ΦΤΑ
ΧΡΟΝΙΑ πρὶν θάψαμε τὸν παπποῦ, κι ἀπὸ τὰ χέρια τῆς γιαγιᾶς μου
—θυμᾶμαι— γλίστρησε ἡ πρώτη χούφτα γῆς, κι ἀπὸ ἐκείνη τὴ μέρα μὲ
τὸν ἀλλαγμένο ἀέρα —ἐκτὸς ἀπ’ τὸν παπποῦ— ἔβαλε ἀπόφαση γιὰ τὸ
ταξίδι κι ἡ γιαγιά. Οὔτε κουβέντα πιὰ γιὰ τὰ παιδιά της, τὰ
ἐγγόνια της – ὅλο λιγόστευε ἡ γιαγιά. Ἀνάσα της ἡ θύμηση, ἀλλὰ
μαζὶ καὶ πόνος καὶ νανούρισμα. Κανέναν μας δὲν εἶχε ἀνάγκη ἡ
γιαγιά. Μονάχα ποὺ καμιὰ φορὰ γυρνοῦσε στὰ παλιὰ∙ δαγκώνοντας
τὰ χείλια, δάγκωνε τὴν καρδιά της.
Καθημερινὰ παραπονιότανε πὼς τὴν εἴχαμε ξεχάσει.
Τίποτα δὲν ζήταγε ἡ γιαγιά, τίποτε δὲν εἶχε μείνει νὰ
ζηλέψει. Καὶ γιὰ τροφὴ οὔτε λόγος. Λιγάκι μόνο νά ‘χε μιὰ γλύκα
στὸ στόμα∙ μὲ κοφτὲς κουταλιὲς βουτοῦσε στὸ πιάτο μὲ τὴν κρέμα
καὶ ἂς ἔτρεμαν τὰ χέρια σὰν ξερόκλαδα, ἀντὶ γιὰ νερὸ καραμέλες
– ἄλλη τροφὴ δὲν ἦταν γιὰ τὸν οὐρανίσκο της. Τὸ ραδιόφωνο πλάϊ
στὸ αὐτί, νὰ ξεκουφαίνει τὸν τόπο μὲ τὰ Ἠπειρώτικα, τὰ
Βλάχικα, τὰ μπουζούκια καὶ τὰ παλιὰ ρεμπέτικα νὰ τὴ βαραίνουν,
ὅμοια μὲ σταυροκουμπωτὰ σακάκια ξεχασμένα ἀπὸ χρόνια στὴ
ντουλάπα. Ἡ Συννεφιασμένη Κυριακὴ τοῦ Τσιτσάνη νὰ πέφτει
βροχὴ κατακόρυφη στὰ ἀποδεκατισμένα μάτια τῆς γιαγιᾶς καὶ τὰ
μαλλιά της νὰ ἡμερεύουν σὰν γκριζόμαυρη θάλασσα.
«Ποῦ εἶμαι τώρα;», ρώταγε τὴ μάνα μου. «Στὴν πόλη ἢ στὸ
χωριό;». «Στὴν πόλη», ἔλεγε ἡ μάνα μου∙ ἴσιαζε τὰ μαξιλάρια
πίσω ἀπὸ τὸ κεφάλι τῆς γιαγιᾶς καὶ τὴ φιλοῦσε στὸ μέτωπο. Καὶ
κάποιες φορές, μαζὶ μὲ τὰ χείλια ἀπὸ τὸ δέρμα τῆς γιαγιᾶς,
ἔμοιαζαν πὼς ξεκολλοῦσαν κομματάκια ζωῆς ἀπὸ τὰ ἀργὰ σωθικά
της. Ὕστερα ἡ μάνα μου τὴν σκέπαζε ὣς πάνω, ψηλὰ στὸ λαιμό, καὶ ἡ
γιαγιὰ γυρνοῦσε στὸ πλάϊ, μὲ τὸ μέρος τῆς καρδιᾶς πλακωμένο ἀπὸ
τὸ ὑπόλοιπο σῶμα – ἕνα χωμάτινο ὕψωμα μὲ μισόφωτες φωτιὲς
καὶ σκόρπια κόκαλα.
Στὸ δωμάτιο μιὰ παλιὰ πολυθρόνα, ἔβλεπε στὸ παράθυρο∙ τὸ
ταβάνι κουρασμένο στέκονταν πάνω ἀπὸ τὸ ξεχασμένο ἀπὸ τὸ
χρόνο κορμὶ τῆς γιαγιᾶς. Στὴ βεράντα εἶχαν ἀπομείνει κάτι
μικρὰ γλαστράκια – κάποτε ἀνθισμένα κι αὐτά. Ὁ μεγάλος
βασιλικὸς ποὺ βουτοῦσε τὸ κεφάλι της λὲς καὶ προσεύχονταν, μὲ
τόση εὐλάβεια, μὲ τόση ὀμορφιά, ἐκεῖνο τὸ συναίσθημα ζωῆς ποὺ
ἄλλοτε τὴν ἀνέβαζε στὸν οὐρανό, τώρα ἔβγαινε μὲς ἀπὸ τὰ μάτια
της ὅπως σάπιο σάλιο μὲς ἀπὸ γέρικο στόμα.
Κι ὅπως ἔκανα μὲ τὸν παπποῦ τὰ τελευταῖα χρόνια προτοῦ
πεθάνει, ὅταν ἔβλεπα τὴν γιαγιά, πρῶτα τῆς φιλοῦσα τὰ χέρια κι
ὕστερα τὴν ἔπαιρνα στὴν ἀγκαλιά μου. Καὶ τί μυρωδιὰ τὰ χέρια
της... Ζεστὸ ψωμὶ ζυμωμένο σὲ ξυλόφουρνο, σπιτικὴ μαρμελάδα
ροδάκινο, κατσικίσιο τυρὶ μὲ αὐγὰ καὶ ντομάτα. «Πασάκα μου,
πασάκα μου... Νίνιο μου...», ἔτσι μύριζαν τὰ χέρια τῆς γιαγιᾶς
μου. Ὁ πλάστης γιὰ τὶς πίτες στὰ πισινὰ μου —ἦταν πάντα τὰ χέρια
της— ἡ μυρωδιὰ ἀπὸ ἀλεύρι καθὼς μοῦ ζουλοῦσε τὰ μάγουλα. Ἡ
μυρωδιά της ἦταν τὸ κλάμα μου ὅταν μὲ μάλωνε ἡ μάνα κι ἔτρεχα μὲ
τὴν πάνα ἀκόμα νὰ κρυφτῶ στὴ ποδιά της. Σὰν ἀπὸ πάντα, νά ‘ναι
μόνο ἡ γιαγιά μου.
Κάποτε σκέφτηκα πῶς θά ‘ταν κορίτσι κι αὐτή, σωστὴ
κοπέλα μὲ λουλουδάκια στὰ μαλλιά, μὲ τὸ χρῶμα τοῦ κάστανου στὰ
μάτια. Τώρα δά, νὰ ἀνεβῶ στὴν Καρίτσα, στὸ νεκροταφεῖο πίσω ἀπὸ
τὸν Ἱερὸ Ναὸ Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν, μὲ τὰ γόνατα στὸ χῶμα νὰ
φιλήσω τὸ μάρμαρο καὶ νὰ τῆς πῶ: «Στὸ χωριὸ εἶσαι γιαγιά... –
κοριτσάκι στὸ χωριό.» Τώρα δά, γιαγιά, ποὺ πλησιάζουν
Χριστούγεννα καὶ δὲν εἶσαι παρὰ μόνο στὰ ρουθούνια μου. Μὰ καὶ
ποὺ εἶσαι νεκρὴ δὲν πειράζει γιαγιά. Ἔτσι λίγο ἂν τὸ πιστέψω
ἀκόμα, μπορῶ κιόλας νὰ σοῦ πιάσω τὸ χέρι. Κοίτα πῶς τρέχουμε
στὸν πάνω μαχαλᾶ.
Ἡ κυρὰ Λένα ἀνεβαίνει τὴ ράχη φορτωμένη μὲ πράσα στὴν
ἀγκαλιά της. Νὰ κι ὁ μπάρμπα-Γιώργης, ὁ μπαμπᾶς τῆς Κατίνας
καβάλα στὸ μπλάρι. Εἶναι κι ἡ Μαρίκα μὲ τὸν Γιαννούλη, σήμερα
σφάζουνε στοῦ Τάκη Τριανταφύλλου. Θυμήσου γιαγιά: «Παπποῦ
πόσες μέρες εἶναι γιὰ τὰ Χριστούγεννα;» Ἄκου πῶς βελάζει τὸ
ζωντανὸ γιαγιά. Δεμένο ἀπὸ τὰ πόδια, καὶ τόσος κόσμος τριγύρω.
Ὁ παπποῦς Τάκης τοῦ κοπανάει μιὰ μὲ τὸ τσεκούρι στὸ δόξα πατρὶ
καὶ τὸ γουρούνι πέφτει λιπόθυμο∙ καὶ τώρα τὸ αἷμα γιαγιὰ∙ ὁ
μπάρμπα-Γιώργης εἶναι ποὺ τοῦ κόβει τὸ λαιμό.
«Ποιός θὰ πάρει την οὐρήθρα; Ποιός θὰ πάρει την οὐρήθρα;»
Τυχερὸς ὁ Γιαννούλης καὶ τί ὡραῖο μπαλόνι ποὺ ἔφτιαξε ἀπ’ τὸ
γουρούνι – ἄκου γέλια γιαγιά! Κι ὅλο αὐτὸ τὸ κρέας, ἡ θυσία τοῦ
γουρουνιοῦ, πόση χαρὰ σὲ κάθε σπίτι. Αὔριο λένε θὰ σφάξει ὁ
Θανάσης τῆς Εὐθυμίας στὸν κάτω μαχαλᾶ. Καὶ κάθε μέρα εἶναι
γιορτὴ γιαγιά. Ξέρω πὼς τρελαίνεσαι νὰ τρῶς τσιγαρίδες τὸ πρωί,
μὲ τὸ τηγανισμένο λίπος νὰ καταβροχθίζουμε τὰ σταυρόψωμα
καὶ τὰ βλογούδια. Στὰ μπαλκόνια οἱ γυναῖκες ἁπλώνουν τὶς βέργες
πέρα ὣς πέρα, κρεμᾶνε τὰ λουκάνικα γιὰ νὰ στεγνώσουν, ἄλλες
ἀποθηκεύουν τὸ κομματιασμένο κρέας τοῦ γουρουνιοῦ σὲ φτίνα*
μαζὶ μὲ τὸ λίπος του.
Εἶναι μακρὺς ὁ χειμῶνας, γιαγιά, μά κοίτα ἐμένα πῶς μπορῶ
καὶ γελάω, καὶ σ’ ἀγαπάω, καὶ σοῦ κρατάω τὸ χέρι κι ἂς εἶσαι νεκρή
– δὲν πειράζει γιαγιά. Εἶναι Χριστούγεννα στὰ μάτια μου γιατί
πολὺ μὲ κράτησες στὰ χέρια σου. Δὲν πειράζει γιαγιά...
Κοριτσάκι εἶσαι πάλι.
φτίνα* (τυρναβίτικη διάλεκτος)· λεπτὸ πήλινο δοχεῖο στὸ ὁποῖο φύλαγαν γλυκὸ ἢ τουρσὶ ἢ ἔπηζαν γιαούρτι.
Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγήματων Στὰ βράχια καὶ στὴ θάλασσα (ἐκδ. Γράφημα, 2023).
Εὐθύμιος Λέντζας (Λάρισα, 1986). Ἔχει ἐκδώσει δύο ποιητικὲς συλλογές: Οἱ γυναῖκες ποὺ ἀγαπᾶμε εἶναι θαμμένες στὸν κῆπο (αὐτοέκδοση, 2020). Τὸ Μερίδιο (Θράκα, 2022) καὶ μιὰ συλλογὴ διηγημάτων: Στὰ βράχια καὶ στὴ θάλασσα (Γράφημα, 2023).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου