέρω τὸ ρολόϊ στὸ διπλανὸ δωμάτιο. Ἔτσι δὲν θὰ τὸ κοιτάζω. Ἅμα θελήσῳ νὰ τὸ κοιτάξω, θὰ πρέπει νὰ πάω στὴν κρεβατοκάμαρα, θὰ ἀναγκαστῶ δηλαδὴ ν’ ἀσχοληθῶ μὲ κάτι. Ἴσως, προτοῦ τὸ ξανακοιτάξω, μοῦ τηλεφωνήσει. Ἔτσι καὶ μοῦ τηλεφωνήσει, θὰ τοῦ φερθῶ πολὺ γλυκά. Ἂν μοῦ πεῖ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ βρεθοῦμε τὸ βράδυ, θὰ τοῦ πῶ: «Ἐντάξει, δὲν πειράζει, καλέ μου. Φυσικὰ καὶ δὲν ἔχω πρόβλημα.» Θὰ φερθῶ ὅπως τότε ποὺ πρωτογνωριστήκαμε. Τότε μπορεῖ καὶ νὰ μὲ ξαναγαπήσει. Στὴν ἀρχή, ἤμουν πάντα γλυκιά. Εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ εἶσαι γλυκιὰ μὲ κάποιον προτοῦ τὸν ἀγαπήσεις. Ἀλλὰ νομίζω ὅτι ἀκόμη τοῦ ἀρέσω. Δὲν θὰ μὲ εἶχε ἀποκαλέσει «γλυκιά» δύο φορές, ἂν δὲν τοῦ ἄρεσα λιγάκι. Δὲν ἔχουν τελειώσει ὅλα, ἐφ’ ὅσον τοῦ ἀρέσω ἀκόμη, ἔστω λίγο, ἔστω πολὺ λίγο. Ξέρεις, Θεέ μου, ἂν τὸν κάνεις νὰ μοῦ τηλεφωνήσει, δὲν θὰ σοῦ ξαναζητήσω ποτὲ τίποτα. Θὰ τοῦ φερθῶ γλυκά, θὰ εἶμαι χαρούμενη, θὰ εἶμαι ἔτσι ὅπως ἤμουν στὸ παρελθόν, καὶ τότε αὐτὸς θὰ μὲ ξαναγαπήσει. Κι ἔτσι δὲν θὰ σοῦ ξαναζητήσω ποτὲ τίποτα. Κατάλαβες, Θεέ μου; Γι’ αὐτὸ σοῦ λέω, κάνε νὰ μοῦ τηλεφωνήσει. Μπορεῖς νὰ μοῦ κάνεις αὐτὴ τὴ χάρη, σὲ παρακαλῶ πολύ, πολύ, πολύ; Μήπως μὲ τιμωρεῖς ἐπειδὴ ἔχω κάνει κακὲς πράξεις; Μήπως ἔχεις θυμώσει μαζί μου γι’ αὐτὸ τὸν λόγο; Μά, Θεέ μου, ὑπάρχουν τόσοι κακοὶ ἄνθρωποι – δὲν μπορεῖ νὰ εἶσαι σκληρὸς μόνο μαζί μου. Καὶ ὅ,τι κάναμε δὲν ἦταν πολὺ κακὸˑ καθόλου κακό. Δὲν πληγώσαμε κανέναν, Θεέ μου. Κακὸ σημαίνει νὰ πληγώνεις τοὺς ἀνθρώπους. Ἐμεῖς δὲν πληγώσαμε ψυχήˑ τὸ ξέρεις καλά. Τὸ ξέρεις ὅτι δὲν ἦταν στ’ ἀλήθεια κακό, ἔτσι δὲν εἶναι, Θεέ μου; Λοιπὸν θὰ τὸν κάνεις τώρα νὰ μοῦ τηλεφωνήσει; Ἂν δὲν μοῦ τηλεφωνήσει, τότε σημαίνει ὅτι ἔχεις θυμώσει μαζί μου. Θὰ μετρήσω μέχρι τὸ πεντακόσια ἀνὰ πεντάδες καὶ ἂν μέχρι τότε δὲν ἔχει τηλεφωνήσει, σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν πρόκειται νὰ μὲ βοηθήσει ποτὲ ξανά. Θὰ τὸ θεωρήσω σημάδι. Δέκα, δεκαπέντε, εἴκοσι, εἴκοσι πέντε, τριάντα, τριάντα πέντε, σαράντα, σαράντα πέντε, πενῆντα, πενῆντα πέντε... Ἦταν κακό. Τὸ παραδέχομαι, ἦταν κακό. Ἐντάξει, λοιπόν, στεῖλέ με στὴν κόλαση. Νομίζεις ὅτι φοβᾶμαι τὴν κόλασή σου; Νομίζεις ὅτι ἡ δική σου κόλαση εἶναι χειρότερη ἀπὸ τὴ δική μου; Δὲν πρέπει. Δὲν πρέπει νὰ τὸ κάνω αὐτό. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ἄργησε νὰ μοῦ τηλεφωνήσει – δὲν εἶναι λόγος αὐτὸς νὰ μὲ πιάνει ὑστερία. Ἴσως καὶ νὰ μὴ μοῦ τηλεφωνήσει καθόλου – ἴσως ἔρχεται κατ' εὐθεῖαν ἐδῶ χωρὶς νὰ πάρει τηλέφωνο. Θὰ θυμώσει ἔτσι καὶ μὲ δεῖ κλαμένη. Δὲν τοὺς ἀρέσει νὰ κλαῖς. Αὐτὸς δὲν κλαίει ποτέ. Μακάρι νὰ μποροῦσα νὰ τὸν κάνω νὰ κλάψει. Μακάρι νὰ τὸν ἔκανα νὰ κλάψει καὶ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ ἠρεμήσει καὶ νὰ νιώθει βαριὰ τὴν καρδιά του καὶ νὰ ὑποφέρει. Μακάρι νὰ μποροῦσα νὰ τὸν πληγώσω. Ὄχι, δὲν σκέφτεται ἔτσι γιὰ μένα. Δὲν νομίζω ὅτι καταλαβαίνει πῶς μὲ κάνει νὰ νιώθω. Μακάρι νὰ καταλάβαινε χωρὶς νὰ χρειάζεται νὰ τοῦ τὸ λέω. Δὲν τοὺς ἀρέσει νὰ τοὺς λὲς ὅτι ἐξ αἰτίας τους βάζεις τὰ κλάματα. Δὲν τοὺς ἀρέσει νὰ τοὺς λὲς ὅτι ἐξ αἰτίας τους εἶσαι δυστυχισμένη. Ἂν τοὺς πεῖς κάτι τέτοιο, θεωροῦν ὅτι εἶσαι κτητικὴ καὶ ἀπαιτητική. Καὶ ἀρχίζουν νὰ σὲ μισοῦν. Σὲ μισοῦν κάθε φορὰ ποὺ λὲς αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ σκέφτεσαι. Συνεχῶς πρέπει νὰ παίζεις θέατρο. Στὴν περίπτωσή του νόμιζα ὅτι τὰ πράγματα δὲν θὰ ἦταν ἔτσιˑ νόμιζα ὅτι θὰ μποροῦσα νὰ ἐκφράζω τὶς σκέψεις μου. Ἀλλὰ φαίνεται ποτὲ δὲν ἰσχύει κάτι τέτοιο. Φαίνεται ὅτι δὲν ὑπάρχει καμία τέτοια ἰδανικὴ περίπτωση. Μακάρι νὰ μοῦ τηλεφωνοῦσε κι ἐγὼ δὲν θὰ τοῦ ἔλεγα πόσο δυστυχισμένη νιώθω. Ἀντιπαθοῦν τοὺς δυστυχισμένους ἀνθρώπους. Θὰ ἤμουν τόσο γλυκιὰ καὶ τόσο χαρούμενη ὥστε θὰ ἀναγκαζόταν νὰ μὲ ἀγαπάει. Μακάρι νὰ τηλεφωνοῦσε. Μακάρι μόνο νὰ τηλεφωνοῦσε. Ἴσως αὐτὸ κάνει τώρα. Ἴσως ἔρχεται ἐδῶ χωρὶς πρῶτα νὰ πάρει τηλέφωνο. Ἴσως εἶναι ἤδη στὸν δρόμο. Κάτι θὰ τοῦ ἔχει συμβεῖ. Ὄχι, τίποτα δὲν τοῦ συνέβη. Ποτὲ τίποτα δὲν τοῦ συμβαίνει. Δὲν μπορῶ νὰ τὸν φανταστῶ νὰ παθαίνει ἀτύχημα. Δὲν μπορῶ νὰ τὸν φανταστῶ νὰ εἶναι πεσμένος ἀνάσκελα, πεθαμένος. Μακάρι νὰ πέθαινε. Τρομακτικὸ αὐτὸ ποὺ μόλις εὐχήθηκα. Καὶ ταυτόχρονα ἀνακουφιστικό. Ἂν ἦταν νεκρός, θὰ τὸν εἶχα ὅλον δικό μου· ἂν ἦταν νεκρός, δὲν θὰ σκεφτόμουν τὴ σημερινὴ μέρα καὶ τὶς τελευταῖες ἑβδομάδες. Θὰ θυμόμουν μόνο τὶς ὡραῖες στιγμὲς ποὺ περάσαμε μαζί. Θὰ ἦταν ὅλα ὄμορφα. Μακάρι νὰ πέθαινε. Μακάρι νὰ πέθαινε, νὰ πέθαινε, νὰ πέθαινε. Τί ἀνοησία. Τί ἀνοησία νὰ εὔχεσαι νὰ πεθάνει κάποιος μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ δὲν σοῦ τηλεφώνησε ἐνῷ εἶπε ὅτι θὰ σοῦ τηλεφωνήσει. Ἴσως τὸ ρολόϊ πάει μπροστὰˑ δὲν ξέρω ἂν ἔχει χαλάσει ἢ ὄχι. Ἴσως δὲν ἔχει καθυστερήσει καθόλου. Ὁτιδήποτε θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ ἔχει συμβεῖ. Μπορεῖ νὰ ἦταν ἀνάγκη νὰ μείνει στὸ γραφεῖο του. Μπορεῖ νὰ πῆγε στὸ σπίτι του γιὰ νὰ μὲ πάρει ἀπὸ ἐκεῖ καὶ νὰ ἦρθε κάποιος ἐπισκέπτης. Δὲν τοῦ ἀρέσει νὰ μοῦ τηλεφωνεῖ μπροστὰ σὲ ἄλλους. Ἴσως τώρα νιώθει ἄγχος, ἔστω καὶ λίγο, ποὺ δὲν μοῦ ἔχει τηλεφωνήσει. Ἴσως νὰ ἐλπίζει ὅτι θὰ τοῦ τηλεφωνήσω ἐγώ. Μπορῶ νὰ τὸ κάνω. Μπορῶ νὰ τοῦ τηλεφωνήσω. Δὲν πρέπει. Δὲν πρέπει. Δὲν πρέπει. Θεέ μου, σὲ παρακαλῶ, μὴ μὲ ἀφήσεις νὰ τοῦ τηλεφωνήσω. Συγκράτησέ με, σε παρακαλῶ. Τὸ ξέρω, Θεέ μου, ὅπως τὸ ξέρεις κι Ἐσύ, ὅτι ἂν ἀνησυχοῦσε γιὰ μένα, θὰ μοῦ τηλεφωνοῦσε ὅπου κι ἂν βρισκόταν καὶ ὅσοι ἄνθρωποι κι ἂν ἦταν γύρω του. Σὲ παρακαλῶ, Θεέ μου, φανέρωσέ μου τὴν ἀλήθεια. Δὲν σοῦ ζητάω νὰ μὲ κάνεις νὰ ἠρεμήσω – αὐτὸ δὲν τὸ μπορεῖς, παρ' ὅλο ποὺ μπορεῖς νὰ δημιουργήσεις ἕναν ὁλόκληρο κόσμο. Φανέρωσέ μου μόνο τὴν ἀλήθεια. Μὴ μὲ ἀφήσεις νὰ ἐλπίζω. Μὴ μὲ ἀφήσεις νὰ παρηγορῶ τὸν ἑαυτό μου.Σε παρακαλῶ, μὴ μὲ ἀφήσεις νὰ ἐλπίζω, Θεέ μου. Σὲ ἱκετεύω. Δὲν θὰ τοῦ τηλεφωνήσω. Ποτὲ ξανὰ ὅσο ζῶ δὲν θὰ τοῦ τηλεφωνήσω. Προτιμῶ νὰ σαπίσει στὴν Κόλαση παρὰ νὰ τοῦ τηλεφωνήσω. Δὲν χρειάζεται νὰ μοῦ δώσεις δύναμη, Θεέ μουˑ ἔχω ἀρκετή. Ἂν μὲ ἤθελε, θὰ μὲ ἔβρισκε. Ξέρει ποῦ εἶμαι. Ξέρει ὅτι τὸν περιμένω ἐδῶ. Εἶναι τόσο σίγουρος γιὰ μένα, τόσο σίγουρος. Ἀναρωτιέμαι γιατί σὲ ἀντιπαθοῦν μόλις νιώσουν σιγουριά. Ἐγὼ πιστεύω ὅτι εἶναι ὡραῖα νὰ νιώθεις σίγουρος γιὰ τὸν ἄλλον. Εἶναι εὔκολο νὰ τοῦ τηλεφωνήσω. Τότε θὰ καταλάβαινα. Ἴσως δὲν εἶναι καὶ τόσο ἀνόητο ἐκ μέρους μου. Ἴσως δὲν ἐνοχληθεῖ. Ἴσως θὰ τοῦ ἀρέσει. Ἴσως προσπάθησε νὰ μοῦ τηλεφωνήσει. Μερικὲς φορὲς οἱ ἄνθρωποι προσπαθοῦν νὰ σὲ πετύχουν στὸ τηλέφωνο καὶ τὸ νούμερό σου δὲν ἀπαντᾶ. Δὲν τὸ λέω γιὰ νὰ παρηγορήσω τὸν ἑαυτό μουˑ συμβαίνει στ’ ἀλήθεια μερικὲς φορές. Τὸ ξέρω, Θεέ μου, ὅτι συμβαίνει. Ὄχι, συγκράτησέ με, Θεέ μου. Μὴ μὲ ἀφήσεις νὰ πλησιάσω τὸ τηλέφωνο. Δῶσε μου λίγη περηφάνια. Θὰ τὴ χρειαστῶ, μοῦ φαίνεται, Θεέ μου. Στὸ τέλος δὲν θὰ μοῦ ἔχει ἀπομείνει τίποτε ἄλλο. Ἄ, τί νὰ μοῦ κάνει ἡ περηφάνια ὅταν δὲν ἀντέχω χωρὶς νὰ τοῦ μιλήσω; Μιὰ τέτοια περηφάνια εἶναι ἀσήμαντη, ἄχρηστη. Ἡ πραγματική, ἡ οὐσιαστικὴ περηφάνια εἶναι νὰ μὴν ἔχεις καθόλου περηφάνια. Δὲν ἰσχυρίζομαι κάτι τέτοιο ἐπειδὴ θέλω νὰ τοῦ τηλεφωνήσω. Κάθε ἄλλο. Τὸ λέω ἐπειδὴ τὸ πιστεύω. Θέλω νὰ εἶμαι οὐσιαστική. Νὰ εἶμαι ὑπεράνω τῆς ἀσήμαντης περηφάνιας. Σὲ παρακαλῶ, Θεέ μου, συγκράτησέ με νὰ μὴν τοῦ τηλεφωνήσω. Σὲ παρακαλῶ. Δὲν ξέρω τί σχέση ἔχει ἡ περηφάνια μὲ ὅλο αὐτό. Εἶναι κάτι ἀσήμαντο, ποιός ὁ λόγος νὰ τὴν ἀναφέρω καὶ νὰ τὸ κάνω θέμα. Ἴσως δὲν κατάλαβα τί ἐννοοῦσε. Μπορεῖ νὰ μοῦ εἶπε νὰ τοῦ τηλεφωνήσω ἐγὼ στὶς πέντε. «Τηλεφώνησέ μου, γλυκιά μου, στὶς πέντε.» Θὰ μποροῦσε χωρὶς ἀμφιβολία νὰ τὸ ἔχει πεῖ. Πολὺ πιθανὸν νὰ μὴν τὸν ἄκουσα καλά. «Τηλεφώνησέ μου, γλυκιά μου, στὶς πέντε.» Εἶμαι σχεδὸν σίγουρη ὅτι αὐτὸ εἶπε. Θεέ μου, μὴ μὲ ἀφήνεις νὰ ψεύδομαι στὸν ἑαυτό μου. Βοήθησέ με ν’ ἀντικρίσω τὴν πραγματικότητα. Θὰ σκεφτῶ κάτι ἄλλο. Θὰ καθίσω ἥσυχη γιὰ λίγο. Μακάρι νὰ μποροῦσα νὰ ἠρεμήσω. Μήπως νὰ διαβάσω; Ἀλλὰ ὅλα τὰ βιβλία μιλοῦν γιὰ ἀνθρώπους ποὺ ἀγαπιοῦνται μὲ εἰλικρίνεια καὶ μὲ πάθος. Τί θέλουν καὶ γράφουν τέτοιες ἱστορίες; Δὲν ξέρουν ὅτι δὲν ἰσχύουν; Δὲν ξέρουν ὅτι εἶναι ψέματα; Τί θέλουν καὶ μιλοῦν γι’ αὐτὰ τὰ πράγματα ἐνῷ τὸ ξέρουν ὅτι πρόκειται γιὰ καταστάσεις ποὺ μᾶς πληγώνουν; Καταραμένοι νὰ εἶναι, καταραμένοι, καταραμένοι. Δὲν θὰ κάνω τίποτε. Θὰ ἠρεμήσω. Δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ ἐξάπτομαι. Κοίτα. Ἂς ποῦμε ὅτι ἦταν κάποιος ποὺ δὲν τὸν ξέρω καλά. Ἂς ποῦμε ὅτι ἦταν ἕνα κορίτσι. Τότε θὰ τῆς τηλεφωνοῦσα καὶ θὰ τῆς ἔλεγα: «Γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τί σοῦ συνέβη;» Αὐτὸ θὰ ἔκανα χωρὶς δεύτερη σκέψη. Γιατί τώρα δὲν μπορῶ νὰ φερθῶ μὲ φυσικότητα καὶ ψυχραιμία – μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ τὸν ἀγαπῶ; Μπορῶ νὰ τὰ καταφέρω. Εἰλικρινά. Θὰ τοῦ τηλεφωνήσω καὶ θὰ εἶμαι ἄνετη καὶ εὐχάριστη. Σὲ διαβεβαιῶ, Θεέ μου. Ἄ, μὴ μὲ ἀφήσεις νὰ τοῦ τηλεφωνήσω. Μή, μή, μή. Θεέ μου, δὲν θὰ τὸν κάνεις λοιπὸν νὰ μοῦ τηλεφωνήσει; Ἐπιμένεις, Θεέ μου; Δὲν μπορεῖς, σὲ παρακαλῶ, ν’ ἀλλάξεις γνώμη; Δὲν μπορεῖς; Δὲν σοῦ ζητῶ νὰ τὸν κάνεις νὰ μοῦ τηλεφωνήσει τώρα, αὐτὴ τὴ στιγμὴˑ ἂς μοῦ τηλεφωνήσει σὲ λίγο. Θὰ μετρήσω μέχρι τὸ πεντακόσια ἀνὰ πεντάδες. Θὰ μετρήσω ἀργὰ καὶ καθαρά. Ἂν μέχρι νὰ τελειώσω δὲν ἔχει τηλεφωνήσει, θὰ τὸν πάρω τηλέφωνο ἐγώ. Θὰ τὸ κάνω. Σὲ παρακαλῶ, Θεέ μου, καλέ μου Θεέ, Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, κάνε νὰ μοῦ τηλεφωνήσει πρὶν ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμή. Σὲ ἱκετεύω, Θεέ μου. Πέντε, δέκα, δεκαπέντε, εἴκοσι, εἴκοσι πέντε, τριάντα, τριάντα πέντε.
Πηγή: Classic Short Stories:https://www.classicshorts.com/stories/teleycal.html |

Ε
ΠΑΡΑΚΑΛΩ, Θεέ μου, κάνε νὰ μοῦ τηλεφωνήσει τώρα. Ἐσὺ ποὺ εἶσαι
καλός, Θεέ μου, κάνε νὰ μὲ πάρει τώρα τηλέφωνο. Δὲν θὰ σοῦ
ζητήσω τίποτε ἄλλο, στὸ ὑπόσχομαι. Δὲν σοῦ ζητάω κάτι
τρομερό. Γιὰ Eσένα εἶναι κάτι εὔκολο, Θεέ μου, πολὺ εὔκολο.
Κάνε νὰ μοῦ τηλεφωνήσει. Σὲ παρακαλῶ, Θεέ μου. Σὲ παρακαλῶ,
σὲ παρακαλῶ, σὲ παρακαλῶ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου