Του Γιάννη Σχίζα
Ποντίκι, 28.12.23
Σ’
αυτήν την περιοχή του νοτιοευρωπαικού χώρου, στο σκηνικό μιας ήπιας συνάντησης
χερσαίας και θαλάσσιας ζωής, ενός κλίματος που έμελε να καταστεί διάσημο και να
παράγει τοπία με εξαίσια φωτεινότητα, η Ιστορία έκλεισε ραντεβού ανάμεσα στους
πολιτισμούς της ανατολικής μεσογείου και σ’ ένα νεοφερμένο πληθυσμό. Ο έρωτας
δεν ήταν κεραυνοβόλος ούτε μεγάλης διάρκειας, ήταν όμως αρκετά γόνιμος ώστε να
υπερβεί τα πρωταρχικά υλικά και να προχωρήσει σε νέες συνθέσεις, καταλήγοντας
εν τέλει σε μια κορωνίδα της φιλοσοφίας : «Παν μέτρον άριστον», « παν το πολύ τη φύσει πολέμιον», «μηδέν άγαν»»……
Απόρριψη της μεγαλοσχημοσύνης
Αυτή η απόρριψη του «μεγαλοϊδεατισμού», της
μεγαλοσχημοσύνης, του στόμφου, της κομπορρημοσύνης απέναντι στη φύση, που δεν
κατέληγε στην στήριξη της μετριοκρατίας, που δεν συνηγορούσε υπέρ του μικρού
και ευτελούς, επρόκειτο να αναχθεί σε
αισθητική άποψη και στάση ζωής.
Οι Αθηναίοι ή Αττικοί – όροι συνώνυμοι στους κλασσικούς και ελληνιστικούς χρόνους – αξίωσαν την
καθολικότητα της έννοιας του «μέτρου» και ονομάτισαν τον αντίποδά του «ύβρη».
Ήταν αυτοί που ανέδειξαν το μεγαλείο του μικρού και την μικρότητα του «μεγαλείου»,
που φωτοδότησαν μικροσυμπεριφορές ως πρότυπα ζωής και αναθεμάτισαν πρακτικές
μεγάλης κλίμακας ως μνημεία ανοησίας. Αυτοί που θα μπορούσαν να ορθωθούν ανάμεσα σε οικολογούντες και αναπτυξιολόγους,
ανοίγοντας διμέτωπο αγώνα –
αντιπαλεύοντας την μελλοντοφοβική νοσταλγία
αλλά και τον μεγαλομανιακό εκσυγχρονισμό, την ταρρίχευση της τρέχουσας
ζωής αλλά και την εκ βάθρων ανάπλασή της. Αυτοί που θα μπορούσαν σήμερα να πουν
: Η ομορφιά δεν βρίσκεται στο μικρό ή στο μεγάλο, αλλά στο
άριστο μέγεθος.
Τον 19ο αιώνα η Αθήνα και η Αττική θα αναδυθούν από την αφάνεια αιώνων και θα αναχθούν σε επίκεντρο του νέου ελληνικού κράτους όχι για χωροταξικούς ή οικονομικούς λόγους, αλλά γιατί αποτελούν μνημειακά αποτυπώματα του αρχαίου πνεύματος. «Αυτή η τυχαία πρωτεύουσα», γράφει το 1854 ο περιηγητής Admond About για την Αθήνα, «δεν έχει ρίζες στη γη. Δεν επικοινωνεί με δρόμους με την υπόλοιπη χώρα. Δεν στέλνει στην υπόλοιπη Ελλάδα τα προϊόντα της βιομηχανίας της…με δυο λόγια, τίποτε δεν θα κρατούσε στην Αθήνα αυτόν τον πληθυσμό των είκοσι χιλιάδων ατόμων, αν η κυβέρνηση μεταφερόταν στην Κόρινθο και σύντομα η Αθήνα θα ήταν τόσο έρημη κι ερειπωμένη όσο η Αίγινα και το Ναύπλιο».
Χιονοστιβάδα της ανάπτυξης
Όσο κι
αν φαίνεται περίεργο η χιονοστιβάδα της ανάπτυξης στον αττικό χώρο θα ξεκινήσει
από την αίσθηση του αρχαίου κλέους, που είναι διάχυτη στους Έλληνες αλλά και στους Βαυαρούς εκσυγχρονιστές. Θα χρειαστούν πολλές
δεκαετίες μέχρις ότου η οικονομία της Αττικής γίνει αυτοδύναμη, αρχικά
δεσπόζουσα και στη συνέχεια πληθωρική, για να αποβεί στο τέλος μια οικονομία
ασφυκτικής υπεροχής απέναντι στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Θα χρειαστούν
καταστροφές και πόλεμοι, ανθρώπινοι ξεριζωμοί μικρότερης ή μεγαλύτερης
βιαιότητας : Το 1922 ο Πλαστήρας θα μπει στην Αθήνα μαύρος, σκονισμένος, σκοτεινός, παλιοντυμένος, αδύνατος, άγριος, με
σφιγμένα δόντια και μάτια όπου έβλεπες την απελπισία – κατά πως γράφει η Πηνελόπη Δέλτα – για να επακολουθήσουν στη συνέχεια τα
κύματα προσφύγων της Μικρασίας και να εκτοξεύσουν σύντομα τον πληθυσμό στα
πρόθυρα του ενός εκατομμυρίου. Τρεις δεκαετίες αργότερα οι νέοι «επήλυδες»
(ξενοφερμένοι) της Αττικής, θα έχουν σαν αφετηρία την προβληματική επαρχία της
κατοχής και του εμφύλιου πολέμου, για να οδηγήσουν ξανά τον πληθυσμό και τις
δραστηριότητες σε νέα ρεκόρ. Οι απογραφόμενοι κάτοικοι θα ξεπεράσουν τα 2 εκατ.
το 1961, για να αυξηθούν το 1971 στις 2.742 χιλιάδες, στις 3.327 το 1981 και το
1991 στις 3.522 χιλιάδες, το δε 2021 θα γίνουν 3814 χιλιάδες, με μια μέση πυκνότητα που είναι
κοντά στις 9830 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Kοντά σ’ αυτούς θα συμβιώνουν οι
άγραφοι κι αδήλωτοι μετανάστες , oι τουρίστες της καλοκαιρινής κυρίως σαιζόν, κι ακόμη οι φίλοι της γενέθλιας επαρχιώτικης
γης, που προτιμούν να απογράφονται στην
περιφέρεια.
Ακύρωση σχεδίων αποκέντρωσης
Σ’ αυτό
το νέο υδροκέφαλο σχηματισμό που θα ακυρώσει σχέδια επί σχεδίων αποκέντρωσης,
που θα τραβήξει σαν μαγνήτης νέες επενδύσεις και δραστηριότητες, το αθηναϊκό
λεκανοπέδιο θα φτάσει σε ακραίες πυκνότητες, της τάξεως των 15000 κατοίκων ανά
τετραγωνικό χιλιόμετρο. Όμως η πραγματική επιβάρυνση του χώρου θα είναι μεγαλύτερη από αυτήν που δίνεται από το
πηλίκο ανθρώπινου πληθυσμού και χωρικής επιφάνειας : Σε αντίθεση με τον παλιό,
ο πληθυσμός της Αττικής των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα, είναι
εδαφοβόρος και περιβαλλοντοβόρος, ζητάει μεγαλύτερους χώρους κατοίκησης, είναι υπερκινητικός, διεκδικεί μεγαλύτερο «ζωτικό χώρο».
Η
δεύτερη κατοικία κοντά στη φύση, που ορθώνεται σαν αίτημα μέσα στις συνθήκες μιας άναρχης και
υποβαθμισμένης αστικής ζωής, θα διασπείρει οικοδομές στην περιφέρεια της
Αττικής, θα εγχαράξει τραυματικές ουλές σε ορεινά και παραλιακά τοπία, θα
καταλύσει γραφικότητες. Η Αττική εκφράζει σε μικρογραφία μια Ελλάδα που έχει
την υψηλότερη αντιστοιχία κατοικιών κατ’ άτομο ή κατά νοικοκυριό στην Ευρώπη
(μιάμιση κατοικία ανά νοικοκυριό). Όπως έλεγε σκωπτικά ο Μανώλης Γλέζος : Ο
Έλληνας θέλει 3 εξοχικές κατοικίες πέραν αυτής που κατοικεί, για να αισθάνεται
ικανοποιημένος !
Παράλληλα
στην Αττική αναπτύσσεται η αυτοκίνηση με εκρηκτικούς ρυθμούς, η κατοχή των ΙΧ
φτάνει μέχρι και σε επίπεδα διπλάσια έναντι άλλων ελληνικών νομών, ενώ τα
διανυόμενα χιλιόμετρα ανά αυτοκίνητο υπερβαίνουν κατά 50% τον μέσο ευρωπαϊκό
όρο. Το έδαφος, οι δρόμοι, τα τοπία, οι εξοχές, οι περιοχές των δύο εθνικών
δρυμών (Πάρνηθας και Σουνίου), οι χώροι μεγάλης οικολογικής αξίας,
καταναλώνονται αλύπητα και ασύστολα. Κι ακόμη καταναλώνονται ανέμελα κι
ανιστόρητα, εκμαιεύοντας έναν πολεοδομικό τραγέλαφο και εξαλείφοντας χώρους
ιστορικούς, υποβαθμίζοντάς τους σε «στοίβες από σπασμένες εικόνες» (Έλιοτ), ακυρώνοντας εκείνην τη
μνημειακότητα που δεν συνιστά νεκροφιλία, αλλά μια
λιτή βιο-σοφία : Σοφία που ψιθυρίζει ότι η ζωή δεν είναι αναλώσιμη στο
βωμό ενός εγωϊστικού παρόντος, ότι η ζωή είναι ερωτεύσιμη. Ότι η αισθητική δεν είναι απλώς μορφή αλλά και ουσία
του κόσμου.
«Ω παρελθόν, σύντριψε τούτη τη φαύλη εποχή! Τόποι επικοί,
εξαχρειωμένοι από απογόνους ανδρείκελα, έτσι σας γνωρίσαμε για πρώτη φορά»…Ο Ελβετός πολεοδόμος,
αρχιτέκτονας και αρχαιολάτρης Λε Κορμπυζιέ, που εκφωνεί αυτήν τη δήλωση το 1911
ύστερα από μια πρώτη επαφή με τον αττικό χώρο, προσφέρει μια φόρμουλα εκ πρώτης
όψεως ανέφικτη κι αδιέξοδη. Όμως στο μέτρο που αυτή η φόρμουλα δεν εκλαμβάνεται
σαν αίτημα «ολικής επιστροφής», σαν αίτημα «αναχλαμύδωσης» και μουσειοποίησης,
μπορεί να αποτελεί συστατικό της λύσης του προβλήματος. Η σκέψη που δεν
αναλώνεται στην τρέχουσα ρουτίνα της πολεοδομικής διαχείρισης, που καταδύεται
στο παρελθόν για να ανασύρει όσα ο Μάρεϊ Μπούχτσιν ονόμαζε «υψηλά κριτήρια
ουρμπανισμού» και που ταυτόχρονα αναπολεί το μέλλον όπως το τελευταίο
διαγράφεται σαν δυνατότητα, με την εφαρμογή νέων πληροφορικών συστημάτων ,
διαχείρισης του δομημένου και του
κυκλοφοριακού χώρου, με τη «χωροπλασία»
ως απάντηση στις υπάρχουσες στενότητες, με νέες μορφές διαχείρισης των εισροών-εκροών
(υλικών, ενέργειας, αποβλήτων κ.λ.π.) στο σώμα της πόλης, μπορεί να είναι γόνιμη, πραγματική διέξοδος
στα αδιέξοδα του παρόντος.
Αυτή η
σκέψη : κοκτέϊλ αρχαίας σοφίας και φουτουρισμού, στοχαστική ως προς τα
τελεσμένα αλλά και μελλοντοδρομική, ρομαντική αλλά και καινοτόμος.
Αποσαφήνιση της ταυτότητας
Οι Αθηναίοι ή Αττικοί είναι υποχρεωμένοι να
αποσαφηνίσουν την ταυτότητα του παρόντος, να αντικαταστήσουν την αποσπασματική έως
παραληρηματική αντίληψη για το χώρο με προτάσεις λιτές, περιεκτικές και
διαυγείς. Να διαγνώσουν τη σημερινή κατάλυση της αστικής περιφέρειας, την
εντροπική διάχυση της πόλης στην
περιαστική φύση, την ιδιωτικοποίηση της εξοχής που καταλήγει στην κατάργηση της
ίδιας της εξοχής. Να διαγνώσουν την κατάλυση των πρωτοβάθμιων αστικών κυττάρων
της γειτονιάς και της συνοικίας, να απογράψουν την υποβάθμιση του «κεντρικού
κέντρου» της Αθήνας αλλά και των περιφερειακών κέντρων, να ερμηνεύσουν την
υπερκινητικότητα του γιωταχιδισμού ως συνέπεια της αποστασιοποίησης των χρήσεων
του χώρου – ένα ιδιόμορφο αστικό big bang. Να συνειδητοποιήσουν την πολεοδομική παχυσαρκία του πρωτεύοντος νομού της
χώρας – που ως πρόβλημα καταχωνιάστηκε στα χρονοντούλαπα της Ιστορίας. Να
κατανοήσουν την αθεράπευτη μικρότητα των μεγαλοδιαχειριστών της πολιτικής, που
αποφασίζουν και «πολεοδομούν» με βάση τον συγκεκριμένο εκλογικό ορίζοντα. Κι
ακόμη, την αβάσταχτη ελαφρότητα των βαρύγδουπων, μεγαλοεργολαβικών ονειρώξεων, που
ήρθαν στην επιφάνεια με την Ολυμπιάδα
του 2004 και που συνεχίζονται.
Οι
πόλεις και τα πολεοδομικά συγκροτήματα συμβαδίζουν
με μια μαζική κοινωνική συνείδηση, που
εκφράζεται με πράξεις ή παραλείψεις. Κι αυτή η συνείδηση, που αντιτίθεται στην
ολική εμφύτευση του μοντέλου του Λος Άντζελες στην Αττική, υπάρχει σήμερα αλλά
όχι σε επαρκείς δόσεις. Υπάρχει σήμερα σαν ψίθυρος για την προστασία της
αστικής περιφέρειας, αυτού του πολύτιμου δακτύλιου γης που οριοθετεί φύση και πόλη. Γιά την διατήρηση της περιαστικής γεωργίας,
των βιοτόπων και των εστιών της φύσης, που κάνουν τον μείζονα χώρο του πολεοδομικού συγκροτήματος πλουραλιστικό
και ελκυστικό. Υπάρχει σαν νοσταλγική
γκρίνια υπέρ της παλιάς γειτονιάς ,που αποτελούσε κύτταρο ζωής με πολλαπλές
χρήσεις - κι όχι απλό άθροισμα
διαμερισμάτων και πάρκινγκ. Υπάρχει σαν ασθενική φωνή υπέρ της «ανακέντρωσης», υπέρ του σχηματισμού
ενός δεσπόζοντος χώρου θαυμάτων στην καρδιά του πολεοδομικού ιστού. Υπάρχει σαν
περιθωριακός λόγος προς όφελος νέων μορφών κυκλοφορίας, που δεν τραυματίζουν
μικροκοινωνίες και περιβάλλον.
Οι ψίθυροι να γίνουν κραυγές
Αυτοί οι ψίθυροι, οι νοσταλγικές
γκρίνιες, οι ασθενικές φωνές, ο περιθωριακός λόγος, πρέπει να γίνουν κραυγές,
να ενορχηστρωθούν σε ένα πολιτικό σχέδιο, να αποκτήσουν μεγέθη «αξιόμαχα». Στην
προκειμένη περίπτωση και πάλι «το μικρό δεν είναι όμορφο» : Γιατί η ομορφιά
βρίσκεται στα κατάλληλα μεγέθη, δηλαδή βρίσκεται εκεί όπου παράγονται ελπίδες,
όπου η «χρυσή τομή» πολιτικής αποτελεσματικότητας και οράματος. Χρειάζεται μια
«κρίσιμη μάζα» δράσης. Και παράλληλα ένα νέο «μέτρο», στα μέτρα του συγκεκριμένου
ιστορικού χρόνου και χώρου….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου