|
Ἀπὸ τὸν/τὴν planodion στὶς 1 Σεπτέμβριος 2024
|
ς
ΗΣ ΑΡΕΣΕ νὰ
λύνει σταυρόλεξα. Ἔπιανε τὴν ξαπλώστρα ἀπὸ τὶς 10.00 τὸ πρωῒ καὶ
μόνο ὅταν ἔπεφτε ὁ ἥλιος ἔφευγε ἀπὸ τὴν παραλία. Ὁ γιός της ἔπαιζε
στὴ θάλασσα. Βουτοῦσε τὸ κουβαδάκι στὸ νερὸ∙ ἔφτιαχνε κάστρα
στὴν ἄμμο∙ ἔκανε «ψαράκια» μὲ τὰ βότσαλα∙ μετροῦσε τὰ κύματα.
Τὰ δόντια του γυάλιζαν μὲς στὸ νερό. Ἐκείνη γέμιζε μὲ λέξεις,
μελάνια καὶ ἐνθουσιασμό. Τὸν εἶχε μονάκριβο. Ἕνα μὲ τὸ βυζί
της, κι ἀργότερα ἕνα μὲ τὰ χέρια της.
Ὁ ἄντρας της δούλευε ὁδηγὸς σὲ ὑπεραστικὸ λεωφορεῖο. Γλυκιὰ
κουβέντα δὲν ἔβγαινε ἀπὸ τὰ χείλια του. Δὲν ἤξερε κι αὐτὸς ἄλλη ἀγάπη,
μονάχα ὅταν τὴν ἔριχνε στὸ κρεβάτι – ἔτσι τὴν ἀγαποῦσε. Μὰ παιδὶ
δὲν ἐρχόταν καὶ τὰ μάτια του ὅλο καὶ μίκραιναν κάθε φορὰ ποὺ τὴν
κοιτοῦσε. Τὴ χρονιὰ ποὺ ἔκλεισε τὰ 41 της χρόνια, ἔγινε τὸ θαῦμα∙
ἦρθε ὁ πολυπόθητος γιός. Μιὰ βδομάδα μετὰ ἀπὸ τὴν γέννα, σὲ μιὰ
στροφὴ στὰ Τέμπη... ἦταν πολλὰ τὰ χιλιόμετρα... Ὁ μικρὸς δὲν γνώρισε
ποτὲ τὸν πατέρα του.
Ὅταν, ἀργότερα, ἐπέστρεφε μὲ ἄδεια ἀπὸ τὶς σπουδές του στὸ ἐξωτερικό,
ἔβλεπε τὴ μητέρα του νὰ κάθεται στὸ μπαλκόνι —στὴν ἴδια πάντα
στάση— μὲ ἕνα σταυρόλεξο πλάϊ στὸ βασιλικό. Τῆς ἔφερνε σοκολάτες
καὶ ἀγγλικὰ μεταξωτὰ μαντήλια. Ἑτοίμαζε τὸ πρωινό∙ χτένιζε
τὰ μαλλιά της∙ μιλοῦσε γιὰ τὶς ἐπιδόσεις του στὰ μαθήματα, γιὰ
τὸ κορίτσι ποὺ γνώρισε σ’ ἕνα πάρτι στὸ πανεπιστήμιο. Ἐκείνη
σήκωνε τὰ μάτια μόνο γιὰ νὰ κοιτάξει τὴ θάλασσα. Δὲν τὸν ἔβλεπε
τί ὄμορφο παλληκάρι εἶχε γίνει.
Ὁ ἀέρας περνοῦσε λυπημένος ἀπὸ τὰ μάγουλά της. Τὴν ἔβαλε
νὰ ξαπλώσει στὸν καναπέ. Εἶχε κολλήσει στό ‘’γ’ καθέτως’’. Μόλις
τὸ ἔλυσε ἀποκοιμήθηκε. Ἕνας ὕπνος βαθύς, μὲ στροβιλίσματα καὶ
βράχια, μὲ ἀνάσες κοφτές, ὄνειρα ποὺ εἶχαν τὴ γεύση της ἀλμύρας.
Πᾶνε χρόνια ποὺ δὲν τὴν ἐπισκέπτεται κανεὶς πέρα ἀπ’ τὸν μονάκριβο
γιό της. Εἶχε γίνει σωστὸς ἄντρας πιά, κι ὅταν θὰ τῆς χάριζε καὶ
τὸ ἐγγονάκι, θὰ τὴν ἔκανε τὴν πιὸ εὐτυχισμένη γυναῖκα στὸν κόσμο.
Στὴν κηδεία, ὅλο τὸ χωριὸ κατηγοροῦσε τὴ μάνα: «Ἂν δὲν τὴν εἶχε πάρει ὁ ὕπνος... ἂν δὲν ἔλυνε ὅλη τὴν ὥρα σταυρόλεξα, τὸ ἀγοράκι δὲν θὰ εἶχε πνιγεῖ.» Ἔτσι λέγανε μέχρι ποὺ ὁ μικρὸς μπῆκε στὸ χῶμα καὶ μετὰ δὲν μίλησε κανείς. Ἔπιασε ἀπότομη βροχὴ κι ὅλοι βιάζονταν νὰ πᾶνε σπίτια τους.
Πηγή:
Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγήματων Στὰ
βράχια καὶ στὴ θάλασσα (ἐκδ. Γράφημα, 2023).
Εὐθύμιος
Λέντζας (Λάρισα, 1986). Ἔχει ἐκδώσει
δύο ποιητικὲς συλλογές: Οἱ
γυναῖκες ποὺ ἀγαπᾶμε εἶναι θαμμένες στὸν κῆπο (αὐτοέκδοση,
2020). Τὸ Μερίδιο (Θράκα,
2022) καὶ μιὰ συλλογὴ διηγημάτων: Στὰ βράχια καὶ στὴ θάλασσα (Γράφημα,
2023).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου