ΕΤΣΙ, ὁ Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ κέρδισε τὸ βραβεῖο
Μποῦκερ. Ἔγινε ὁ πρῶτος Βούλγαρος συγγραφέας ποὺ κερδίζει τὸ διεθνὲς
βραβεῖο Μποῦκερ, ὁ πρῶτος ποὺ ἦταν ἔστω ὑποψήφιος. Οἱ Βούλγαροι, ἕνας
ὑποτιμημένος λαός, πῆραν μ' αὐτὸ τὸν τρόπο τὴν ἐκδίκησή τους. Δὲν
ἔχω διαβάσει τὸ βιβλίο του, τὸ περίφημο Χρονοκαταφύγιο, ἔχω ὅμως διαβάσει
ὅλες τὶς βιβλιοκριτικὲς ποὺ μπόρεσα νὰ βρῶ online σὲ ὅσες γλῶσσες
ξέρω: ἑλληνικά, ἀγγλικά, ἰταλικά. Στὶς ἐφημερίες, τὴν ὥρα τῆς
ξεκούρασης, ἀντὶ νὰ πάρω μιὰ ἀνάσα, ἔβλεπα βιντεάκια του στὸ
youtube. Τὸ συνηθισμένο του μοῦτρο, τὸ πονηρὸ χαμόγελό του, τὰ γένια
τῶν τριῶν ἡμερῶν... Μὲ τὸν καιρό, ὅσο γιγάντωνε ἡ διαδικτυακὴ του
παρουσία, τόσο κολλοῦσα μὲ τὸν Γκοσποντίνοφ. Ἔβρισκα ἴχνη του παντοῦ,
σὲ συνεντεύξεις, σὲ λογοτεχνικὰ φεστιβάλ, ἀκόμα καὶ σὲ papers γιὰ
τὴν ἄνοια. Μὲ λίγα λόγια, ἔπαθα ἐμμονὴ μὲ τὸν Γκοσποντίνοφ. Στὸ μεταξύ
τὸ καλοκαίρι προχωροῦσε καὶ τὸ νοσοκομεῖο γέμιζε μὲ τὶς ἐποχικὲς
ἰώσεις. Κάποτε νοσηλεύαμε στὴν Παιδιατρικὴ ἕνα Βουλγαράκι μὲ ἐμετούς.
Τὸ ἔλεγαν Γκοσποντίνοφ. Ἔπλαθα διάφορα σενάρια στὸ μυαλό μου, ὥσπου
στὸ τέλος βρῆκα τὸ θάρρος καὶ πλησίασα τοὺς γονεῖς: «Κυρία καὶ κύριε
Γκοσποντίνοφ» εἶπα «γνωρίζετε ἕναν διάσημο συγγραφέα, τὸν Γκεόργκι
Γκοσποντίνοφ; Μήπως εἶστε τίποτα συγγενεῖς;» «Πρώτη φορὰ τὸν ἀκοῦμε»
μοῦ ἀπάντησαν οἱ Γκοσποντίνοφ μὲ ἕνα στόμα. «Τὸ Γκοσποντίνοφ εἶναι
πολὺ συνηθισμένο στὴ Βουλγαρία. Ἔχουμε ποδοσφαιριστές, ἠθοποιούς,
μουσικούς, δημοσιογράφους, πολιτικούς. Ὁ μητροπολίτης Φιλιππούπολης
κρατάει ἀπὸ τὸ σόι μας. Ἀλλὰ συγγραφέα Γκοσποντίνοφ;» «Μὰ εἶναι
δυνατόν», ἐπέμεινα. «Ὁ Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ εἶναι διάσημος σ' ὅλο
τὸν κόσμο. Κέρδισε, μάλιστα, τὸ Μποῦκερ.» «Τί νὰ σοῦ πῶ, γιατρὲ» εἶπε
ὁ κύριος Γκοσποντίνοφ κοιτάζοντάς με σὰν νὰ ἤμουν παράφρονας. «Τέτοιο
συγγραφέα πρώτη φορὰ ἀκοῦμε.» Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀκούστηκαν σειρῆνες
ἀσθενοφόρου καὶ σὲ λίγο φάνηκε στὸ βάθος τοῦ διαδρόμου ἕνα φορεῖο
ποὺ τὸ ἔσερναν δύο τραυματιοφορεῖς. Ἕνας τρίτος, γονατιστὸς πάνω
ἀπὸ τὸν ἀσθενῆ, ἔκανε ΚΑΡΠΑ. «Ἀνοῖξτε» φώναξαν κι ἀμέσως παραμερίσαμε
νὰ περάσουν. Πράγματι, πέρασαν ἀπὸ δίπλα μας μὲ ἰλιγγιώδη ταχύτητα.
Ὁ ἀσθενὴς ἦταν κάτωχρος, νέος ὁ καημένος, καὶ τὸ κεφάλι του πήγαινε
πέρα-δῶθε. Ἦταν φτυστὸς ὁ δὲ λέω ποιός.
Ὁ Μανόλης Σαμωνάκης ζεῖ στὴ Σητεία μὲ
τὴν οἰκογένειά του. Ἐργάζεται ὡς Παιδίατρος. Εἶναι φανατικὸς ἀναγνώστης.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου