Νατάσα Κεσμέτη
Ποῦ εἶσαι Λύκε μου;
ΗΡΑ ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ νά ρωτήσω γιά τή Μαγική Σιδερώστρα. Χρόνια ἔλεγα πώς θά πάω νά μάθω ποιά πατέντα ἐπιτέλους ἀνακάλυψε ὁ Ἀκάθιστος, καί πάλι καθυστέρησα ἀφάνταστα…
Ἐκεῖνο τό μοναδικό βραδάκι, ἴσως ἀρχές Σεπτεμβρίου σάν
πύκνωναν οἱ φωτοσκιάσεις γύρω ἀπό τίς ἀγριοπιπεριές, τίς
ἀκακίες καί τούς ὑπερύψηλους εὐκάλυπτους πῶς ἔτυχε νά
τριγυρνάω ἔξω στό δρόμο…Ἐμφανίστηκαν ξαφνικά τά δυό ποδήλατα
ἀπό τίς πέρα γειτονιές. Στό ἕνα ἐκεῖνος, ὁ Στέφανος Φ. ὁ πιό
ζωηρός καί πιό ἄτακτος ἀπ’ ὅλους – ἐπιεικῶς καί τά δύο ἐπίθετα!
Στό ἄλλο δέν καλοθυμᾶμαι: ἤ κάποιο ἀπό τά δίδυμα τά
Κονταράκια ἤ ὁ Λύκος μου.
Πότε κατάφερε νά μέ πείσει γιά μιά βολτίτσα, δέν
κατάλαβα· ἀνέβηκα καί τόν κρατοῦσα σφιχτά, πρώτη φορά
κολλημένη πάνω σ’ ἀγόρι… Λίγα τετράγωνα κι ὅμως: διῶξε τή λύπη παλικάρι, πᾶμε μιά βόλτα στό φεγγάρι…
Ἦταν ἀπό λύπη τόσο ζωηρός, τόσο Ἀκάθιστος,
τόσο διαρκῶς τιμωρημένος ὁ Στέφανος Φ.; Κάθε τόσο
σηκωνόταν ὄρθιος πάνω στά πεντάλια, γύριζε λίγο πρός τό μέρος
μου λέγοντας: μή φοβᾶσαι, κράτα με ἀπό τή μέση γερά…
Ὁ ἀδελφός του μέ κοίταξε σαστισμένος, τώρα πού τόσο ἀργά τόν ρωτοῦσα: τί κάνει ὁ Στέφανος κι ἄν φτιάχνει ἀκόμη τή Μαγική Σιδερώστρα; Τί ἀκριβῶς ἦταν ἡ πατέντα;
— Ἔχασε τό ἀγόρι του σέ αὐτοκινητιστικό, τόν χτύπησε
μετά ἡ ἀρρώστεια…Ἦταν ἀπίστευτα ζωηρός ἀπό πολύ μικρός. Τόσα
ἀδέλφια ἤμασταν, κανείς μας δέν τόν ἔφτανε στίς τρέλες… Πάει ἕνας
χρόνος ἀπό τότε …
— Τά Κονταράκια;
Μοῦ κατέβηκε νά ρωτήσω, μέ το νοῦ μου πίσω ἐκεῖ στό βραδάκι μέ τήν ξαφνική ποδηλατάδα.
Κούνησε ἀρνητικά τό κεφάλι του.
— Καί οἱ δύο;
Κατέβασε τά μάτια του καί ἔγνεψε ἀμήχανα «ναί καί οἱ δυό».
Τότε ἡ ψυχή μου ἀνέβηκε στά χείλη μου:
— Κρατᾶς ἐπαφή μέ τούς περισσότερους, εἶπες. Ξέρεις ποῦ βρίκεται ὁ Λύκος μου. Δέν ἔχω φατσόβιβλο, μόνο email. Πές του πώς τόν ζητάει ἐπειγόντως ἡ Κοκκινοσκουφίτσα του.
Ἴσως ἐκεῖνο τό βράδυ στό ἄλλο ποδήλατο νά μήν ἦταν κάποιο
ἀπό τά Κονταράκια, ἀλλά τό ὀμορφόπαιδο μέ τή βαριά φωνή ἀπό
παιδί. Στή σκηνή τῆς τρίτης τάξης φοροῦσε μιά μεγάλη οὐρά – πῶς
ἦταν κολλημένη στά πισινά του, δεμένη ἀπό τή μέση του, οὔτε
ποῦ θυμᾶμαι…
Ὁ ἀδελφός τοῦ Στέφανου Φ. τά εἶχε χάσει ὁλότελα. Ἧταν
φανερό πώς ἤμασταν σέ ἄλλους χρόνους καί τόπους κάθένας μας,
ἀλλά ἐγώ ἀπτόητη ἐπέμενα:
— Εἶμαι ἡ Κοκκινοσκουφίτσα του καί θέλω ὁπωσδήποτε νά τόν βρῶ. Τόν Χρήστο Ζήτα, τόν Λύκο μου.
Ἀπό κείνη τήν κουβέντα ὥς τώρα σκαρφίζομαι χίλια δυό γιά
νά μειώσω τήν ἀνυπομονησία μου καί ν’ ἀποσπάσω τή σκέψη μου.
Ψάχνω σέ φωτογραφίες, σέ πίνακες: «Ἐμᾶς θά εἶχε γιά μοντέλα
τῶν ἐρωτευμένων του πάνω στό ποδήλατο ὁ Φασιανός», λέω. Ἀλλά
κάθε λίγο ἀκούω τή φωνή μου νά λαχταρίζει: Σέ πόνεσα, ἀλήθεια
σέ πόνεσα!
Ποῦ εἶσαι Λύκε μου;
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Νατάσα Κεσμέτη (Ἀθήνα, 1947): Πεζογράφος. Σπούδασε
Νομικὰ καὶ Ἀγγλικὴ Λογοτεχνία. Πρωτοεμφανίστηκε μὲ τὴν
συλλογὴ διηγημάτων: Τὰ 7 τῆς Ἄρκτου (1972). Τελευταῖα της βιβλία: Ἐξόριστες φωνές. Στοχασμοὶ καὶ ἱστορίες 2006-2012 καὶ IVA. Ἔσοπτρο μυστηριώδους ὀθόνης, Ἁρμός, 2017.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου