
Μαρώ Τριανταφύλλου
Μ ι κ ρ ὸ Ἀ φ ι έ ρ ω μ α: 2/6
Φιλομήλα
καὶ μιμεῖται τὴν γλῶτταν ἡ χεὶρ
Ἀχιλλεύς Τάτιος
ΟΥΤΑΕΙ
ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΤΗΣ στὸ κουπάκι μὲ τὸ κόκκινο ὑγρό, τὰ ἀφήνει λίγη
ὥρα κι ἔπειτα χιμάει στὸν ἄσπρο τοῖχο καὶ κάνει μεγάλες
κυματιστὲς γραμμές, ζωγραφίζει τὶς καμπύλες μὲ λύσσα σὰ νὰ
μαλώνουν χίλιοι δαίμονες στὴν κοιλιά της. Ὄχι, ὄχι· λάθος. Οἱ
δαίμονες θέλουν νὰ βγοῦν ἀπ’ τὴν κοιλιά της καὶ νὰ ζωγραφίσουν.
Οἱ γραμμὲς ἀποτυπώνουν τὶς φωνὲς τῶν δαιμόνων· καὶ τὸν πόνο τοῦ
κορμιοῦ της. Μεγάλες καμπύλες γραμμὲς ποὺ προσπαθοῦν νὰ μὴν
συναντηθοῦν ἀλλὰ δὲν τὰ καταφέρνουν, πέφτει τελικὰ ἡ μιὰ πάνω
στὴν ἄλλη σὰν τετελεσμένο – ἕνα ἄρρυθμο καὶ κακὸ
τετελεσμένο. Ὅταν δὲν ἔχει ἀρκετὸ κόκκινο, ἀρχίζει νὰ
δαγκώνει τὰ δάχτυλά της· τραβάει τὰ πετσάκια γύρω ἀπὸ τὰ νύχια
μὲ λύσσα μέχρι ποὺ οἱ ἄκρες τῶν δαχτύλων γίνονται μιὰ πληγή,
ἀλλὰ τὸ αἷμα ἀπὸ ’κεῖ δὲν εἶναι ἀρκετό, τὸ αἷμα ἀπὸ τὸ σῶμα της
δὲν εἶναι ποτὲ ἀρκετό, πάντα χρωστάει αἷμα, καὶ οἱ γραμμὲς
εἶναι ἀχνές, ὅσο προχωρᾶ τὸ δάχτυλο πάνω στὴν ἐπιφάνεια τοῦ
τοίχου τὸ χρῶμα χάνεται, ὥσπου στὸ τέλος ὁ τοῖχος θριαμβεύει
λευκὸς καὶ σιωπηλός. Καμιὰ ἱστορία δὲν ἔχει γραφτεῖ πάνω του,
κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ τὶς ἱστορίες ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ
ἔχουν γραφτεῖ πάνω στὴ λευκὴ ἐπιφάνειά του. Τότε ὁ τοῖχος δὲν
εἶναι πιὰ μάρτυρας, εἶναι ἕνα τέλος ποὺ καταπίνει τὴν ἱστορία
καὶ τὴν ἐγκλωβίζει στὴν ψεύτικη ἁγνότητα τῆς λευκότητάς του.
Στὸ τέλος τῆς μέρας, κάθεται στὴν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ καὶ
μελετᾶ τὰ σχέδια πάνω στὸν τοῖχο μὲ βλέμμα προσεκτικὸ καὶ
ἀφοσιωμένο, ὅπως τοῦ χειρουργοῦ πρὶν ἀπὸ δύσκολη ἐγχείρηση,
παρατηρεῖ ὅλες τὶς λεπτομέρειες, τὶς διασταυρώσεις τῶν
γραμμῶν, τὶς καμπυλωτὲς πλευρὲς τῶν σχημάτων ποὺ φράσσουν μὲ
ἀπελπισία τμήματα τῆς ἀφήγησης, φυλακίζουν τὰ πρόσωπα στὶς
στιγμές τους, τότε ἀκριβῶς ποὺ ἔγιναν πρωταγωνιστὲς καὶ πρέπει
πιὰ νὰ ἀφηγοῦνται στὸν αἰῶνα, ξανὰ καὶ ξανά, τὸ μέρος τῆς φρίκης
ποὺ τοὺς ἀναλογεῖ. Αὐτὴ ἐνορχηστρώνει μέσα στὶς συναντήσεις
τῶν κυματιστῶν γραμμῶν τὴν ἀφήγηση, συνθέτει τὴ βουβὴ
μαρτυρία, ἀγωνιᾶ κάθε φορὰ νὰ εἶναι ἀκριβής, ὅσο πιὸ ἀκριβὴς
γίνεται, νὰ μὴν παραλείψει τίποτε. Πρέπει οἱ ἄνθρωποι νὰ
μάθουν. Ἀλλὰ ἡ φρίκη εἶναι πάντα πιὸ μεγάλη καὶ τὴν ἑπόμενη
μέρα πρέπει πάλι νὰ ἀρχίσει ἀπὸ τὴν ἀρχή. Νὰ βουτήξει τὰ
δάχτυλά της μὲ ἀγωνία στὴν κόκκινη μπογιὰ καὶ νὰ ἀρχίσει νὰ
σέρνει τὰ νοτισμένα δάχτυλα πάνω στὸν λευκό της τοῖχο.
Αὐτὸς ἀνασαίνει μὲ κόπο ξαπλωμένος στὸ πάτωμα, εἶναι
ἐκεῖ πάντα, μὲ τὰ μάτια γουρλωμένα ἀπὸ τρόμο, μὲ ἕναν πόνο
ἀφόρητο νὰ τοῦ ροκανίζει τὰ σπλάχνα, ἐκεῖ στὸ μεγάλο βαθὺ
τραῦμα κάτω ἀπὸ τὸν ἀφαλὸ καὶ πιὸ κάτω στὴν ἠβικὴ χώρα καὶ πιὸ
κάτω, ἐκεῖ ποὺ κάποτε ἦταν ὁ κραταιὸς φαλλός του καὶ τώρα κάτι
γελοῖα ξέφτια πετσιῶν. Κάθε πρωῒ ποὺ αὐτὴ ξυπνᾶ ἀπὸ τὸν σύντομο
γεμᾶτο ἐφιάλτες ὕπνο, κόβει μὲ τὰ δόντια της ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴν
κοιλιά του. Τὸ αἷμα ἀναβρύζει προσφέροντάς της φρέσκο κόκκινο
γιὰ τὸν πίνακά της. Θὰ ἤθελε νὰ τὸ γευτεῖ, νὰ νιώσει ὅλη τὴ
μεταλλικὴ ἀψάδα του, νὰ τὸ καθαρίσει ἀπὸ τὰ χείλη της
περνῶντας πολλὲς φορὲς τὴ γλῶσσα της ἀπάνω τους, ἀλλὰ δὲν ἔχει
γλῶσσα γιὰ νὰ τὸ ὑποδεχτεῖ στὸ στόμα της, τὸ στόμα της εἶναι μιὰ
ἄδεια τρῦπα, μιὰ χαίνουσα, τρομακτικὴ ὀπή, ἕνα ἀπέθαντο τραῦμα.
Αὐτὸς τὴν τράβηξε τότε, τὴν ξερίζωσε σὰ νά ’ταν ἄχρηστο χόρτο
σὲ κῆπο. Ἦταν ἀκόμα μέσα της, μέσα στὸ σῶμα της ποὺ εἶχε
εἰσβάλει βίαια —τὴν εἶχε χτυπήσει, τὴν εἶχε σύρει πάνω στὶς
πέτρες, τὰ χέρια του ἔσφιξαν τὸ λαιμό της, εἶδε τὸ βλέμμα του
κοροϊδευτικὸ καὶ θρασὺ νὰ λιανίζει ἕνα ἕνα τὰ μέλη της, νὰ
φτάνει ὣς τὴν ψυχή της καὶ νὰ τὴν μολύνει γιὰ πάντα— τὸ σῶμα της
πονοῦσε, τὸν ἔδιωχνε, φώναζε, ἔβγαιναν τρομαχτικὰ οὐρλιαχτὰ
ἀπὸ μέσα της, βρισιὲς καὶ κατάρες, ἦταν ἀκόμα μέσα της καὶ μ’ ἕνα
γέλιο γυάλινο καὶ βρομερό, μ’ ἕνα γέλιο θριαμβευτικὸ ποὺ ἔκανε
τὰ πουλιὰ νὰ κουρνιάσουν τρομαγμένα στὶς λόχμες, ἔβαλε τὸ χέρι
του μέσα στὸ στόμα της, ἔβαλε τὸ χέρι του βαθιὰ μέσα στὸ στόμα
της καὶ τράβηξε ἔξω μὲ δύναμη τὴ γλῶσσα της, τὴν ξερίζωσε ἀπὸ τὸ
λαιμό της καὶ τὴν πέταξε δίπλα, μέσα στὰ ἀγκάθια. Αὐτὴ
πνιγόταν ἀπὸ τὸ ἴδιο της τὸ αἷμα. Αὐτός, ριζωμένος μέσα της γιὰ
πάντα, βγῆκε ἀπὸ τὸ κορμί της κι ἔφυγε. Ἡ γλῶσσα της σπαρταροῦσε
στὰ ἀγκάθια. Αὐτός την κλότσησε.
Μάζεψε
τὴν πεθαμένη γλῶσσα της καὶ γύρισε πίσω. Χωρὶς μιλιά. Μὲ τὸν
τρόμο στὰ μάτια. Σπαρταροῦσε ὁ νοῦς της, ἡ ψυχή της ὑπόφερε
κομματιασμένη σὲ ἕνα πρὶν κι ἕνα μετά. Ὥσπου ἡ ψυχή της
κατοίκησε στὸ μετὰ γιὰ πάντα, κι οἱ δαίμονες τὴν διέσχιζαν μὲ
νύχια γαμψὰ καὶ δυνατὰ κι ἕνα γέλιο ποὺ βρομοῦσε ξινισμένο
κρασὶ καὶ κρεμμύδι. Κανεὶς δὲν τὴν ἄκουγε, κανεὶς δὲν
προσπαθοῦσε νὰ τὴν ἀκούσει. Ἄθλια λόγια παρηγοριᾶς ἔβγαιναν
γρήγορα καὶ ἀσύνταχτα ἀπὸ ἀπρόσεχτα στόματα. Μόνο ἡ ἀδερφή
της, ὅσο ζοῦσε, τὴν ἀγκάλιαζε μὲ ἀγάπη καὶ τὴν νανούριζε
τρυφερά. Στὰ λόγια τοῦ νανουρίσματος καταλάβαινε ὅτι ἡ
ἀδερφή της ἤξερε, ἐπικοινωνοῦσαν στὴ μυστικὴ γλῶσσα τῶν
γυναικῶν. Τώρα πάει κι αὐτή. Ἡ μοναξιά της σὰν πηχτὸ ὑγρὸ καὶ
μέσα του κολυμπᾶ μὲ δυσκολία καὶ μαράζι.
Τὸν
βρῆκε μιὰ μέρα ποὺ δὲν τὸ περίμενε, τὸν βρῆκε καὶ τὸν ἔφερε μὲ
τὴ βία στὸ μικρὸ λευκὸ δωμάτιο μὲ τὸν φεγγίτη ψηλά, ἀπὸ ὅπου
μπαίνει τὰ πρωϊνὰ λίγο φυσικὸ φῶς καὶ πέφτει εὐεργετικὸ πάνω
στὸ πρόσωπό της. Ἀπὸ τότε τὸν κρατᾶ ἐκεῖ, μαζί της. Στὸ
κλειδωμένο δωμάτιο μὲ τὸ μικρὸ φεγγίτη. Ξαπλωμένο στὸ
πάτωμα, στὸ πλάϊ τοῦ κρεβατιοῦ της. Κάθε πρωὶ κόβει μὲ τὰ δόντια
ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸ σῶμα του, ἀπὸ τὴν κοιλιά του. Τὸ αἷμα τρέχει.
Φτύνει μὲ ἀηδία τὴ σάρκα καὶ βουτᾶ τὰ δάχτυλα στὴν πληγή. Ἀφήνει
γιὰ ὥρα τὸ χέρι της στὸ κουπάκι τῆς πληγῆς ὡς νὰ μουλιάσουν ἀπὸ
τὸ αἷμα τὰ δάχτυλά της κι ἔπειτα ἀρχίζει νὰ ζωγραφίζει στὸν
τοῖχο. Μιλοῦμε καὶ μὲ τὰ χέρια μας. Ὁ λόγος βρίσκει τὰ
μονοπάτια του. Εἶναι ἀποφασισμένη νὰ τὴν πεῖ τὴν ἱστορία της
ὁπωσδήποτε. Κάποια μέρα θὰ καταφέρει νὰ τὴν πεῖ ὅπως πρέπει.
Μόνο νὰ φτάσει τὸ αἷμα του, νὰ μὴν στερέψει πρὶν τελειώσουν οἱ
δοκιμές. Νὰ μὴν τὴν διακόπτουν ἐπίσης οἱ γιατροὶ μὲ τὶς χοντρὲς
βελόνες ποὺ ἐξερευνοῦν ἄστοχα τὸ μυαλό της. Νὰ μὴν εἶναι πιὰ
αὐτὸς ἐδῶ.

[Σημείωση Συγγραφέως]
Ἀπὸ τὰ «Σημειώματα γιὰ τοὺς ἥρωές μου»
Ἡ
Φιλομήλα ἦταν κόρη τοῦ Πανδίονα, ποὺ διαδέχθηκε στὸ θρόνο
τῆς Ἀθήνας τὸν πατέρα τοῦ Ἐριχθίονα. Ἀδελφὴ της ἦταν ἡ Πρόκνη.
Αὐτὴν τὴν παντρεύτηκε ὁ Θρακιώτης βασιλιᾶς Τηρέας, γιὸς τοῦ
θεοῦ Ἄρη. Μὰ λίγο μετὰ τὸν κατέλαβε ἔρωτας μεγάλος γιὰ τὴν
ἀδελφή της. Μὲ τεχνάσματα τὴν πῆρε μαζί του σὲ ταξίδι ὅπου τὴν
βίασε καὶ γιὰ νὰ μὴν μιλήσει τῆς ἔκοψε τὴ γλῶσσα καὶ τὴν
κλείδωσε σὲ ἕνα κάστρο. Τότε ἡ Φιλομήλα ὕφανε ἕνα πανὶ καὶ
κέντησε πάνω του τὸν πόνο της καὶ τό ’στειλε στὴν Πρόκνη. Ἐκείνη,
ὀργισμένη μὲ τὸν ἄντρα της, βρῆκε τὴν ἀδερφή της, τὴν
ἐλευθέρωσε καὶ μαζὶ σχεδίασαν τὴ φοβερὴ ἐκδίκηση. Ἡ Πρόκνη
σκότωσε τὸ παιδὶ ποὺ εἶχε μαζί του, τὸν Ἴτυ, τὸν μαγείρεψε καὶ
τὸν ἔδωσε στὸν Τηρέα νὰ τὸν φάει. Ὅταν ἐκεῖνος ἀπόφαγε, τοῦ
’δειξε τὸ κεφάλι τοῦ γιοῦ του. Τὴν Πρόκνη οἱ θεοὶ τὴν
μεταμόρφωσαν σὲ ἀηδόνι, γιὰ νὰ τραγουδᾶ γλυκὰ τὸν πόνο της καὶ
νὰ γυρεύει αἰώνια τὸ παιδί της, ἐνῷ τὴ Φιλομήλα σὲ χελιδόνα
ποὺ μὲ τὴν κομμένη γλῶσσα της φωνάζει τὸ ὄνομα τοῦ βιαστῆ της
στοὺς αἰῶνες.
Πηγή: Μαρὼ Τριανταφύλλου, Αἰνίγματα, (Εὔμαρος, 2023).
Μαρὼ Τριανταφύλλου
(Ἀθήνα 1963). Σπούδασε φιλοσοφία καὶ ἔκανε μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὸ
Παρίσι στὴν σημειολογία καὶ στὴν φιλοσοφία τῆς τέχνης. Εἶναι διδάκτορας
ἀρχαίας ἱστορίας τοῦ τμήματος Ἱστορίας καὶ Ἀρχαιολογίας τῆς
Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης. Ἀσχολεῖται μὲ τὴ θεατρικὴ
κριτική. Ὡς συγγραφέας εἶναι κυρίως διηγηματογράφος: Ἡ Δάφνη καὶ τὸ Βουνό, Τί νέα ἀπὸ τὸ στρατόπεδο Κρίσενβελτ. Διηγήματά της ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ ἰταλικὰ καὶ τὰ ἱσπανικά. Τελευταῖο βιβλίο της ἡ συλλογὴ διηγημάτων Αἰνίγματα (Εὔμαρος, 2023).
Εἰκόνα: Φιλομήλα
(1896), ξυλογραφία. Ἔργο τοῦ Edward Burne-Jones (1833-1898). Τὸ
ὑφαντὸ τῆς Φιλομήλας μὲ τὴν ἱστορία τοῦ μαρτυρίου της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου