Ὅποιος δὲ γεμίζει
τὸν κόσμο του μὲ φαντάσματα,
μένει μονάχος
(Ἀ. Πόρτσια)
ΝΥΧΤΩΝΕΙ ΝΩΡΙΣ τὸν Νοέμβρη.
Πέντε καὶ μισὴ κι ὅλα εἶναι ἤδη σκοτεινά, ἀλλὰ τὰ φῶτα τῶν δρόμων δὲν
ἔχουν ἀνάψει ἀκόμα. Γιὰ μιὰ στιγμὴ μετάνιωσα ποὺ δὲν εἶπα στὴ μητέρα
μου νὰ ἔρθει νὰ μὲ πάρει. Ντρεπόμουν ὅμως. Δὲν εἶμαι πιὰ μωρό. Μιὰ χαρὰ
μπορῶ νὰ γυρίσω μόνη μου μὲ τὸ λεωφορεῖο.
Μόνο ποὺ νά, κάνει κρύο, οἱ δρόμοι
εἶναι ἄδειοι, τὰ μαγαζιὰ κλειστά, Τετάρτη ἀπόγευμα. Μόλις σταμάτησε
ἡ βροχή. Κανένα αὐτοκίνητο δὲν περνᾶ. Ψυχὴ στὴ στάση. Ἢ ἔτσι μοῦ
φαίνεται. Ἕνας ἀνεπαίσθητος θόρυβος μὲ κάνει νὰ κοιτάξω πιὸ προσεκτικὰ
καὶ τελικὰ κάποιος εἶναι στὰ σκαλιὰ τῆς πολυκατοικίας. Δὲν μπορῶ
νὰ δῶ τὸ πρόσωπό του, τὸ κρύβει μιὰ κουκούλα.
Τὸ λεωφορεῖο ἀργεῖ. Τώρα βρῆκε
κι αὐτό! Τὸ παγκάκι δίπλα ἀπ’ τὴ στάση εἶναι βρεγμένο κι ἔτσι στέκομαι
ὄρθια προσπαθώντας νὰ μὴν κοιτάξω πίσω μου, πρὸς τὴν πολυκατοικία
καὶ τὸν περίεργο ἄντρα. Τί γυρεύει ἐκεῖ; Δὲ φαίνεται νὰ περιμένει
τὸ λεωφορεῖο. Μήπως ἁπλὰ περιμένει τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ νὰ
μοῦ ἐπιτεθεῖ καὶ νὰ μὲ κλέψει; Μήπως εἶναι κανένας ναρκομανής; «Τὰ
μάτια σου δεκατέσσερα» μὲ εἶχε προειδοποιήσει ἡ μαμά, «μὴν πλησιάζεις
ποτὲ τέτοιους τύπους!». Ποῦ ξέρεις, ἂν δὲν τὸν κοίταζα μπορεῖ
καὶ νὰ ἐξαφανιζόταν...
Τὰ φῶτα ἑνὸς αὐτοκινήτου φάνηκαν
ἀπὸ μακριά. Σηκώνομαι ἀνυπόμονα καὶ πλησιάζω πρὸς τὸν δρόμο. Εἶναι
ἕνα φορτηγὸ τελικά. Δὲν ἄντεξα στὸν πειρασμό. Γυρνῶ νὰ κοιτάξω τὸν
ἄντρα ποὺ τώρα διακρίνεται καθαρά. Τὰ ροῦχα του εἶναι κάπως τριμμένα,
τὰ παπούτσια του βρώμικα. Τὸ κεφάλι του εἶναι σκυμμένο, ἀλλὰ ἡ κουκούλα
ἔχει πέσει πρὸς τὰ πίσω κι ἔτσι πρόλαβα νὰ δῶ τὰ μαῦρα του μακριὰ μαλλιά.
Εἶναι πολὺ ἀδύνατος καὶ τὸ μπουφάν του δὲν εἶναι καὶ τόσο χοντρό. Θὰ
κρυώνει, ἴσως γι’ αὐτὸ εἶναι ἔτσι κουλουριασμένος.
Τὰ φῶτα στὸ δρόμο ἔχουν ἀνάψει
πιά. Κοιτάζω τὸ ρολόι μου. Ἔχουν ἤδη περάσει δέκα λεπτά, δὲ γίνεται
σὲ λίγο θὰ ἔρθει τὸ 046. Μερικὲς φορὲς ἀργεῖ πολὺ βέβαια, ἀκόμα καὶ
μισὴ ὥρα. Ἀνασαίνω μὲ ἀπόλαυση τὴ μυρωδιὰ τοῦ βρεγμένου χώματος
ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸ κοντινὸ παρκάκι.
Ξαφνικὰ μιὰ μελωδία ἀκούστηκε,
τόσο γλυκιὰ καὶ ἁπαλή, σὰν παιδικὸ νανούρισμα. Γυρίζω σιγὰ σιγὰ
καὶ τὸν κοιτάζω. Εἶναι ὄρθιος τώρα, μὲ τὴν πλάτη του στὸν τοῖχο καὶ
παίζει φυσαρμόνικα. Γιὰ μιὰ στιγμὴ τὰ βλέμματά μας διασταυρώνονται,
ἀλλὰ μετὰ πάλι αὐτὸς κατεβάζει τὰ μάτια.
Τώρα παίζει κάτι σὰν βάλς. Κλείνω
τὰ μάτια καὶ ἀφήνομαι στὴ μουσική του. Τὸν βλέπω νὰ σηκώνεται, νὰ μὲ
παίρνει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ νὰ στροβιλιζόμαστε χορεύοντας στὴ μέση τοῦ
δρόμου σ’ ἕναν σκοπὸ ποὺ παίζει μόνο γιὰ μᾶς. Δὲν ὑπάρχει τίποτα πέρα
ἀπὸ ἐμᾶς. Μὲ σφίγγει στὴν ἀγκαλιά του καὶ νιώθω τὴν ἀνάσα του στὸ
πρόσωπό μου, τὰ μάτια του νὰ κοιτοῦν μονάχα ἐμένα.
Παραλίγο νὰ χάσω τὸ πολυπόθητο λεωφορεῖο. Τελευταία
στιγμὴ πρόλαβα. Κάθομαι πλάι στὸ παράθυρο καὶ κοιτάζω ἔξω. Δὲν εἶναι
πουθενά.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Δήμητρα Γεράση
Γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε στὴν Ἀθήνα. Σπούδασε
φιλοσοφία, παιδαγωγικὴ καὶ ψυχολογία στὸ ΕΚΠΑ καὶ ἐργάζεται
στὴ δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση. Ἀσχολεῖται μὲ τὴ μετάφραση κυρίως
γαλλικῶν κειμένων. Ἔχει δημοσιεύσει ἕνα διήγημά της στὸ ἠλεκτρονικὸ
περιοδικὸ “κουκιδάκι”.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου