Ο
ΦΑΝΑΡΙ ἄναψε πράσινο. Ἔκανε δεξιὰ καὶ βγῆκε στὴν ἐθνικὴ ὁδό.
Κάρφωσε δευτέρα, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη. Ἔπιασε τὰ ἑκατὸν
σαράντα. Τὸ μαῦρο, δίπορτο seat, τὴν ἔκανε καλὰ τὴ δουλειά του.
Τὰ χρώματα γύρω της ἄλλαζαν. Τὸ κίτρινο τῆς ἡμέρας
χανόταν ἀπὸ τὸν οὐρανό. Κοίταξε στὸν καθρέφτη. Εἶχε
ἀπομακρυνθεῖ γιὰ τὰ καλὰ ἀπ’ τὴν Ἀθήνα. Συνέχισε νὰ ἀφήνει
πίσω της ἄσφαλτο. Στὰ δεξιά της τὸ φεγγάρι ἀναδυόταν ἀπὸ τὴ
θάλασσα. Ἑκατὸν ἑξῆντα χιλιόμετρα. Ἄφησε λίγο τὸ γκάζι. Πάλι
ἑκατὸν σαράντα. Ἔπιασε τὸ πακέτο μὲ τὰ τσιγάρα ἀπὸ τὸ διπλανὸ
κάθισμα. Κατέβασε λίγο τὸ παράθυρο, ἴσα νὰ φεύγει ὁ καπνός.
Ξετύλιξε τὸ φουλάρι ἀπ’ τὸ λαιμό. Τὸ ἔβαλε πίσω. Τὸ ἴδιο ἔκανε
μὲ τὰ γυαλιά, ποὺ εἶχε ἀκόμα στὸ κεφάλι της ἀπ’ τὸ πρωΐ.
Ὁδηγοῦσε ἀσταμάτητα. Εἶχε ἕνα ἔντονο αἴσθημα ταραχῆς.
Ἀγωνία γιὰ τὸ αὐριανὸ ραντεβοῦ. Ὁ καινούργιος γιατρὸς καὶ τὰ
φάρμακα ποὺ πρέπει νὰ τοῦ πλασάρει μὲ τὸν καλύτερο τρόπο. Ἦταν
τὸ νούμερο ἕνα στὴν ἑταιρεία. Στὰ τριάντα ἕξι της συνεργαζόταν
μὲ τοὺς μεγαλύτερους γιατροὺς στὴν Ἑλλάδα. Τοὺς κέρδιζε ὅλους,
μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο.
Κατέβασε κι ἄλλο τὸ παράθυρο. Ἤθελε περισσότερο ἀέρα.
Κάπνισε πάλι. Στὰ πεντακόσια μέτρα ὑπῆρχε βενζινάδικο.
Σταμάτησε. Εἶπε στὸν ὑπάλληλο νὰ τὸ γεμίσει καὶ νὰ κοιτάξει τὰ
λάδια. Ἤξερε πὼς χρειαζόταν ἀλλαγή. «Εἶστε ἕτοιμη», εἶπε ὁ
ὑπάλληλος. «Εὐχαριστῶ», εἶπε ἡ Κωνσταντίνα. Δίπλα ἀπὸ τὸ
βενζινάδικο ἦταν τὸ «travel stop». Σημεῖο ἀναφορᾶς γιὰ
νταλικέρηδες, λεωφορεῖα, τουρίστες ἐσωτερικοῦ καὶ
ἐξωτερικοῦ. Παρήγγειλε ἕνα διπλὸ καπουτσίνο μὲ κανέλα σὲ
πλαστικὸ γιὰ τὸ δρόμο. Πῆγε στὴν τουαλέτα. Δὲν εἶχε γυναικῶν
καὶ ἀντρῶν. Μιὰ λεκάνη κοινὴ γιὰ ὅλους. Κάτι τέτοιες στιγμὲς
ἤθελε νὰ εἶναι ἄντρας.
Ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσάντα της ἕνα μωρομάντιλο, καθάρισε τὴν
λεκάνη, κατέβασε τὸ παντελόνι, τὴν κιλότα της μέχρι τὰ
γόνατα καὶ ἔκατσε. Σηκώθηκε, ἔβαλε τὴν κιλότα στὴ θέση της, τὸ
παντελόνι καὶ τράβηξε τὸ καζανάκι. Πῆγε στὸν νιπτῆρα.
Ἔπλυνε καλὰ τὰ χέρια καὶ τὸ πρόσωπο. Μάζεψε τὰ ξανθά της μαλλιὰ
μὲ ἕνα κοκαλάκι ποὺ εἶχε περασμένο στὸν καρπό της.
Κοίταξε τὸν ἑαυτό της στὸν καθρέφτη. Ἔβαλε τὸ χέρι στὴν
κοιλιὰ καὶ τὴν χάϊδεψε. Ἔστριψε τὸ σῶμα της ἀριστερὰ καὶ μετὰ
δεξιά. Ἔψαχνε γιὰ ἀλλαγές. Ἔβγαλε τὸ κινητό. Πληκτρολόγησε
τὸν ἀριθμὸ καὶ ἔβαλε τὸ τηλέφωνο στὸ αὐτί. Χτύπησε τρεῖς φορές.
Δὲν τὸ σήκωσε κανείς. Δὲν περίμενε νὰ χτυπήσει τέταρτη φορά.
Τὸ ἔκλεισε. Ἔτρεξε στὴν λεκάνη. Ἔκανε ἐμετό. Ἔριξε νερὸ στὸ
πρόσωπο. Ἔβγαλε τὸ κραγιὸν καὶ ἔβαψε τὰ χείλη της κόκκινα.
Ἄφησε τὰ μαλλιά της νὰ πέσουν στοὺς ὤμους. Ἔπιασε τὸ στῆθος της καὶ
κανόνισε τὸ σουτιέν. Ἄνοιξε ἕνα κουμπὶ ἀπὸ τὸ πουκάμισο καὶ
βγῆκε ἀπὸ τὸ μπάνιο.
Πῆρε τὸν καφὲ γιὰ τὸν δρόμο. Σὲ μιὰ ὥρα θὰ βρίσκεται στὴ
Λαμία. Μέχρι τις δέκα τὸ βράδυ θὰ βρίσκεται στὸ Βόλο. Ἔβαλε
μπροστὰ τὴ μηχανή. Βγῆκε στὴν ἐθνική. Φυσοῦσε ἕνα ἁπαλὸ
ἀεράκι. Τρύπωνε σὰν κλέφτης μέσα ἀπὸ τὸ παράθυρο καὶ
κουβαλοῦσε μαζί του την ἀλμύρα τῆς θάλασσας τοῦ Ἁγίου
Κωνσταντίνου.
Εἶχε νυχτώσει γιὰ τὰ καλά. Στὰ ἀριστερὰ τοῦ δρόμου τὸ χῶμα
μύριζε ἄνοιξη. Οἱ μικροὶ θάμνοι πάνω στοὺς λόφους, τὸ θυμάρι, ἡ
ρίγανη καὶ ὁ Μάρτης ποὺ μόλις εἶχε μπεῖ. Τὰ χιλιόμετρα ποὺ
ἄφηνε πίσω της. Ἡ μάνα ποὺ ἄφησε πίσω. Τὸ μωρὸ στὴν κοιλιὰ κι
ἐκεῖνος ὁ τύπος στὶς Βρυξέλλες.
Ἄναψε τσιγάρο. Ἑκατὸν πενῆντα χιλιόμετρα. Ἡ μπλὲ
ταμπέλα στὸ δρόμο γράφει, Λαμία. Ἄνοιξε τὸ ράδιο. Ἔπαιζε μόνο
γυφτοτράγουδα ποὺ τὰ ἀκοῦς μετὰ τὸ τέταρτο ποτό. Τὸ ἔκλεισε.
Θυμήθηκε πὼς στὸ ντουλαπάκι εἶχε μιὰ κασετίνα μὲ cd. Ἔκοψε
ταχύτητα, ἔκανε δεξιὰ στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, ἄναψε ἀλὰρμ καὶ
σταμάτησε. Μιὰ νταλίκα τὴν προσπέρασε κορνάροντας. The best
of Miles Davis. Δῶρο ἑνὸς παλιόφιλου ποὺ σύχναζαν μαζὶ στὸ μπὰρ
«Μύλος» στὰ Ἐξάρχεια.
Τὸ ραντεβοῦ μὲ τὸν γιατρὸ ἦταν γιὰ τὴν ἑπόμενη μέρα στὶς δυὸ
τὸ μεσημέρι. Σὲ μισὴ ὥρα θὰ ἔφτανε. Εἶχε κλείσει δωμάτιο στὸ
Xenia Palace. Ὁ Στέφανος θὰ τὴν περίμενε στὸ Grooοve γιὰ ποτό.
Ἦταν συνταξιοῦχος χειρουργός. Ἀπὸ τοὺς λίγους πελάτες ποὺ
ἔγιναν φίλοι. Ὁ Στέφανος ἦταν ἤδη στὸ μπάρ. Παρήγγειλε ἕνα black
μὲ τρεῖς πάγους καὶ περίμενε τὴν Κωνσταντίνα.
Μόλις εἶχε φτάσει στὸ πάρκινγκ τοῦ ξενοδοχείου. Πρὶν
προλάβει νὰ κατέβει, χτύπησε τὸ τηλέφωνο. Εἶχε μήνυμα. «Δὲν
μπορῶ νὰ σοῦ μιλήσω τώρα. Θὰ σὲ πάρω ὅταν ἐπιστρέψω ἀπὸ
Βρυξέλλες», ἔγραφε. Πῆγε στὶς ἐπαφὲς τοῦ τηλεφώνου καὶ
διέγραψε τὸν ἀριθμό. Ἔβαλε τὸ κινητὸ στὴν τσάντα. Βγῆκε ἀπὸ τὸ
αὐτοκίνητο. Ὁ προαύλιος χῶρος τοῦ ξενοδοχείου ἦταν
καταπράσινος. Καλοχτενισμένοι θάμνοι καὶ δέντρα τεράστια
ποὺ σκέπαζαν τὸν οὐρανό. Ἡ βραδιὰ ἦταν ἥσυχη, μονάχα ἡ θάλασσα
ἀκουγόταν. Ἄναψε τσιγάρο. Ἅπλωσε τὰ χέρια της καὶ ἀγκάλιασε
τὸν πλάτανο. Ἔνιωσε τὴν δύναμη τῆς γῆς νὰ χτυπάει στὴν κοιλιά
της. Ἔκλαψε, ἔσβησε τὸ τσιγάρο καὶ κάθισε στὸ χῶμα. Μιὰ
καλιακούδα ἀκούστηκε ψηλά. Τὴν ἔνιωσε στὸ κεφάλι της. Τὴν
κουτσούλησε στὰ μαλλιά. Ἔβαλε τὰ γέλια. Σκούπισε τὰ μάτια καὶ
μπῆκε στὸ ξενοδοχεῖο. Τῆς ἔδωσαν τὸ κλειδὶ κι ἀνέβηκε στὸ
δωμάτιο.
Ὁ Στέφανος πῆρε κι ἄλλο ποτό. Δὲν εἶχε πρόβλημα νὰ εἶναι
μόνος. Προτιμοῦσε νὰ εἶναι μόνος. Ἦταν ἕνας ἥσυχος ἄνθρωπος,
δὲν τὸν ἔπιανε τὸ μάτι σου. Λίγα μαλάκια στὸ κεφάλι, ἄσπρα
γένια, κοιλίτσα καὶ ἑξῆντα πέντε χρόνια στὴν πλάτη. Δυὸ γάμοι,
δυὸ διαζύγια καὶ μιὰ κόρη στὸ Παρίσι γιὰ σπουδὲς ψυχολογίας. Ὁ
καλύτερος φίλος τῆς Κωνσταντίνας. Δὲν ζητοῦσε τίποτα ἀπὸ
ἐκείνη. Κανεὶς δὲν ἤθελε παραπάνω ἀπὸ ὅ,τι μποροῦσε νὰ δώσει ὁ
ἄλλος.
Τὸν πῆρε τηλέφωνο. «Σὲ δέκα λεπτὰ εἶμαι ἐκεῖ», εἶπε,
«ἔπρεπε νὰ λούσω τὰ μαλλιά, μὲ κουτσούλησε ἕνα πουλὶ μόλις
ἔφτασα. Λὲς νὰ εἶναι σημάδι;» «Σίγουρα εἶναι σημάδι. Νὰ πάρεις
ταξί. Θὰ πιοῦμε πολὺ σήμερα.» «Στὸ μυαλό μου εἶσαι. Ἔρχομαι»,
εἶπε ἡ Κωνσταντίνα.
Εἶχαν νὰ βρεθοῦν ἕναν χρόνο οἱ δυό τους. Μὰ κάθε φορὰ ποὺ
βρίσκονταν ἢ μιλοῦσαν στὸ τηλέφωνο, ἡ Κωνσταντίνα τοῦ ἔλεγε
πὼς εἶχε κουραστεῖ. Ἤθελε νὰ παραιτηθεῖ ἀπ’ τὴ δουλειά. Τὰ
τελευταῖα χρόνια δὲν ζοῦσε. Φρόντιζε τὴ μάνα της, ἱκανοποιοῦσε
τοὺς ἐραστές της καὶ προόδευε στὴ δουλειά. «Ὁ χρόνος
λιγοστεύει. Δὲν περνᾶνε τὰ χρόνια, Στέφανε, ἁπλὰ μειώνονται
αὐτὰ ποὺ μᾶς ἀναλογοῦν. Τὸ σὲξ λιγοστεύει, τὸ ποτὸ δὲν μᾶς
μεθάει πιά, μᾶς κάνει μόνο μεθυσμένους.»
Μπῆκε στὸ Grooove. Φοροῦσε ἕνα μαῦρο μεταξένιο φόρεμα,
τακούνια δωδεκάποντα καὶ μιὰ κόκκινη ἐσάρπα στὴν πλάτη.
Ἀγκάλιασε τὸν Στέφανο καὶ ἔκατσε στὸ διπλανὸ σκαμπό. «Τί
πίνεις;», ρώτησε. «Black, ὅπως πάντα», ἀπάντησε. «Πᾶρε ἕνα
μπουκάλι», εἶπε. «Πρὶν λίγο μίλησα μὲ τὸν διευθυντὴ τῆς
ἑταιρείας», εἶπε.
«Καί;», ρώτησε ὁ Στέφανος.
«Παραιτήθηκα!» φώναξε.
«Αὐτὸ θὰ γιορτάσουμε;»
«Ὄχι.»
«Τί;»
«Εἶμαι ἔγκυος!»
«Στὴν ὑγειά μας! Ὁ πατέρας;»
«Δὲν ἔχει πατέρα».
«Ποιανοῦ εἶναι;»
«Εἶναι δικό μου.»
Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγήματων Στὰ βράχια καὶ στὴ θάλασσα (ἐκδ. Γράφημα, 2023).
Εὐθύμιος Λέντζας (Λάρισα, 1986). Ἔχει ἐκδώσει δύο ποιητικὲς συλλογές: Οἱ γυναῖκες ποὺ ἀγαπᾶμε εἶναι θαμμένες στὸν κῆπο (αὐτοέκδοση, 2020). Τὸ Μερίδιο (Θράκα, 2022) καὶ μιὰ συλλογὴ διηγημάτων: Στὰ βράχια καὶ στὴ θάλασσα (Γράφημα, 2023).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου