ΑΘΗΚΕΣ, διάβασε στὸ κινητό του ἐκεῖνο τὸ βράδυ, καθὼς ἀνακάτευε τὶς πατάτες κι ἔπαιζε πιρουνομαχία μὲ τὸν μικρό του γιό. Δὲν σταμάτησε, ἀφοῦ δὲν ἤξερε ἐκείνη τὴ στιγμὴ πὼς αὐτὴ ἡ λέξη θὰ τοῦ ἄλλαζε τὴ ζωή. Ἔτσι γίνεται μὲ τὶς λέξεις. Δὲν ξέρουμε τὸν ἀντίκτυπό τους, μὰ τὸν νιώθουμε μετὰ γιὰ τὰ καλά, βαθιὰ στὰ σωθικά.
Ἡ ἱστορία γνωστὴ τώρα, μὰ τότε οὔτε ποὺ φανταζόταν τί θὰ ἀκολουθοῦσε.
Κοιμήθηκε ἐκεῖνο τὸ βράδυ. Δὲν εἶδε ὄνειρο, δὲν ἔβλεπε τότε ὄνειρα.
Εἶχαν χαθεῖ σὲ μιὰ προηγούμενη ζωὴ ποὺ δὲν ἔζησε. Τὸ πρωὶ σηκώθηκε καὶ κάτι τὸν ἔτρωγε. Σὰν ἐκείνη τὴν αἴσθηση ὅτι κάτι θὰ γίνει καὶ ποτὲ δὲν γίνεται, ἀλλὰ τὸ κάψιμο ἢ ὁ κόμπος στὸν λαιμὸ δὲν φεύγουν ὅλη μέρα. Ἡ δουλειὰ ἐκεῖ πάντα. Τὸ σπίτι στὴν ἴδια θέση. Οἱ σκέψεις του ἐκεῖ ποὺ πάντα πετοῦσαν. Ἐκεῖνος, ὅμως, ἀλλοῦ. Εἶχε κολλήσει στὴ λέξη ποὺ διάβασε τὸ προηγούμενο βράδυ. Ποῦ τὸ ξέρει; Πῶς τὸ ἔνιωσε;Θυμήθηκε τὴν ἱστορία ποὺ εἶχαν γράψει μαζὶ λίγο καιρὸ πρίν, ὅταν εἶχαν πρωτογνωριστεῖ. Τοῦ φάνηκε ὅτι τὴν ἤξερε, ὅτι μάλιστα εἶχε συζήσει μαζί της, κι ἂς ἦταν ἀδύνατο. Ἦταν τὸ πῶς ἔνιωθε δίπλα της ποὺ τὸν ἔκανε νὰ πιστεύει σὲ προηγούμενες ζωές. Μὰ δὲν τολμοῦσε νὰ πεῖ ποτὲ τίποτα, πέρα ἀπὸ κάποια ἀστειάκια καὶ κάποια τηλεφωνήματα. Δὲν τολμοῦσε νὰ ἀφήσει τὸν ἑαυτό του νὰ χαρεῖ κἂν μὲ τὴν ἰδέα ὅτι εἶναι ἐκείνη στὸν ἴδιο χῶρο, κι ἂς ἀνέβαινε ὁ κόμπος καὶ τοῦ ἔσκιζε τὸν λαιμὸ στὴν προσπάθειά του νὰ τὸν κρατήσει, μὴν τυχὸν καὶ πεῖ λέξη.
Χάθηκες, διάβασε στὸ κινητό του ἐκεῖνο τὸ βράδυ καὶ θυμήθηκε ὅτι στὸ μυαλό του ἔγραφε ποιήματα μὲ λέξεις ποὺ εἶχε συλλέξει ἀπὸ τὶς δικές της. «Δὲν ὑπάρχει ζωὴ δίχως ποίηση», τῆς εἶχε πεῖ, ἀλλὰ δὲν ἦταν αὐτὸ ποὺ ταίριαζε τώρα στὴ λέξη ποὺ τοῦ ἔστειλε. Τόσο φτωχὴ καὶ μόνη, μὰ τόσο γεμάτη νόημα.
Χάθηκα ἢ βρέθηκα τελικά, σκέφτηκε καὶ τῆς ἀπάντησε λίγες μέρες μετά: Ἐδῶ θὰ εἶμαι. Τρεῖς λέξεις γιὰ μία δική της, ἔτσι εἶναι ἡ ἀναλογία τους.
Ποῦ; τὸν ρώτησε σχεδὸν ἀμέσως.
Ἐκεῖ ποὺ θέλω.
Ἐδῶ;
Ναί.
Χάθηκες;
Ξέρω ποῦ εἶμαι.
Κι ἀκόμη χάνονται καὶ βρίσκονται, μὲ μίτο τους τὶς λέξεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου