ΙΣΩΣ νά ἦταν ἕνας ἀκόμη ἀσήμαντος
ἄνθρωπος πού ἔβρισκε παρηγοριά σέ ἀκατανόητες φράσεις διατηρώντας
τήν αὐταπάτη πώς ἔχει ἕνα ὄνομα πού πρέπει νά τό ὑπερασπίζεται
ὥς τήν τελευταία του ἀναπνοή. Καί πράγματι λίγο πρίν τήν στερνή
του ἀνάσα, γύρισε κι εἶπε μέ στεντόρια φωνή στόν παλιό του φίλο
«Κράτα τ’ ὄνομά μου ψηλά!».
Ἄλλες αἰνιγματικές κουβέντες
πού ἔμοιαζε νά τόν ἱκανοποιοῦν, τίς ἔλεγε χαμογελώντας κι ἁπλώνοντας
τά χέρια στίς πλατιές λουρίδες πολύχρωμο φῶς πού περνοῦσε μέσα ἀπό
τά τζαμιλίκια τῆς τραπεζαρίας τοῦ σπιτιοῦ του. Ἀλλά κι ὅταν πήγαινε
νά βρεῖ τή φίλη του τήν παλιά ἠθοποιό δίπλα στό συντριβάνι ὅπου
τούς ἔλουζε τό θάλπος μιᾶς γεναριάτικης μεσημβρίας, πάλι ἔβρισκε
εὐκαιρία νά τίς ἐπαναλάβει.
Τί ἤθελε νά πεῖ; Πώς δέν εἶχε ἀνάγκη
ἀπό τίς λέξεις; Πώς εἶχε γλιτώσει ἀπό τά ὀνόματα; Πώς μέσα του
κρουνίζει σάν τό συντριβάνι ἕνα νόημα πλῆρες ἀπό εἰκόνες καί αἰσθήματα
λουσμένα στή σιωπή;
Ἤ ἀντίθετα πώς στό κέντρο τῆς
ὕπαρξής του εἶχε ἐγκατασταθεῖ μιά πολύλαλη ἡσυχία; Ἀλλά τότε
γιατί φώναξε μέ στεντόρια φωνή «Κράτα τό ὄνομά μου ψηλά»;
Κάποτε εἶναι ἀλήθεια πώς εἶχε
δημοσιεύσει μερικά καλά ποιήματα ἀπό τά ὁποῖα μερικά θεωρήθηκαν
ὑποδείγματα τοῦ εἴδους τους καί συζητήθηκαν πολύ. Κάποτε εἶχε
ἀγαπηθεῖ ἀπό ἕνα μικρό ἀλλά πιστό ἀναγνωστικό κοινό, μέ δυό λόγια,
ἄν ἦταν ἕνας ὁποιοσδήποτε ἄλλος ἄνθρωπος πού εἶχε ἀναλώσει ἀλλιῶς
τή ζωή του, ἡ πρόταση μπορεῖ νά ἀκουγόταν καί σάν παραδοξολογία
– τίποτα παραπάνω ἀπό τό καπρίτσιο κάποιου νά ξεφουρνίσει μιά
διανοουμενίστικη ἤ ἀκόμα χειρότερο "κουλτουριάρικη ἐξυπνάδα".
Ἀλλά αὐτός πού ἔζησε τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς του ὥς τό σημεῖο
νά γίνει ἐρημίτης "ἐνώπιόν τους μόνον", τί μποροῦσε νά ἐννοεῖ
ἐπιμένοντας πώς τό «ποίημα
πιά πραγματοποιεῖται μέσα του»;
Τόν ἐπισκεπτόταν μιά ἄφωνη
Διοτίμα; Ἤ πώς ἔφτασε σέ μιάν ψυχική ἀνύψωση ὅπου ἡ Μούσα καί ἡ
χαρά τῆς παρουσίας της διώχνει κάθε ἀπόπειρα καταφυγῆς στόν λόγο;
Εἶναι τόσο ἡδύ αὐτό πού τοῦ συμβαίνει ὥστε δέν μπορεῖ νά ἀρθρώσει
καμιά λέξη; Πορεύεται ἤδη μέσα σέ ἄρρητα ρήματα τῶν ὁποίων δέν
δύναται νά κάνει ἄλλους κοινωνούς; Ἤ ἀφήνει, χωρίς κι ὁ ἴδιος νά
τό ἐπιδιώκει, μιά παρακαταθήκη γιά τούς ἄσωτους τῆς ἐφήμερης
φλυαρίας πώς ἡ πραγματο
π ο ί η σ η εἶναι βαθιά ἐσωτερική; Μιά κίνηση, μιά πράξη
πού ἀνατέλλει καταυγάζοντας τόν καιρό μιᾶς κρυμμένης ἡμέρας;
Ἡ ἀποτραβηγμένη ἠθοποιός τόν κοίταζε λυπημένα,
γιατί σ’ αὐτήν ἔλειπε ἀφόρητα ἡ σκηνή, τό ρεπερτόριο, ὁ σκηνοθέτης...
Πρωτίστως ἡ φωνή της νά τινάζεται ἀπό τό λαρύγγι κρουνίζοντας
στό ἠχεῖο τοῦ στόματός της.
«Δέν εἶμαι συνθέτης», ἀπαντοῦσε
μετά ἀπό ὥρα καμιά φορά, «γιά νά σέ κατανοήσω. Εἶμαι μόνον ἕνα ὄργανο,
σωπασμένο πιά.»
«Ἐσύ εἶσαι ὁ τυχερός», ἔλεγε
ἀκόμα. Κι αὐτός τέντωνε πάλι τά χέρια του πρός τή γεναριάτικη
φεγγοβολή πού διαρκεῖ λίγο ἀλλά, ὥσπου νά φτάσει στό ζενίθ της,
προχωρεῖ ἀπό ἔνταση σέ ἔνταση, καί χαμογελοῦσε ἱκανοποιημένος.
«Μή φεύγεις» ἔμοιαζε νά λέει
: «Μή φεύγεις φῶς μου.»!
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Νατάσα Κεσμέτη (Ἀθήνα,
1947): Πεζογράφος. Σπούδασε Νομικά καί Ἀγγλική Λογοτεχνία. Πρωτοεμφανίστηκε
μέ τήν συλλογή διηγημάτων: Τὰ
7 τῆς Ἄρκτου (1972). Τελευταία της βιβλία: Ἐξόριστες φωνές. Στοχασμοί
καί ἱστορίες 2006-2012, Ἐρωτήματα σέ ἀνάλγητους καιρούς (Παρασκήνιο,
2018) καί IVA. Ἔσοπτρο μυστηριώδους
ὀθόνης (Ἁρμός, 2017).
Εἰκόνα: Ὁ
Φιλόσοφος. Σιωπή. Πίνακας (1940) τοῦ Nicholas Roerich
(Николай Рерих, Ἁγία Πετρούπολη, 1874-Παντζάμπ, Ἰνδία, 1947).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου