Πάνω στην Ακρόπολη, μέσα στη σιωπηλή αγκαλιά του τοπίου τούτου που τινάχτη από την προϊστορία, υψώνεται ένας λόγος περίπαθος, σχεδόν μια κραυγή, μια βοή σύντομη, ακέραιη, βίαιη, συμπαγής, βαριά, σουβλερή, κοφτερή, αποφασιστική: το μάρμαρο των ναών φέρει την ανθρώπινη φωνή
Le Corbusier, 1935 *
Eκατοντάδες
τουρίστες συσσωρεύονται μπροστά στην είσοδο της Ακρόπολης, παρά τον καύσωνα που
επικρατεί
Ειδήσεις, Ιούλιος 2023
Woody Allen, συναυλία στο Ηρώδειο , 9.9.23
Του Γιάννη Σχίζα
Τη νύχτα, μέσα στη κατάσταση του ημίφωτος, τότε που οι
λεπτομέρειες αποδυναμώνονται μπροστά στην ολότητα και η ασάφεια αποβαίνει δημιουργική, ο μεγαλειώδης βράχος της Ακρόπολης
διεγείρει τον ιστορικό στοχασμό
για μια από τις μεγαλύτερες περιπέτειες
που βιώθηκαν ποτέ - την περιπέτεια του κλασικού πνεύματος. Η
Ακρόπολις είναι εδώ , σε ένα νέο πολεοδομικό περίγυρο αλλά θαυμαστή
όσο και στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν ο Σίγκμουντ Φρόϋντ , «κριτικός»
επισκέπτης της Αθήνας (1904) και επιφυλακτικός απέναντι στην
ελληνολατρεία του γερμανικού
λόγου, σημείωνε στο ημερολόγιό του : «Ώστε όλα αυτά υπάρχουν πραγματικά , όπως
τα μάθαμε στο σχολείο»...
Η Ακρόπολις ήταν εκεί, ως ερειπιώνας μέσα στο σκληρά δοκιμασμένο μετεπαναστατικό τοπίο του 19ου αιώνα, με τα ίχνη των μαχών και της φωτιάς έκδηλα για αρκετές δεκαετίες, ως την εποχή της φωτογραφίας. Με τις διακριτικές εγχαράξεις των μαρμάρων της από τους ξένους περιηγητές – τότε που δεν είχαν σπρέϋ ή μηχανικά μέσα – με το μικρό μουσουλμανικό τέμενος κατεδαφισμένο από τους εξεγερμένους, με την απειλή ενός ανακτορικού οικοδομήματος που σχεδίαζε δίχως ευτυχώς να πραγματοποιήσει ο Όθων , πρώτος βασιλιάς της χώρας. Σε αυτό το κακοφορμισμένο τοπίο, μια ήσυχη νύχτα του Δεκεμβρίου 1833 , ο καθηγητής Πανεπιστημίου και αρχαιολόγος Λουδοβίκος Ρος θα τοποθετήσει πυρσούς και θα φωτίσει τα ένδοξα ερείπια, σκορπίζοντας συγκίνηση στους λιγοστούς Αθηναίους. Και το 1867, όταν ο Αμερικανός λογοτέχνης Μαρκ Τουαίην έλθει στην ελληνική πρωτεύουσα και βρει την Ακρόπολη κλειστή λόγω εργασιών αναστήλωσης, θα φτάσει στο σημείο να δωροδοκήσει κάποιους φύλακες για να ανέβει στον Ιερό βράχο τη νύχτα, με οδηγό το φως του φεγγαριού. Και θα μιλήσει στη συνέχεια για τα Προπύλαια, τον μικρό ναό της Αθηνάς και τον Παρθενώνα, «ως τα ευγενέστερα ερείπια που είχε δει ποτέ....»
Αυτή η Ακρόπολη λεηλατήθηκε από τον
Έλγιν, όπως τα έργα της αφρικανικής τέχνης λεηλατήθηκαν από τους Βέλγους, οι
Αιγυπτιακοί σαρκοφάγοι και η «Νίκη της
Σαμοθράκης» από τους Γάλλους, οι θησαυροί των ιρακινών μουσείων από τους πλιατσικολόγους της «Νέας Τάξης» το 2003. Σήμερα πλέον, έπειτα
από μια μακρά ιστορία, έπειτα από την καταγγελία του Λόρδου Βύρωνα στην «Κατάρα
της Αθηνάς», έπειτα από το πρώϊμο αίτημα
επιστροφής των ελγινείων από το ελληνικό
κράτος του 1833 και μέχρι τις ημέρες μας, το ζήτημα της αποικιοκρατικής
καταλήστευσης και της επιστροφής των
πολιτιστικών θησαυρών στις ανά τον κόσμο κοιτίδες τους, αποδεικνύεται ολοζώντανο. Στη προκειμένη
περίπτωση της Ακρόπολης, η «Επιτροπή για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα» (www.marblesreunited.org.uk)
συντονίζει τη δράση πολλών ατόμων και προσωπικοτήτων.
ΕΝΑ ΑΝΤΑΞΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Η
Ακρόπολη έχει πλέον το Μουσείο
της Ακρόπολης για μια αποτελεσματική ανάδειξη και συντήρηση των αρχαιοτήτων, κι
ακόμη έχει έναν σχετικά ανεκτό
πολεοδομικό περίγυρο, από τον οποίο όμως δεν λείπουν τα προβλήματα. Η συνοικία
της Πλάκας υπόκειται στην αειφορική απειλή των επιχειρηματιών της αναψυχής, που
έχουν ως πάγια στόχευση τη μετατροπή της περιοχής σε συμβατικό και
μονολειτουργικό «διασκεδασοχώρο» - κάνοντας
την εγρήγορση πολιτιστικών φορέων και ιδιαίτερα της «Ελληνικής Εταιρίας» κάτι παραπάνω από απαραίτητη. Ο πεζόδρομος
της οδού Διονυσίου του Αρεοπαγίτου διαπερνάται συχνά από μηχανοκίνητους αλήτες, όπερ αποδεικνύει ότι η συντήρηση μιας κοινωνικής
υποδομής (στη προκειμένη περίπτωση του πεζόδρομου...) παράγει πολύ λιγότερη
δόξα σε σχέση με τον εγκαινιασμό της, και σαν τέτοια δεν επισύρει τη προσοχή της δημοτικής ή κάθε
άλλης εξουσίας...
Το 1966
ένα από τα αντεπιχειρήματα στην ανέγερση του «Πύργου των Αθηνών» στους Αμπελόκηπους, αναφερόταν
στην ανταγωνιστική σχέση του συγκεκριμένου όγκου με τον όγκο της Ακρόπολης –
παρά την μεταξύ τους απόσταση ! Στη δεκαετία του 1990 υπήρξε ομάδα αρχιτεκτόνων
και ακτιβιστών(Γ.Χαϊνης, Ν.Σιαπκίδης, Ε.Πορτάλιου, Μ.Ευαγγελίδου,Γ. Σχίζας κ.ά)
που αντιτίθονταν στην χωροθέτηση του Μουσείου της Ακρόπολης και ζητούσαν τη χρησιμοποίηση
του κτιρίου Φιξ επί της Συγγρού, με κύριο επιχείρημα την ασυμβατότητα του όγκου
του Μουσείου στο χώρο Μακρυγιάννη με την Ακρόπολη. Τα πράγματα όμως ήλθαν όπως
ήλθαν, και οι επιλογές έγιναν όπως έγιναν. Πολλοί και διάφοροι έσπευσαν να αναφερθούν
στην διαχρονική υποστήριξη του μνημείου της Ακρόπολης από τον εγχώριο πληθυσμό,
ακόμη και σε συνθήκες χριστιανικού
φανατισμού, και παρά την – ιστορικά επιβεβαιωμένη - επιθετική σχέση της «νέας θρησκείας» προς τα
πολιτιστικά δημιουργήματα υπό συνθήκες Δωδεκαθέου. Η λογοκριτική παρέμβαση πάνω σε ένα ενημερωτικό
φιλμάκι του Κώστα Γαβρά , που υπαινισσόταν τον κατατρεγμό του μνημείου
από ρασοφόρους, προκάλεσε μια σημαντική
δημόσια αντιπαράθεση, παρακάμπτοντας κατά κάποιο τρόπο το ζήτημα της
ενεστώσας διαχείρισης και της προστασίας του περί την Ακρόπολη
χώρου. Αυτό με τη σειρά του αποδυνάμωσε τη προβληματική για ορισμένες πτυχές του ζητήματος , που αναφέρονταν στον περίγυρο
του Μουσείου της Ακρόπολης. Δηλαδή στον περιβάλλοντα, άκτιστο χώρο....
ΓΙΑ ΟΛΑ
ΦΤΑΙΕΙ ΤΟ ΓΚΑΖΟΝ
Για το χώρο αυτό επιλέχθηκε αρχικά το γκαζόν, έτσι για να θυμόμαστε ότι
είμαστε η χώρα που συχνά θέλει να είναι κάτι άλλο από ό,τι
είναι . Που συχνά εγκαθιστά
γήπεδα γκολφ ή εξοχικά σπίτια με φοίνικες και ιτιές οι κλαίουσες, πάνω σε επιφάνειες απίθανων κατσάβραχων . Στο διάλογο που
επακολούθησε ο δασολόγος Ηλίας Αποστολίδης παρέπεμψε στον
αείμνηστο Γιώργο Ντούρο , που είχε
διαπιστώσει ότι οι Αμερικανοί αναστηλωτές της Αρχαίας Αγοράς είχαν φροντίσει να
βρούν «γηγενή είδη» για τις εκεί
φυτεύσεις . Και ένας ακόμη γνωστός
επιστήμονας, ο Σταμάτης
Σεκλιζιώτης (Γεωπόνος ΑΠΘ. Δρ. Αρχιτέκτων Τοπίου) προέβη σε
σφαγήν δια του βάμβακος αξιοποιώντας τον
χώρο της εφημερίδας «Καθημερινή»(24.7.09).
Έγραφε ο Σεκλιζιώτης σε επιστολή του :
Η
επιβλητική αρχιτεκτονική .. φυσιογνωμία(του Μουσείου), ο «ασυμβίβαστος» όγκος
του κτίσματος με τη γύρω κλίμακα πόλης και ο ρόλος του σαν πολιτιστικό σημείο
αναφοράς, επέβαλλαν την ανάγκη να σταθεί μοναχικά σε «κενό» αστικού ιστού και
με επαρκή «ανοικτό χώρο buffer», που θα το αναδεικνύει, αλλά και θα το
διαχωρίζει διακριτά από την παλαιοαστικό «πολυκατοικιακό» χαρακτήρα της
περιοχής. Σε αυτήν τη λογική της «επιβεβλημένης» κυριαρχίας του νέου Μουσείου
στο πολεοτοπίο (townscape) μιας πυκνοδομημένης Αθήνας, ο ελεύθερος χώρος
«περίβολος» απαιτεί τη δική του λιτή και συμβολική φύτευση προς διατήρηση του
απαιτούμενου διαχωριστικού κενού ασφαλείας (buffer) από τον παλιό περίγυρο
πόλης, χωρίς υπερβολές τυχαίου πρασινισμού και κηποτεχνικών «κιτς».
Τι
θα μπορούσε κανείς να πει πέρα από αυτή τη προσέγγιση; Λαμβανομένων υπόψη των
εξελίξεων στο αστικό, περιαστικό και ιδιαίτερα στο τουριστοκεντρικό τοπίο,
διαπιστώνεται η εμμονή του ελληνικού νεοπλουτισμού και «καθωσπρεπεισμού» στο γκαζόν, και δη παντού και «υπεράνω όλων»(Umber alles) – δηλαδή υπεράνω ξηρών,
ερημικών, ιστορικών και άλλων δαπεδοτοπίων !
Βεβαίως το γκαζόν σε αυτά τα
σκηνικά δεν είναι
«τελεσίδικο», όσο ένας κτιριακός όγκος , όμως ο
αισθητικός Μιθριδατισμός της
κοινωνίας, είναι κάθε άλλο παρά αμελητέος...
**LeCorbusier , «Κείμενα για την Ελλάδα», σε
μετάφραση Λήδας Παλλάντιου, Εκδόσεις
ΑΓΡΑ, Αθήνα 1987
*** Τα
ιστορικά στοιχεία αναφέρονται στο έργο του υποφαινόμενου «Αττική», εκδ.
ΣΑΒΒΑΛΑ, Αθήνα 1996
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου