Μαρὼ Τριανταφύλλου
Μ ι κ ρ ὸ Ἀ φ ι έ ρ ω μ α: 6/6
Πέτρος
…καὶ τὸ ὂν σύ
Μαρτύριο Πέτρου, 10.11
ΛΙΜΝΗ...
Μεγάλη σὰ θάλασσα... Γι’ αὐτὴν ἐπιστρέφει κάθε φορὰ ἀπὸ τὰ
δύσκολα μακρόχρονα ταξίδια του. Δὲν τὸ λέει, ἀλλὰ γι’ αὐτὴν
ἐπιστρέφει· νὰ τὴν δεῖ ἀκόμα μιὰ φορά. Νὰ τὸν φυσήξει ὁ ἄνεμός
της δυνατός, νὰ φουσκώσει τὰ ροῦχα του σὰν πανιά, νὰ νιώσει στὰ
ρυτιδιασμένα πιὰ μάγουλα τὴν παγωμένη δροσιά, νὰ μυρίσει τὰ
κύματα. Κάθεται ξημερώματα στὶς ὄχθες της, τὸ παγωμένο νερὸ
χαϊδεύει τὶς πατοῦσες του, ἔρχονται κάτι μικρὰ ψαράκια καὶ τοῦ
τσιμποῦν τὰ δάχτυλα. Μερικὲς φορὲς χαμογελᾶ σὰν κάτι ὄμορφο
νὰ θυμᾶται, ποὺ τοῦ φέρνει τὴν ἀδιόρατη μνήμη μιᾶς
εὐδαιμονίας. Συνήθως ὅμως τὸ βλέμμα ἔχει μιὰ σκοτεινὴ ἀντάρα
σὰν ναυάγιο.
Τὴν κοιτάζει τὴ λίμνη καὶ χάνεται στὴν ὑδάτινη ἔκταση, τὴν
κοιτάζει σὰν νὰ περιμένει κάτι, σὰν νὰ περιμένει νὰ γίνει
κάτι, ἕνα θαῦμα ἂς ποῦμε, νὰ ἀναδυθοῦν ἀπὸ τὰ νερά της πλάσματα
μαγικά, μὲ φτερὰ ἀπὸ κρύσταλλο καὶ φωνὲς ἀδιανόητες ποὺ
τραγουδοῦν ὕμνους σὲ γλῶσσες ἄγνωστες, ἀλλούτερες, ξένες κι
ὀδυνηρὲς γιὰ τὸ ἄμαθο ἀφτὶ τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι φορὲς ποὺ τὸ νερὸ
εἶναι τόσο ἥσυχο κι ἀκίνητο ποὺ νομίζει ὅτι εἶναι συμπαγές,
ἕνα στερεὸ ὑλικὸ στὸ χρῶμα τοῦ μολυβιοῦ. Λέει μὲ τὸ νοῦ του πὼς θὰ
μποροῦσε νὰ κόψει ἕνα κομμάτι, ἕναν ὡραῖο μεγάλο τέλειο κύβο,
ἂς ποῦμε, καὶ νὰ τὸν πάρει ἀγκαλιὰ τὸ νερένιο κύβο σὰ μωρό, καὶ
νὰ τὸ νανουρίσει τὸ νερὸ μὲ τὰ τραγούδια ποὺ τοῦ μάθαινε ἡ μάνα
του σὰν ἤτανε παιδί, μὲ τὰ τραγούδια τῶν ψαράδων ποὺ τά ’μαθε
ὅταν μεγάλωσε κι ἔμπαινε στὴ βάρκα του καὶ ξανοιγότανε στὴ
λίμνη παρακαλῶντας τοὺς οὐρανοὺς γιὰ μιὰ καλὴ ψαριά. Κι οἱ
οὐρανοὶ ἦταν φορὲς ποὺ ἄκουγαν, ἄλλες πάλι μάζευε τὰ δίχτυα μὲ
χέρια ματωμένα ἀπ’ τὴν προσπάθεια καὶ μέσα σπαρταροῦσαν
μερικὰ ἀσήμαντα ψαράκια ποὺ ἀδύνατον νὰ χορτάσουν μιὰ ἔστω
οἰκογένεια, ποῦ ὄνειρα γιὰ ἀγοραπωλησίες καὶ κέρδη. Ἡ ἀλήθεια
ὅμως εἶναι πὼς αὐτὸ ποὺ περιμένει κυρίως εἶναι νὰ τὴν δεῖ
θυμωμένη, ἄγρια, νὰ δεῖ τὰ κύματα ὅπως ἐκείνη τὴ νύχτα, ἐκείνη
τὴ νύχτα ποὺ ζαρωμένος ἀπὸ φόβο προσπαθοῦσε νὰ βρεῖ ἀνάσα τόσο
μεγάλη ποὺ νὰ φτάσει βαθιὰ στὰ πνεμόνια του νὰ τὰ χορτάσει
ἀέρα, ἀλλὰ ἦταν ἀδύνατον καὶ πνιγόταν μέσα στὴν ἀγωνία· ὥσπου
ἦρθε ἡ ἀπόφαση καὶ τὸν σήκωσε καὶ σὰν φτερὸ ταξίδεψε στὰ βάθη
μιᾶς πύρινης, οὐσιαστικῆς καὶ τρυφερῆς βεβαιότητας.
Κοιτάζει τὴ λίμνη. Μὲ προσμονὴ καὶ φόβο. Ἡ ψυχή του
γονατίζει ἀπὸ θλίψη. Θυμᾶται ὅλα τὰ μεγάλα ποὺ ἔχει πεῖ, τὶς
βροντερὲς φωνὲς ποὺ συντάραζαν τὰ πλήθη, πῶς ἐξηγοῦσε τὰ
μυστήρια τρέμοντας μὲ δάκρυα στὰ μάτια, πῶς γέμιζε τὶς ψυχὲς
τοῦ πλήθους μὲ ἀνυπόμονη ἐλπίδα. Τὰ μάτια τῶν γυναικῶν ποὺ τὸν
κοιτοῦσαν μὲ θαυμασμό, τοὺς δασκάλους νὰ δαγκώνουν τὰ χείλη μὲ
ζήλεια μπροστά του· τὴ μνησικακία τῶν ἀρχόντων. Τοὺς συντρόφους
του θυμᾶται νὰ μοιράζονται τὸ ψωμὶ καὶ τὴν ἀνάμνηση. Ὅμως ἡ
λίμνη ἦταν πάντα ἐκεῖ, ἡ λίμνη εἶναι πάντα ἐκεῖ καὶ τὸν
περιμένει, ἕνα ἀμείλικτο ὅριο. Κάνει ψύχρα, σφίγγεται μέσα στὸ
πανωφόρι του χωρὶς ἐλπίδα. Ἡ ἀμφιβολία δαγκώνει τὴν ψυχή
του. Θὰ μποροῦσε, ἄραγε, θὰ μποροῦσε ξανά, ἀναρωτιέται δειλὰ
κι ἕνα φίδι δαγκώνει κοροϊδευτικὰ τὸ ἐρώτημα. Ὅταν ρωτᾶς μὲ
φωνὴ ποὺ τρέμει, καταπίνοντας τὶς λέξεις πρὶν κἂν τὶς
ἀρθρώσεις, ἡ πιθανότητα τῆς ἀπάντησης ἔχει χαθεῖ. Τὶς
ἀπαντήσεις τὶς διεκδικοῦν οἱ ἄνθρωποι – ἀκόμα κι ἂν εἶναι νὰ
ἔρθουν μέσα σὲ χαλάζι καὶ τέλος.
Θὰ μποροῦσε ἄραγε; Μιὰ φορὰ ἀκόμη θὰ μποροῦσε;
Ἴσως ἂν εἶχε ἔρθει χτές, σκεφτόταν, χτὲς ἦταν μιὰ καλύτερη
μέρα, ἔκαιγε μέσα του ἡ βεβαιότητα σὰν πυρετός, λαμπάδιαζε ἡ
ψυχή του καὶ πήγαινε ὀλόχαρη στὴ συνάντηση, σκεφτόταν. Χτές.
Ἀλλὰ καθυστέρησε, ἄφησε μιὰ ὁλόκληρη μέρα νὰ περάσει καὶ στὴ
διάρκεια τῆς μέρας τούτης ἡ φωτιὰ πῶς καταλάγιασε, πῶς ἔγινε
μιὰ ἄπρεπη ἀνίδεη φλόγα ποὺ ντρέπεται. Ἂν εἶχε ἔρθει, ὅμως, χτές;
Χτὲς ἦταν τόσο βέβαιος, ἡ πίστη του ἦταν βαθιὰ καὶ θεμελιωμένη
μέσα στὴ σάρκα τοῦ κορμιοῦ του, μὲς στῆς ψυχῆς του τὶς πυκνές,
πορφυρὲς καὶ πύρινες ρανίδες, εἶχε τόση ἐμπιστοσύνη στὸν
ἑαυτό του καὶ στὴν ἀγάπη του. Χτὲς θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει πάλι
συμβεῖ, νὰ ἔχει νιώσει τὴν ἀπόλυτη ἐγκατάλειψη στὴ
βεβαιότητα, νὰ ἔχει διασχίσει ξυπόλητος τὴ λίμνη. Νὰ φτάσει ὡς
τὸ τέλος τούτη τὴ φορά. Ἀλλὰ δὲν ἦρθε. Καὶ δὲν θὰ μάθει ποτὲ τί
θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε συμβεῖ, μόνο αὐτὸ ποὺ δὲν συνέβη ξέρει.
Ὅπως καὶ τότε.
Κάθε μέρα ἔρχεται στὴ λίμνη καὶ κάθε μέρα νομίζει πὼς
χτὲς δὲν εἶχε ἔρθει, χτὲς ποὺ δὲν χρειαζόταν λέξεις, παρὰ τὴν
ἀντάρα τοῦ νεροῦ νὰ τὸν συνεπαίρνει. Ὅλος ὁ χρόνος ἔχει γίνει τὸ
τυραννικὸ χτές. Αὐτὸ ποὺ ἔχει ἀρχὴ δὲν εἶναι ἀπαραίτητο νὰ
ἔχει τέλος. Ἀλλὰ τούτη ἡ σκέψη, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ
εὐλογία, γίνεται θηλιὰ καὶ τὸν πνίγει, γίνεται ἀγωνία σὰν
κατάρα.
Ὁ
Θεὸς δὲν ἔρχεται. Ὁ ἄνθρωπος μόνος του πρέπει νὰ κάνει τὸ
δρόμο, νὰ χρειαστεῖ ἡ ψυχή του τὸ ἀχρείαστο, τὸ ἔξω ἀπὸ τὶς λέξεις
ποὺ ὑπάρχει. Δικός του ὁ δρόμος. Καὶ ἡ ἀπόφαση.

[Σημείωση τῆς Συγγραφέως]
Ἀπὸ τὰ «Σημειώματα γιὰ τοὺς ἥρωές μου»
Ὁ
Πέτρος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους ἀποστόλους. Παρὰ
τὴν πίστη του στὸν Ἰησοῦ, ὅταν αὐτὸς τὸν κάλεσε νὰ περπατήσει
μαζί του πάνω στὰ κύματα τῆς λίμνης τῆς Γεννησαρέτ, τῆς
Θάλασσας τῆς Γαλιλαίας δηλαδή, ὀλιγοπίστησε καὶ κόντεψε νὰ
πνιγεῖ πρὶν τὸν σώσει ὁ Ἰησοῦς. Ἀργότερα, τὴν ὥρα τοῦ
δικαστηρίου τοῦ Ἰησοῦ, ἀρνήθηκε πὼς ἦταν μαθητής του.
Μετανιωμένος, ταξίδεψε μακριὰ γιὰ νὰ διαδώσει τὴν πίστη του.
Στὴν πορεία του ὣς τὸ μαρτύριο καὶ τὸ θάνατο, προσηλύτισε
πολλοὺς στὴ νέα θρησκεία. Εἶναι πολὺ γνωστὴ ἡ δημόσια σύγκρουσή
του μὲ τὸν περίφημο Σίμωνα, ποὺ οἱ πηγὲς τὸν ὀνομάζουν Μάγο.
Πληροφορίες γιὰ τὴ δράση του βρίσκουμε στὶς Πράξεις Ἀποστόλων καὶ στὸ ἀπόκρυφο Πράξεις Πέτρου, ποὺ ὁλοκληρώνεται μὲ τὸ Μαρτύριο Πέτρου, ὅπου διαβάζουμε τὴν περιπέτεια μὲ τὸν Σίμωνα καὶ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ ἀπόστολου.
Πηγή: Μαρὼ Τριανταφύλλου, Αἰνίγματα, (Εὔμαρος, 2023). Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Σύναξη, τ. 161, Απρίλιος 2022.
Μαρὼ Τριανταφύλλου
(Ἀθήνα 1963). Σπούδασε φιλοσοφία καὶ ἔκανε μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὸ
Παρίσι στὴν σημειολογία καὶ στὴν φιλοσοφία τῆς τέχνης. Εἶναι
διδάκτορας ἀρχαίας ἱστορίας τοῦ τμήματος Ἱστορίας καὶ Ἀρχαιολογίας τῆς
Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης. Ἀσχολεῖται μὲ τὴ
θεατρικὴ κριτική. Ὡς συγγραφέας εἶναι κυρίως διηγηματογράφος: Ἡ Δάφνη καὶ τὸ Βουνό, καὶ Τί νέα ἀπὸ τὸ στρατόπεδο Κρίσενβελτ. Διηγήματά της ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ ἰταλικὰ καὶ τὰ ἱσπανικά. Τελευταῖο βιβλίο της ἡ συλλογὴ διηγημάτων Αἰνίγματα (Εὔμαρος, 2023).
Εἰκόνα:
Ὁ Πέτρος βυθίζεται στὸ νερό (Ματθαῖος 14, 22 - 33). Χρωμολιθογραφία
βασισμένη σὲ χαρακτικὸ (1860) τοῦ Julius Schnorr von Carolsfeld
(Γερμανὸς ζωγράφος, 1794 - 1872), ποὺ δημοσιεύτηκε περ. τὸ 1880.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου