
Μαρὼ Τριανταφύλλου
Μ ι κ ρ ὸ Ἀ φ ι έ ρ ω μ α: 5/6
Κάϊν
καὶ ἐπὶ ταῖς θυσίαις αὐτοῦ οὐ προσέσχε. καὶ ἐλυπήθη Κάϊν λίαν
Γένεσις, 4.4
ΦΤΑ
ΦΟΡΕΣ ἦρθε ἡ ἄνοιξη, ἑφτὰ φορὲς ἀνθίσανε τὰ δέντρα, ἑφτὰ φορὲς
δέσαν οἱ ροδακινιὲς καρπὸ καὶ μοσκοβόλησε ἡ γῆ καὶ γέμισε
χρώματα ἀπὸ τὶς καμπανοῦλες, τὰ κρίνα, τὶς καλέντουλες, τὶς
ἀνεμῶνες καὶ τὰ μανουσάκια – ποὺ ἀργότερα τὰ εἴπανε
ναρκίσσους, ἀπὸ τὸ ὄνομα ἑνὸς ὡραίου νέου ποὺ τὸν θύμιζε τὸ
λουλούδι ἀμυδρά. Στὴν ἕβδομη γέννα τῆς γῆς, ὅταν ἄρχισαν νὰ
καλαμώνουν τὰ στάχια, ἔπαψε νὰ εἶναι ὁ μόνος. Ἀπὸ μοναχογιὸς
ἔγινε ὁ πρωτογιός, ὁ πρωτότοκος. Ἀλλὰ μόνος δὲν ἦταν, ποτὲ πιὰ
δὲν θά ’ταν ὁ μόνος.
Συντριμμένος ἀπὸ ἕνα θυμὸ ποὺ ἔκανε τὴν παιδικὴ καρδιά του
μιὰ κακιασμένη πέτρα ἕτοιμη νὰ πέσει κοφτερὴ καὶ ἄδικη πάνω
στὸν ἀδελφό του, πλησίασε μὲ περιέργεια τὴν κούνια γιὰ νὰ δεῖ τὸ
βδελυρὸ πλάσμα ποὺ πρόσφερε τόση ἀγαλλίαση στοὺς γονιούς του,
ἐνῷ γιὰ κεῖνον, γιὰ κεῖνον ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἦταν ἡ χαρὰ τῆς ζωῆς
τους, δὲν εἶχαν παρὰ ἀπότομες ἐντολὲς καὶ μαλώματα, νὰ εἶναι
ἥσυχος, νὰ μὴν ξυπνάει τὸ μωρό. Πλησίασε μὲ προσοχὴ τὴν
κούνια, ἡ ἀπόφαση σὰ φίδι φαρμακερὸ ὁδηγοῦσε τὸ χέρι του
ἄπληστο γιὰ ἐκδίκηση. Δὲν ἤξερε πῶς νὰ τὸ κάνει, ἀφέθηκε στὸ
καυτὸ κῦμα ποὺ ἀνάβλυζε ἀπὸ τὰ σπλάχνα του καὶ τὸν ἔκανε νὰ
σφίγγει τὰ δόντια καὶ νὰ βαριανασαίνει.
Τὸ πρῶτο ποὺ εἶδε ἦταν ἡ κλειστὴ ζαρωμένη χούφτα,
μικρότερη ἀπὸ βερίκοκο. Τὴν συνέκρινε μὲ τὴ δική του, ποὺ ἦταν
μεγάλη σὰν πορτοκαλάκι ποὺ ξεγουριάζει καὶ παίρνει τὸ χρῶμα
καὶ τὴ γλύκα του. Ἔπειτα διστακτικά, ἀργά, πολὺ ἀργά,
πλησίασε τὴ μικρὴ γροθιὰ κι ἀκούμπησε τὴν ἄκρη τοῦ δείχτη στὴ
γούβα ποὺ σχημάτιζε ὁ διπλωμένος δείχτης τοῦ μωροῦ
περιτριγυρισμένος ἀπὸ τὸ μεγάλο δάχτυλο – σὰ φωλιὰ πουλιοῦ,
σὰν τὶς πιτοῦλες ποὺ ἔφτιαχνε ἡ μητέρα στὶς γιορτὲς καὶ τὶς
γέμιζε μέλι καὶ κανέλλα. Σὰν πούπουλο. Σὰν τὰ φτεράκια τῶν
νεογνῶν στὶς φωλιὲς ποὺ ἔβρισκε κρυμμένες στὶς φυλλωσιὲς τῶν
δέντρων στὸ μεγάλο δάσος. Πλάγιασε τὸ δάχτυλό του καὶ τὸ ἄφησε
λίγο ἐκεῖ, στὸ χέρι τοῦ μωροῦ. Ἔπειτα, πάλι τὸ ἴδιο ἀργά, τὸ
ἔσυρε καὶ ἔφτασε μέχρι τὸ στῆθος ποὺ ἀνεβοκατέβαινε ρυθμικά, ἡ
σάρκα ἦταν ἁπαλὴ σὰν ἀχνὸς καὶ ζεστὴ καὶ λίγο ἱδρωμένη. Ἔπειτα
κοίταξε τὸ κεφαλάκι μὲ τὰ ἀραιὰ μαῦρα μαλλάκια, τὰ χείλη μὲ τὸ
σκοῦρο ρόδινο χρῶμα, τὴ χαρακιὰ τῶν ματιῶν, τὸ πετάρισμα κάτω
ἀπὸ τὰ κλειστὰ κόκκινα, λίγο πρησμένα, βλέφαρα. Καὶ ξαφνικὰ
νόμισε πὼς βρισκόταν μπροστὰ σὲ ἕναν καθρέφτη καὶ κοιτοῦσε τὸν
ἑαυτό του. Αὐτὸ τὸ μωρό, τόσο διαφορετικὸ ἀπ’ αὐτὸν καὶ τόσο
ἴδιο, τόσο μικρὸ καὶ ἀτελές, ἦταν αὐτὸς πρὶν μερικὰ χρόνια καὶ
πάντα θὰ εἶναι αὐτὸς πρὶν μερικὰ χρόνια καὶ μαζὶ ἕνας ἄλλος. Κι
ἔνιωσε μιὰ τεράστια εὐγνωμοσύνη κι ὅλη ἡ ζήλεια ὑποχώρησε
βαθιά, πολὺ βαθιὰ στὴν καρδιά του, τὴν ἔκανε νὰ σιωπήσει βίαια,
κι ἔγινε μέσα του μιὰ ἀγάπη, μιὰ ἀπέραντη, βασταγερὴ καὶ
πρόθυμη ἀγάπη, κι ὁρκίστηκε πὼς ὁ ἀδελφός του θὰ ἦταν τὸ πιὸ
πολύτιμο πλάσμα στὴ ζωή του, καὶ κοίταξε ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο
καὶ εἶδε τὸν οὐρανὸ ἀσυννέφιαστο καὶ μ’ ἕνα γέλιο τῆς ἄνοιξης
ἀνέθεσε στὸ Θεὸ νὰ εἶναι μάρτυρας στὸν ὅρκο του.
Τοῦ
’φερνε λουλούδια ποὺ μάζευε ἀπ’ τὶς ἄκρες τῶν χωραφιῶν,
πορφυρὲς μολόχες καὶ κίτρινες μαργαρίτες, καμιὰ φορὰ μιὰ
χούφτα χαμομήλι, ποὺ ὅταν μαραινόταν τὸ ἔπαιρνε πάλι πίσω, τὸ
ξέραινε στὴν ἄσπρη πετσέτα γιὰ νά ’χει νὰ τὸ βράζει ὅταν
ἀρρώσταινε ὁ μικρὸς ἀδελφὸς καὶ ἔπρεπε νὰ τὸ πιεῖ γιὰ νὰ γιάνει.
Τοῦ ’φερνε μέλι ἀπὸ τὶς κυψέλες, κι ἀπ’ τὸ μαλακὸ ξύλο τῆς
τριανταφυλλιᾶς τοῦ ’φτιαχνε παιχνίδια – προβατάκια
στρουμπουλὰ καὶ ἀστεῖα ἀνθρωπάκια ποὺ ὅλο πέφτανε καὶ κάνανε
τὸν μικρὸ νὰ σκάζει στὰ γέλια. Τὸν ἔμαθε νὰ προσεύχεται μὲ τὰ
λόγια ποὺ τοῦ ’χε μάθει ὁ πατέρας τους καὶ νὰ δίνει στὸ Θεὸ κάτι
ποὺ ἀγαπάει πολύ, γιατί ἔτσι ὁ Θεός, λέει, καταλαβαίνει τὴν
ἀγάπη τοῦ πιστοῦ του, τοῦ δίνει ὁ ἄνθρωπος κάτι ὄμορφο ποὺ τὸ
ἀγαπάει πολύ, στερεῖται κάτι ποὺ τὸ ἀγαπάει πολὺ γιὰ νὰ τὸ
δώσει στὸ Θεὸ σὰν ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης, κι αὐτὸ τὸ λένε θυσία.
Ὁ μικρὸς χάρισε στὸ Θεὸ ἕνα κουνέλι, ποὺ ἦταν τὸ πιὸ
ἀγαπημένο του παιχνίδι, ἕνα λευκό, χνουδωτὸ κουνέλι μὲ
μεγάλα μουστάκια καὶ ἀστεῖα μυτερὰ δόντια. «Τώρα ὁ Θεὸς μ’
ἀγαπάει;» ρώτησε ὁ μικρὸς καὶ ὁ μεγάλος τοῦ χάϊδεψε τὰ μαλλιὰ
μὲ συγκατάβαση. Τὴν ἑπόμενη μέρα, καθὼς ξύπνησαν μὲ τὸ πρῶτο
φῶς τοῦ ἥλιου, ἕνα κανελὶ γατὶ κοιμόταν στὰ πόδια τοῦ μικροῦ
τόσο ἥσυχα, σὰν νά ’ταν ἀπὸ πάντα ἐκεῖ ἡ θέση του, καὶ εἶπε ὁ
μικρὸς «Μ’ ἀγαπάει, λοιπόν, ὁ Θεὸς γιατὶ τοῦ χάρισα ὅ,τι
ἀγαποῦσα πιὸ πολύ». Ὁ πρωτότοκος κοίταξε ἀπορημένος τὸ
πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ του, τόσο γλυκὸ καὶ ἤρεμο, τόσο σίγουρο καὶ
εὐχαριστημένο, αὐτὸς δὲν εἶχε νιώσει ποτὲ ἔτσι, μιὰ τέτοια
ἀγαλλίαση, καὶ πόνεσε ἡ ψυχή του, καὶ ἕνα ζῶο ἀλλόκοτο
φυλακισμένο βαθιὰ μέσα του καὶ ξεχασμένο τοῦ ’δωσε μιὰ γερὴ
δαγκωνιὰ κι ἔκανε τὴν καρδιά του νὰ σπαρταρήσει ματωμένη.
«Ἐμένα δὲν μ’ ἀγαπάει ὁ Θεός;» ἀναρωτήθηκε ἀπὸ μέσα του. Καὶ
σκέφτηκε νὰ τοῦ χαρίσει τοῦ Θεοῦ τὸ πιὸ πολύτιμο ποὺ εἶχε.
Κοίταξε γύρω του καὶ εἶδε τὰ δέντρα ποὺ καλλιεργοῦσε μὲ
ὑπομονὴ κι ἀγάπη, κι εἶδε τὰ στάρια πράσινα καὶ γεμᾶτα καρπό,
κι εἶδε τὰ πρόβατα νὰ βόσκουν ἀμέριμνα, κι εἶδε ὅλα ὅσα εἶχε καὶ
τίποτε δὲν ἀγαποῦσε τόσο ποὺ νὰ εἶναι πολύτιμο, πολὺ
πολύτιμο, μοναδικό, νὰ τὸ χαρίσει στὸν Θεὸ γιὰ νὰ τὸν
ἀγαπήσει. Κι ἄκουσε τότε πίσω του τὴ φλογέρα τοῦ ἀδερφοῦ του,
ἕνα γλυκὸ τραγούδι ὅλο ἀρώματα καὶ χοροὺς τῆς ἀγάπης, καὶ
θυμήθηκε πὼς ἄλλο πιὸ πολύτιμο ἀπὸ τὸν ἀδερφό του δὲν εἶχε.
Ὅπως τό ’χε πεῖ στὸ Θεὸ τότε καὶ τὸν εἶχε καλέσει μάρτυρά του. Καὶ
τὸν χάρισε στὸ Θεὸ γιὰ νὰ τὸν ἀγαπήσει.
Ἔζησε
μόνος του στὸν κόσμο. Πάντα αὐτὸς ὁ ἴδιος μόνος, ἄλλος γιὰ
κανένα, ἄλλος του κανένας. Μέσα στὸ βουητὸ τοῦ μυαλοῦ του,
ξέχασε τ’ ὄνομά του. Καμιὰ ἀγάπη δὲν τὸν δυσκολεύει πιά.
Κανένα ψέμα.

[Σημείωση τῆς Συγγραφέως]
Ἀπὸ τὰ «Σημειώματα γιὰ τοὺς ἥρωές μου».
Ὁ
Κάϊν εἶναι ὁ πρωτότοκος γιὸς τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὖας. Γεννήθηκε
στὴν ἐξορία τῶν γονιῶν του. Τὸ ὄνομά του, λένε, ἔχει σὲ κάτι νὰ
κάνει μὲ τὸν σίδηρο, κι ἄλλοι λένε πὼς σημαίνει λόγχη κι ἄλλοι
σιδηρουργός. Ζοῦσε καλλιεργῶντας τὴ γῆ. Ὁ ἀδελφός του, ὁ Ἄβελ,
ἦταν κτηνοτρόφος. Ὁ πρῶτος ποὺ πρόσφερε θυσία αἵματος στὸ Θεό. Ὁ
Κάϊν εἶδε πὼς ὁ Θεὸς δέχτηκε μὲ εὐχαρίστηση τὴν προσφορὰ τοῦ
ἀδερφοῦ του καὶ ἔκανε τὸ ἴδιο μὲ τοὺς καρποὺς τῆς γῆς, ἀλλὰ ὁ
καπνὸς τῆς θυσίας σκορπίστηκε κι ὁ Κάϊν νόμισε πὼς ὁ Θεὸς δὲν
τὴν θέλει τὴν προσφορά του. Ἔβαλε στὸ νοῦ του τότε νὰ σκοτώσει
τὸν Ἄβελ καὶ τὸ ἔκανε. Ἔγινε ὁ πρῶτος φονιᾶς τῶν ἀνθρώπων. Τὸν
φώναξε ὁ Θεὸς νὰ μαρτυρήσει τὴν πράξη του κι αὐτός την
ἀρνήθηκε. Ὁ Θεὸς τὸν ἔδιωξε ἀπὸ τὴ γῆ του καὶ τοῦ ἐπέβαλε
τιμωρία νὰ μὴν ἔχει τόπο πουθενά. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔτσι θὰ κινδύνευε
νὰ φονευτεῖ ἀπὸ τὸν καθένα —τί εἶναι ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς γῆ καὶ
πατρίδα;— τοῦ ’βαλε πάνω του σημάδι, ὥστε κανεὶς νὰ μὴν μπορεῖ
νὰ τὸν πειράξει. Περιπλανιόταν χρόνια μόνος του ὁ Κάϊν στὸν
κόσμο.
Πηγή: Μαρὼ Τριανταφύλλου, Αἰνίγματα, (Εὔμαρος, 2023).
Μαρὼ Τριανταφύλλου
(Ἀθήνα 1963). Σπούδασε φιλοσοφία καὶ ἔκανε μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὸ
Παρίσι στὴν σημειολογία καὶ στὴν φιλοσοφία τῆς τέχνης. Εἶναι διδάκτορας
ἀρχαίας ἱστορίας τοῦ τμήματος Ἱστορίας καὶ Ἀρχαιολογίας τῆς
Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης. Ἀσχολεῖται μὲ τὴ θεατρικὴ
κριτική. Ὡς συγγραφέας εἶναι κυρίως διηγηματογράφος: Ἡ Δάφνη καὶ τὸ Βουνό, Τί νέα ἀπὸ τὸ στρατόπεδο Κρίσενβελτ. Διηγήματά της ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ ἰταλικὰ καὶ τὰ ἱσπανικά. Τελευταῖο βιβλίο της ἡ συλλογὴ διηγημάτων Αἰνίγματα (Εὔμαρος, 2023).
Εἰκόνα: Ἡ Θυσία τοῦ Κάϊν καὶ τοῦ Ἄβελ (περ. 1510), ἔργο τοῦ Ἰταλοῦ ζωγράφου Mariotto Albertinelli (Φλωρεντία 1474 - 1515 Φλωρεντία).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου