Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2025

Χρίστος Δάλκος: Η Ετυμολογία του ΖΑΒΛΑΚΩΝΩ, Μέρος Β΄

 


Ἡ «ἐνδοσυγκριτικὴ» μεθοδολογία καὶ «οἱ ρίζες τῆς γλωσσικῆς ὀντογένεσης»

 

Ἀκόμα κι ἂν γινόταν ἀποδεκτὴ μιὰ ἐτυμολόγηση τοῦ ζαβλακώνω / ζαbλακώνω ἀπὸ τὰ bάζιακας ζιάbι)ακας (= βάτραχος), bαζακλιάρ᾿κους ζαbακλιάρ᾿κους (= ἀσθενικός, ἀρρωστιάρης) κ.λπ., ἡ ἀντίρρηση γιὰ τὸ κατὰ πόσο μᾶς παραπέμπει στὶς «ρίζες τῆς γλωσσικῆς ὀντογένεσης» θὰ ἐξακολουθοῦσε νὰ προβάλλεται: μήπως μεγαλοποιοῦμε τὰ συμπεράσματα ποὺ προκύπτουν ἀπὸ περιθωριακοῦ χαρακτῆρα καὶ ἐνδεχομένως ἀμφισβητήσιμες συσχετίσεις; Ἐπὶ πλέον, γιατί θὰ πρέπῃ ἡ ἱστορικοσυγκριτικὴ ὀπτική, βάσει τῆς ὁποίας ἔχει πορευθῆ ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ θεωρία ἐπὶ δύο καὶ παραπάνω αἰῶνες, νὰ δώσῃ τὴν θέση της σὲ μιὰ ἀμφίβολης βασιμότητας «ἐνδοσυγκριτικὴ» ἀποκαλούμενη μεθοδολογία;

Ἡ ἀπάντηση σὲ αὐτά, καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα παρεμφερῆ ἐρωτήματα, προκύπτει μέσα ἀπὸ τὴν «ἐπίσκεψη» τῶν πραγμάτων καὶ ὄχι τῶν θεωρητικῶν κατασκευῶν. Ἐν πρώτοις, τὴν ἀνάγκη τῆς ἐνδοσυγκριτικῆς προσέγγισης ὑποβάλλει ἐν προκειμένῳ ἡ ποικιλία τῶν ἐναλλακτικῶν τύπων τῆς λέξης βάτραχος. Περιωρισμένη στὴν ἀρχαία ἑλληνική (πρβλ. βάτραχος, βάθρακος, βότραχος, βρόταχος, βράταχος, βρούχετος, βύρθακος, βρύτιχος, βλίκανος, βλίκαρος, βλίταχος, βάβακος), διευρύνεται ἐντυπωσιακὰ στὴν νέα ἑλληνική, ὅπου, μεταξὺ ἄλλων,  ἀπαντοῦν καὶ οἱ ἑξῆς χαρακτηριστικοὶ τύποι: βατρακός, βαθρακός, βαρθακός, βαθαακός, βάρδακας, βάρτακας, βόδρακος, βρόταχος, βρούdακου, βρίτικο, φορθακός, ἀφορδακός, ᾿όδρακος, βάτρακλος, ἀθρακλός, βάρθουκλας, φαρδακλός, ἀφρακλός, μαθρακᾶς, μαθρακός, bορδακλᾶς, bουρθακλᾶς, bίθλακας, σπορδακᾶς, σπουδακλᾶς, σφάρδακλος, σβάρδακλας, σφάρδακλας, σπρόφακο κ.ἄ. (βλ. Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, σ. λ. βάτραχος).

Ἀκόμα πιὸ διαφωτιστικὴ εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς πολυδιάσπασης τῆς λέξης στὰ κατωιταλιώτικα ἑλληνικά, ποὺ παρέχει ὁ G. Rohlfs στὸ Etymologisches Wörterbuch der unteritalienischen Gräzität, Halle 1930, σ.λ. βότραχος (βόθρακος): vrúθakobrúθakovúθrakobrósakumbrósakuvrósakufrósakuavrósakugrósakuakrókasukrókassuavrókasuagrókassuagrókasuagrófakugrófakubróχaρuagrófuloagrófalluagrófaḍḍugrófaḍḍugrófayuzgrófayuskrófiḍḍaagrófayuvrótakuvrótikuvutrákkçuvurrakkçavurrákkçavutrakkçavrótikavrótakuvətrákkçubatráćə. Καὶ μὲ μεταφορικὴ σημασία: vótrakuvótraćću (= μεταξοσκώληκας ποὺ δὲν κάνει κουκούλι), vutréka (= παχὺς ἄνθρωπος), vutracchiubatracchiuputrocchiuputrúoçu (= κοιλαρᾶς), butríka (= κοιλαρᾶς), botracchio (= κοντόχοντρος ἄντρας), votrakúsu (= ὁ πάσχων ἀπὸ ὑδρωπικία || ἄνθρωπος μὲ μεγάλη, σὰν βάτραχου, κοιλιά), abbutrakátu (= κοιλαρᾶς), mbrosakátu (= μουσκεμένος ἀπὸ τὴν βροχή).

Ὁ θιασώτης τῆς νεογραμματικῆς θεωρίας, ὁ εἰθισμένος στὶς κατασκευὲς τῶν νευτώνειων κανονικοτήτων, θὰ ἀποφαινόταν ὅτι ἐδῶ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ χαρακτηριστικὰ «προελληνικὰ» λεξιλογικὰ στοιχεῖα καὶ φωνητικὰ φαινόμενα, κάτι ποὺ ὑποστηρίχθηκε ἀπὸ ἐπιστήμονες ὅπως ὁ Furnée, ὁ Beekes κ.ἄ.

Στὸ ἴδιο μῆκος κύματος, ἀλλὰ πρὸς φαινομενικὰ διαφορετικὴ κατεύθυνση, κινήθηκαν οἱ Chantraine, Frisk, van Windekens κ.ἄ., δογματίζοντας ὅτι τὸ φαινόμενο τῆς τεράστιας ποικιλίας παραλλαγῶν τοῦ ὀνόματος τοῦ βατράχου θὰ μποροῦσε νὰ ἀποδοθῇ στὸ ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ ζώου ἦταν ταμπού. Ἂν ἀναλογιστοῦμε, ὅμως, ὅτι τὴν ὑπόθεση περὶ λέξεων – ταμποὺ τὴν χρησιμοποίησαν οἱ νεογραμματικοὶ προκειμένου νὰ ἑρμηνεύσουν καὶ τὴν ἐντελῶς ἀντίθετη περίπτωση, τῆς παντελοῦς σχεδὸν ἀπουσίας λέξεων ὅπως «ἄρτος», «οἶνος», «ὕδωρ» κ.λπ. στὴν δημώδη νέα ἑλληνική, ἐκ τῶν πραγμάτων καταλήγουμε στὴν ἀπόλυτη δυσπιστία ἀπέναντι σὲ τέτοιες λογικὲς ἀκροβασίες. Διότι δὲν μπορεῖ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ αἴτιο ἄλλοτε μὲν νὰ δημιουργῇ πάμπολλους τύπους μιᾶς λέξης, καὶ ἄλλοτε νὰ ἐξαφανίζῃ τὴν λέξη ἀπὸ προσώπου γῆς.

Ἡ δικιά μας ἄποψη εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ χαοτικὴ κατάσταση τῆς εὐρύτατης ποικιλίας ποὺ παρατηρεῖται στὴν λέξη γιὰ τὸν βάτραχο πρέπει κατὰ πᾶσαν πιθανότητα νὰ ὀφείλεται στὴν πολυδιάσπαση ἠχομιμητικῶν ριζῶν τοῦ τύπου bρα κα κα (πρβλ. μπάκακαςμπακακός) / bρε κε κε (πρβλ. ἀρχ. βρεκεκέξ, ν.ἑ. μπικικέους), πολυδιάσπαση ποὺ εἶναι ἀπόλυτα (φυσιο)λογικὸ νὰ κυριαρχοῦσε στὰ πρῶτα στάδια τῆς γλωσσικῆς ὀντογένεσης.

Τὸ αὐθαίρετο τοῦ σωσσυρικοῦ «αὐθαίρετου τοῦ σημείου»

 

Ἡ παραπάνω ὑπόθεση ἔρχεται σὲ εὐθεῖα ἀντιπαράθεση πρὸς τὴν ἄποψη τοῦ Σωσσὺρ γιὰ τὸ «αὐθαίρετο τοῦ σημείου», τ.ἔ. γιὰ τὴν ἀπουσία φυσικοῦ δεσμοῦ μεταξὺ σημαίνοντος καὶ σημαινομένου (πράγματος), ἄποψη ἡ ὁποία σήμερα γίνεται εὐρέως ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ κοινότητα. Στὸ βιβλίο μας Τὰ ἰδεολογήματα τῆς νέας γλωσσολογίας, Δίαυλος, 1994, σ. 60-61, ἀναφερόμενοι στὴν θεωρία τοῦ Φ. ντὲ Σωσσὺρ περὶ αὐθαιρέτου τοῦ σημείου, καὶ στὴν προσπάθειά του ἀνασκευῆς τῶν ἀντεπιχειρημάτων ὅσων ἐπικαλοῦνται τὸν μὴ αὐθαίρετο χαρακτῆρα τῶν ὀνοματοποιιῶν, παρατηρούσαμε τὰ ἑξῆς: «Λέει χαρακτηριστικὰ ὁ Σωσσύρ: “Ὅσο γιὰ τὶς γνήσιες ὀνοματοποιίες (τοῦ τύπου glou-glou, tic-tac κ.λπ.) εἶναι ὄχι μόνο ὀλιγάριθμες, ἀλλὰ ἡ ἐκλογή τους εἶναι κι ὅλας ὣς ἕναν βαθμὸ αὐθαίρετη ἐπειδὴ δὲν εἶναι παρὰ ἡ μίμηση κατὰ προσέγγιση καὶ μισοσυμβατικὴ ὡρισμένων θορύβων (συγκρίνατε τὸ γαλλικὸ ouaoua καὶ τὸ γερμανικὸ wauwau)” (Μαθήματα Γενικῆς Γλωσσολογίας, σ. 103).

Ἐκεῖνο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ παρατηρήσῃ κανεὶς μὲ τὴν πρώτη ματιὰ εἶναι ὅτι ἐδῶ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ μιὰ ταχυδακτυλουργία σκέψης: Τὸ ὅτι ὑπάρχει μικρὴ ἢ μεγάλη διαφορὰ στὸν τρόπο μίμησης ἑνὸς φυσικοῦ ἤχου, δὲν ἀναιρεῖ καθόλου τὸ ἀντικειμενικὸ γεγονὸς ὅτι ὑπάρχει (στὴν περίπτωση π.χ. τοῦ ouaoua), φυσικὸς δεσμός, καὶ ἑπομένως αἰτιολογημένη, μὴ αὐθαίρετη σχέση σημαίνοντος καὶ σημαινομένου. Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς ποικίλες περιπέτειές του, τὸ σημαῖνον ἔχει ἐδῶ τὴν ρίζα του στὴν ἀναγκαστικὰ “συμβατική” -ἀλλ᾿ ὄχι αὐθαίρετη- μίμηση (γνωρίζετε καμμιὰ μίμηση ποὺ νὰ μὴν εἶναι συμβατικὴ ἀπὸ τὴν ἴδια της τὴν φύση; Ἡ μόνη περίπτωση ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ μιμηθοῦμε “μὴ συμβατικὰ” τὸν ἦχο τοῦ νεροῦ θὰ ἦταν νὰ ἤμαστε “νερό”).

Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Σωσσὺρ ἐλέγχεται γιὰ λογικὴ ἀνακολουθία ὅταν ἐπιπροσθέτως συμπεραίνῃ: “Ἐπὶ πλέον, ἐφ’ ὅσον μπῆκαν στὴν γλῶσσα, οἱ ὀνοματοποιίες ἔχουν συρθῆ λίγο-πολὺ στὴν φωνητική, μορφολογικὴ κ.λπ. ἐξέλιξη, τὴν ὁποία ὑφίστανται καὶ οἱ ἄλλες λέξεις (πρβλ. pigeon ἀπὸ τὴν κοινὴ λατινικὴ pipio, ποὺ προέρχεται ἀπὸ μιὰ ὀνοματοποιία): ὁλοφάνερη ἀπόδειξη ὅτι ἔχασαν κάτι ἀπὸ τὸν πρῶτο χαρακτήρα τους, γιὰ νὰ πάρουν τὸν χαρακτήρα τοῦ γλωσσικοῦ σημείου γενικά, ποὺ εἶναι ἀναιτιολόγητο” (Μαθήματα Γενικῆς Γλωσσολογίας, σ. 103).»

Δὲν ξέρω ἂν συλλαμβάνουμε τὸ πόσο μεγάλη ἀστοχία καλύπτεται πίσω ἀπὸ τὶς περισπούδαστες αὐτὲς διατυπώσεις. Διότι ἕνας ἄνθρωπος μὲ κοινὸ νοῦ -καὶ πρέπει, κάποτε, νὰ πάψουμε νὰ περιφρονοῦμε τὸν κοινὸ νοῦ- θὰ συμπέραινε ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ pipio > pigeon ὄχι ὅτι «οἱ ὀνοματοποιίες ἔχουν συρθῆ λίγο-πολὺ στὴν φωνητική, μορφολογικὴ κ.λπ. ἐξέλιξη, τὴν ὁποία ὑφίστανται καὶ οἱ ἄλλες λέξεις», ἀλλὰ ὅτι αὐτὲς οἱ «ἄλλες λέξεις» θὰ μποροῦσαν ἐνδεχομένως νὰ ἀποτελοῦν ἀπότοκο τῆς φωνητικῆς, μορφολογικῆς κ.λπ. ἐξέλιξης, τὴν ὁποία ὑφίστανται οἱ ὀνοματοποιίες. Πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι, ὅπως στὴν προκειμένη περίπτωση προηγεῖται ἡ ἠχομιμητικὴ ἀναδιπλασιασμένη ρίζα ποὺ ὑπόκειται τοῦ τύπου «pipio» καὶ ἕπεται ἡ κατόπιν ἀνομοιώσεως διαμορφωθεῖσα ρίζα τοῦ «pigeon», ἔτσι ἐνδέχεται νὰ συμβαίνῃ καὶ μὲ πολλὲς «ἄλλες λέξεις», νὰ κατάγωνται δηλ. ἀπὸ ἠχομιμητικὲς καὶ ἀναδιπλασιασμένες (τοὐλάχιστον) ρίζες.

Στίς –λογικές, πιστεύουμε– αὐτὲς ἀντιρρήσεις θὰ εἴχαμε νὰ προσθέσουμε μιὰ τελευταία ἔνσταση ποὺ ἀφορᾷ στὴν ἀπόφανση τοῦ Σωσσὺρ ὅτι «οἱ ὀνοματοποιίες ἔχουν συρθῆ λίγο-πολὺ στὴν φωνητική, μορφολογικὴ κ.λπ. ἐξέλιξη, τὴν ὁποία ὑφίστανται καὶ οἱ ἄλλες λέξεις». Ἡ ἀντίρρησή μας δὲν ἔχει νὰ κάνῃ μόνο μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὲς οἱ «ἄλλες λέξεις» μπορεῖ κάλλιστα νὰ διαθέτουν ἕνα ἀφανὲς «ἠχομιμητικὸ» παρελθόν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ὅτι, ὅπως ἀποδεικνύει ἡ «ἐνδοσυγκριτικὴ» ἔρευνα τῆς γλώσσας, οἱ ὀνοματοποιίες καὶ γενικὰ οἱ πρωτογενεῖς ρίζες δὲν «σύρονται» μὲ αὐτὸν τὸν ἰσοπεδωτικὸ τρόπο ποὺ φαντάζεται ὁ Σωσσὺρ «στὴν φωνητική, μορφολογικὴ κ.λπ. ἐξέλιξη», ἀφοῦ πολὺ συχνὰ ἡ ἐξέλιξη ἑνὸς τύπου δὲν συνεπάγεται τὴν ἐξαφάνιση αὐτοῦ ἀπὸ τὸν ὁποῖο προῆλθε.

Τὸ χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τῆς συνύπαρξης τοῦ θὰ μὲ τὰ θέλω νά / θελά / θενά (ἀπ᾿ τὰ ὁποῖα προῆλθε τὸ θά) εἶναι ἐνδεικτικὸ τοῦ γεγονότος ὅτι στὴν γλῶσσα πολὺ συχνὰ οἱ πρωτογενεῖς τύποι συνυπάρχουν ἐν συγχρονίᾳ μὲ τοὺς παραγόμενους. Ἀνοίγει, ἑπομένως, ὁ δρόμος γιὰ τὴν συνακόλουθη παραδοχὴ ὅτι οἱ ἠχομιμητικὲς ρίζες μποροῦν κάλλιστα νὰ συνυπάρχουν μὲ τὶς ἐξ αὐτῶν προελθοῦσες ἠχοποίητες λέξεις, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἐγκαταλείπεται ἡ παλαιὰ πρακτικὴ τῆς ἱστορικοσυγκριτικῆς γλωσσολογίας, ἡ ὁποία, ὅταν διαπίστωνε ὅτι μιὰ λέξη ἕλκει τὴν καταγωγὴ ἀπὸ μιὰ ὀνοματοποιία, ἀρκοῦνταν σ’ αὐτὸ τὸ συμπέρασμα καὶ δὲν διερευνοῦσε τὴν πιθανότητα νὰ ἔχουν ὑπάρξει στὸ παρελθὸν ποικίλες καὶ εὐρύτατες φωνητικὲς καὶ σημασιολογικὲς ἐξελίξεις.

Τὸ ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ συνυπάρχουν στὸ ἐσωτερικὸ μιᾶς γλώσσας οἱ πρωτογενεῖς τύποι μὲ τοὺς παραγόμενους ἀποδεικνύεται πέραν πάσης ἀμφιβολίας ἀπὸ τὸ φαινόμενο τῆς μετάθεσης καὶ ἀντιμετάθεσης φθόγγων, ποὺ ἕνα δεῖγμα του μᾶς ἔδωσε ἡ συνύπαρξη τῶν bάζιακας καὶ ζιάbακαςbαζακλιάρ᾿κους καὶ ζαbακλιάρ᾿κους. Ἀνεξαρτήτως τοῦ ποιός τύπος προηγεῖται καὶ ποιός ἕπεται, εἶναι αὐτονόητο ὅτι ὁ πρωτογενὴς συνυπάρχει μὲ τὸν ὑστερογενῆ στὸ πλαίσιο μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς γλώσσας, εἰδ’ ἄλλως τὸ φαινόμενο τῆς ἀντιμετάθεσης φθόγγων δὲν θὰ μποροῦσε νὰ στοιχειοθετηθῇ.

Ἡ νεογραμματικὴ θεωρία, μὲ τὴν σχεδὸν μεταφυσικὴ πίστη της σὲ αὐστηροὺς φωνητικοὺς νόμους, μὴ ἐπιδεχόμενους μάλιστα ἐξαιρέσεις, ἀντιμετώπισε τὸ φαινόμενο τῆς ἀντιμετάθεσης φθόγγων μὲ ἀνομολόγητη ἀμηχανία. Δίκαια παρατηρούσαμε στὸ ἔργο μας Ἡ παλαιότητα τῆς νέας ἑλληνικῆς, 2011, ἐκδ. Μελάνι, σ. 26-27: «Ἕνα ἐπὶ πλέον στοιχεῖο ποὺ ἀναιρεῖ τὴν βασικὴ ἀρχὴ τῆς νεογραμματικῆς θεώρησης εἶναι ἡ εὐρεῖα διάδοση τοῦ φαινομένου τῶν μεταθέσεων καὶ ἀντιμεταθέσεων  (π.χ. ἀ. ἑ. *σφάγανον > φάσγανον / ν. ἑ. γρατσούνα > τσουγκράνα, φαλάκρας – καράφλας  – φαράκλας κ.λπ.) ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἑρμηνευθοῦν βάσει ἑνὸς σταθεροῦ, στοιχειωδῶς προσδιορίσιμου καὶ διατυπώσιμου νόμου, γιατὶ τέτοιος νόμος ἁπλούστατα δὲν ὑπάρχει.»

Ὁ G. Meyer, Neugriechische Studien II, σ. 92-95, παρ’ ὅλο πού, σὲ ἀναζήτηση μιᾶς στοιχειώδους κανονικότητας, ἐπισημαίνει τὴν συχνὴ παρουσία τῶν ὑγρῶν r καὶ l σὲ νεοελληνικὲς λέξεις ποὺ ἐμφανίζουν μετάθεση φθόγγων (ὅπως π.χ. καταβάρθακας / καταβάθρακαςἀρδάχτι / ἀδράχτι κ.λπ.), παραδέχεται ἐν τέλει ὅτι τὸ φαινόμενο λαμβάνει χώραν καὶ σὲ περιπτώσεις λέξεων ὅπου τὰ ὑγρὰ ἀπουσιάζουν (π.χ. χοῦφτα / φοῦχταπανθί / παθνίσφάνταμα / φάντασμα κ.ἄ.). Πολὺ περισσότερα παραδείγματα καὶ λίαν κατατοπιστικὴ ἐπισκόπηση τῶν μέχρι τοῦ καιροῦ του ἐκτεθεισῶν ἀπόψεων παραθέτει ὁ Β. Φάβης στὸ ἄρθρο του: «Μετάθεσις καὶ ἀντιμετάθεσις φθόγγων ἐν τῇ νεωτέρᾳ ἑλληνικῇ γλώσσῃ μετ᾿ ἀναφορᾶς εἰς τὴν ἀρχαίαν», Λεξικογραφικὸν Δελτίον Α΄, Ἀθῆναι (Ἀκαδημία Ἀθηνῶν), 1939, σ. 89-142, ὅπου ἡ ἐξήγηση ποὺ δίδεται (: «Αἰτία τῆς μεταθέσεως τῶν φθόγγων εἰδικώτερον εἶναι ἡ σπουδὴ τοῦ λαλοῦντος πρὸς δήλωσιν τῆς ἐννοίας, ὁπότε δὲν προσέχει οὗτος εἰς τὴν κατὰ πάντα ὀρθὴν ἔκφρασιν τοῦ συμβόλου αὐτῆς, τῆς λέξεως…») δὲν αἴρει τὸ ἀδιέξοδο καὶ τὴν ἀμηχανία τῆς νεογραμματικῆς θεωρίας.

Ἀπὸ τὴν ἀμηχανία αὐτὴ προέκυψε καὶ ἡ κατ’ οὐσίαν ἄρνηση τῆς ἀκαδημαϊκῆς γλωσσολογίας νὰ ἀσχοληθῇ σοβαρὰ μὲ τοὺς ποικίλους ἐναλλακτικοὺς τύπους τῶν λέξεων (τοῦ τύπου μπάκακας / μπάζιακας / ζιάμπακας κ.λπ.), ἐγκαινιάζοντας μιὰ μεθοδολογία πού, ἀκόμα καὶ ἂν δὲν αὐτοπροσδιορίζονταν ρητὰ ὡς τέτοια, ἦταν στὴν οὐσία ἐνδοσυγκριτική, ἀναζητοῦσε δηλαδὴ ἐτυμολογικὲς λύσεις (καί) στὸ ἐσωτερικὸ μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς γλώσσας.

Ἕνα πρώιμο παράδειγμα μιᾶς τέτοιας ἐνδοσυγκριτικῆς πρακτικῆς ἀνευρίσκουμε στὸν Γαληνό (2ος αἰ. μ.Χ.), ὁ ὁποῖος, ἀναφερόμενος στὴν παρασκευὴ τῶν γνωστῶν μας «τηγανιτῶν», παρατηρεῖ (6.490.11-13): «οἱ μὲν οὖν ταγηνῖται παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ὀνομαζόμενοι, παρ’ ἡμῖν δὲ τοῖς κατὰ τὴν Ἀσίαν Ἕλλησι τηγανῖται σκευάζονται δι’ ἐλαίου μόνου…» Ἡ λέξη τηγανίτης (ν.ἑ. τηγανίτα), ποὺ ἀπαντᾷ καὶ στὸν Ἱππώνακτα (6ος αἰ. π.Χ.), συνιστᾷ ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ παραδείγματα ποὺ ἀποδεικνύουν τὴν ἀστοχία τοῦ δόγματος τοῦ Γ. Χατζιδάκι ὅτι ἡ νέα ἑλληνικὴ προέρχεται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴν ἀττικὴ διάλεκτο, ἐδῶ ὅμως ἐνδιαφέρει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Γαληνός, προβαίνοντας στὴν σύγκριση δύο τύπων ποὺ ἔχουν μορφοποιηθῆ μὲ ἀντιμετάθεση φθόγγων στὸ ἐσωτερικὸ μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς γλώσσας (τηγανίτης / ταγηνίτης), προσφεύγει στὴν οὐσία στὴν ἐνδοσυγκριτικὴ ἐξέταση τῶν λέξεων. Τὸ ἴδιο θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε καὶ γιὰ τὴν παρατήρηση τοῦ Αἴλιου Ἡρωδιανοῦ «βρόταχον τὸν βάτραχον Ἴωνες καὶ Ἀριστοφάνης καὶ παρὰ Ξενοφάνει· βάτραχος καὶ καθ’ ὑπερβιβασμὸν βράταχος καὶ βρόταχος», πού, ἂν λάβουμε ὑπ’ ὄψη νεοελληνικοὺς τύπους ὅπως βρόταχος, βρόθακος, βόρτακος κ.ἄ.π. δείχνει σὲ ποιά ἀχανῆ ἱστορικὰ βάθη ἐξικνεῖται ἡ καταχρηστικῶς ὀνομαζομένη «νέα» ἑλληνική.

Ἐνδοσυγκριτικὲς προσεγγίσεις ἐπιχειρήθηκαν καὶ στοὺς νεώτερους χρόνους (ὅπως π.χ. τῆς παραγωγῆς τοῦ ἀχνὸς ἐκ τοῦ ἀτμός > ἀθνός > ἀχνός, ἢ τοῦ βυζάνω ἐκ τοῦ μυζάω κ.λπ.), ποτὲ ὅμως δὲν πῆραν τὸν χαρακτῆρα μιᾶς συστηματικὰ συγκροτημένης καὶ προσανατολισμένης πρὸς τὸ ἐσωτερικὸ τῶν γλωσσῶν οἱονεὶ «ἐνδοσυγκριτικῆς» θεωρίας. Τὸ σημαντικώτερο βῆμα πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση ἔγινε ἀπὸ τὸν Edzard Furnée, ὁ ὁποῖος, στὸ ἔργο του Die wichtigsten konsonantischen Erscheinungen des Vorgriechischen (Τὰ κυριώτερα συμφωνικὰ φαινόμενα τῆς προελληνικῆς, 1972) προβαίνει σὲ μιὰ ἐξονυχιστικὴ «ἐνδοσυγκριτικὴ» διερεύνηση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, μόνο πού, δέσμιος τῶν νεογραμματικῶν του ἐμμονῶν περὶ αὐστηρῶν φωνητικῶν νόμων ποὺ διέπουν τὴν φωνολογικὴ συμπεριφορὰ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, ἀποδίδει ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ ξεφεύγουν ἀπὸ τὶς αὐστηρὲς προδιαγραφὲς τῆς νεογραμματικῆς «νομολογίας» στὸ λεγόμενο «προελληνικὸ» ὑπόστρωμα.

Ἔχω τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ Furnée ἔπαθε, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν καὶ κατ’ ἀντίστροφον φοράν, ὅ,τι περίπου καὶ ὁ Κολόμβος: ὁ μὲν θεώρησε ὅτι προσέγγισε ἀπὸ ἄλλον δρόμο τὶς Ἰνδίες ἐνῷ ἀνακάλυψε μιὰν νέα ἤπειρο, ὁ δὲ νόμισε ὅτι ἐντόπισε τὰ ἀπομεινάρια ἑνὸς μὴ ἑλληνικοῦ καὶ μὴ ἰνδοευρωπαϊκοῦ «ὑποστρώματος», ἐνῷ ἀνακάλυψε τὰ ἴχνη παλαιότατων ἐξελίξεων μιᾶς βαθιὰ θαμμένης ἀλλὰ ζώσας πρωτοελληνικῆς καὶ πρωτοϊνδοευρωπαϊκῆς γλωσσικῆς ἠπείρου.

Διαφωτιστική, πάντως, εἶναι, σὲ ὅ,τι ἀφορᾷ τὴν λέξη ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ, ἡ ἐκ μέρους τοῦ E. Furnée προσγραφὴ στὴν λεγόμενη «προελληνικὴ» ὄχι μόνο τῆς λέξης «βάτραχος», ἀλλὰ ἀκόμα καὶ τοῦ νεοελληνικοῦ (λεσβιακοῦ) τύπου «μάθρακος» (βλ. Die wichtigsten konsonantischen Erscheinungen des Vorgriechischenσ. 208), ὁ ὁποῖος ἀξιοποιεῖται προκειμένου νὰ προσδιορισθῇ ἡ φωνητικὴ συμπεριφορὰ τῆς λεγομένης «προελληνικῆς» (ἐναλλαγὴ β/μ). Κι εἶναι αὐτὸ ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ παραδείγματα ποὺ δείχνουν ὅτι οἱ ξένοι ἐπιστήμονες δὲν περιφρονοῦν τὶς μαρτυρίες τῆς νέας ἑλληνικῆς (σὰν κάποιους δικούς μας), οὔτε ἀρνοῦνται τὸ προφανὲς γεγονὸς ὅτι αὐτὴ μπορεῖ νὰ διασώζῃ στοιχεῖα παλαιότατα, ποὺ ἀνάγουν τὴν καταγωγή τους ἀκόμα καὶ στὴν πρὸ τοῦ 2.000 π. Χ. ἐποχή, ἀφοῦ ἐκεῖ τοποθετεῖται ἡ λεγόμενη «προελληνική».

Ἐξίσου σημαντικὸ εἶναι καὶ τὸ συμπέρασμα ὅτι γιὰ τεράστιο ἀριθμὸ ἀρχαιοελληνικῶν λέξεων, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες, καίτοι πάγκοινες σήμερα, ἔχουν χαρακτηρισθῆ ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ «προελληνικές» (ὅπως π.χ. ἄνηθος, βουνό, γέφυραζοχός, μάραθος, σκόρδο, σῦκο κ.λπ.), ἡ μόνη γλῶσσα ποὺ διαθέτει πλῆθος μαρτυριῶν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀναξιοποίητων ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα, εἶναι ἡ καταχρηστικῶς ὀνομαζομένη «νέα» ἑλληνική.

Τώρα ποὺ μὲ τὴν πρόοδο τῶν «προελληνικῶν» σπουδῶν ἔχει ἀρχίσει νὰ ἀποκτᾷ σαφὲς περίγραμμα τὸ ἐνδεχόμενο ἡ πρωτοελληνικὴ νὰ χαρακτηριζόταν, ὅπως καὶ ἡ «νεο»ελληνική, ἀπὸ μιὰ εὐρύτατη πολυδιάσπαση καὶ φωνολογική / φωνητικὴ ποικιλία, ὅλο καὶ περισσότερο συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἡ νεοελληνικὴ φιλολογική, γλωσσολογικὴ κ.λπ. ἐπιστήμη βρίσκεται μπροστὰ σὲ μιὰ τεράστιου μεγέθους πολιτισμικὴ πρόκληση καὶ εὐκαιρία ποὺ δὲν πρέπει νὰ πάῃ χαμένη.

Ὅμως, ἡ ἀνίχνευση τῶν πρωτοελληνικῶν στοιχείων τῆς νέας ἑλληνικῆς εἶναι δυνατὴ μόνο μέσα ἀπὸ τὴν βαθειὰ καὶ οὐσιαστικὴ γνωριμία μας μὲ ὅλα τὰ στρώματα τῆς μακραίωνης γλωσσικῆς μας διαχρονίας, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὰ μυκηναϊκὰ κείμενα, τὰ ὁμηρικὰ ἔπη καὶ τὴν κλασικὴ ἑλληνικὴ καὶ καταλήγοντας στὴν ἑλληνιστική, τὴν βυζαντινὴ καὶ τὴν νεώτερη γλωσσική μας παράδοση.

Πρέπει ἑπομένως νὰ πάψουμε νὰ κανοναρχοῦμε τὴν ἀνοησία ὅτι ἐμᾶς δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἀρχαία γλῶσσα ἀλλὰ μόνο τὰ νοήματα ποὺ ἐκφράζονται μέσῳ αὐτῆς, διότι ἔτσι ἀπεμπολοῦμε τὸ σημαντικώτερο συγκριτικό μας πλεονέκτημα ὡς λαοῦ καὶ ὡς πολιτισμοῦ, τὸ ὁποῖο συνίσταται στὴν ἀξιοποίηση τῆς ἀρχαίας γλωσσικῆς παράδοσης γιὰ τὴν μελέτη τῆς νέας ἑλληνικῆς καὶ στὴν ἀξιοποίηση τῆς νεοελληνικῆς γλωσσικῆς παράδοσης γιὰ τὴν κατανόηση εἰς βάθος τῆς ἀρχαίας.

Θὰ ἀνταποκριθοῦμε στὰ μηνύματα καὶ τὶς προκλήσεις τῶν νέων καιρῶν ἢ θὰ συνεχίσουμε νὰ ἀναμασᾶμε δάνειες θεωρίες καὶ νὰ ἀνακυκλώνουμε ἄγονες ἐξυπνάκικες συζητήσεις ποὺ μᾶς βουλιάζουν ὅλο καὶ πιὸ βαθιὰ στὸ πολιτισμικὸ τέλμα στὸ ὁποῖο ἔχουμε περιπέσει; Ἄδηλον. Ὅπως ἔλεγε καὶ μιὰ σοφὴ Ἀρκαδιανή: «Ὁ καιρὸς θέλει τὸ δείξῃ / τίνος μάννα θὲ νὰ λείψῃ».

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου