ΧΕΔΟΝ πάντοτε, κάθε φορὰ ποὺ ἔβγαινα
μὲ τὴ φίλη μου, μόνος ἢ μὲ τὴν παρέα μου, ὅπου κι ἂν πήγαινα, ἀπὸ τὸ
πιὸ ἀκριβὸ ρεστοράν, ἂς ποῦμε τὸ «Μπελβεντέρε», μέχρι τὸ πιὸ φτωχομάγαζο,
ὅπως τὸ «Κράμα», παντοῦ τὴν ἔβλεπα. Ἔσερνε τὰ πόδια της στὸ χιόνι,
χωμένη μέσα σ' ἐκεῖνο τὸ παλιὸ καὶ φθαρμένο παλτό, ποὺ ὡστόσο διατηροῦσε
κάτι τὸ ὁποῖο πρόδιδε τὴν εὐγενική της καταγωγή. Ἦταν τυλιγμένη
μ' ἕνα τεράστιο γκρὶ κασκὸλ καὶ φοροῦσε σκοῦρο πλεκτὸ μπερὲ στὸ κεφάλι.
Τὸ πρόσωπό της, παρὰ τὶς ἀμέτρητες ρυτίδες, διατηροῦσε τὴ φωτεινότητά
του, ἀλλὰ τὰ μάτια της εἶχαν ξεθωριάσει. Ποτὲ δὲν μὲ εἶχε κοιτάξει
στὰ μάτια, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐγὼ πάντοτε τὴν κοίταζα κατευθείαν
στὰ δικά της.
Δὲν ἀναρωτήθηκα ποτὲ ἂν ἦταν
Μαγυάρα, Ρουμανίδα ἢ Γερμανίδα... Ἂν καὶ ποτὲ δὲν τὴν εἶχα ἀκούσει
νὰ μιλᾶ, ἀπὸ τὴν πρώτη φορὰ ποὺ τὴν εἶδα ἤμουν βέβαιος πὼς ἦταν Μαγυάρα.
Αὐτὸ μοῦ τὸ βεβαίωσε ὁ Λότσι Μόκσαϊ, ὁ φίλος μου, καὶ ἀφοῦ τὸ εἶπε
ὁ Λότσι Μόκσαϊ δὲν εἶχα λόγους νὰ τὸ ἀμφισβητήσω.
Ἐρχόταν πρὸς τὸ μέρος μας καὶ ἔτεινε
μὲ τὸ δεξί της χέρι ἕνα ματσάκι ἄσπρα ἢ μὸβ λούλουδα. Στεκόταν γιὰ
ἕνα λεπτὸ ἀμίλητη, περιμένοντας νὰ τῆς ἀφήσεις ἕνα λέου. Ἂν ὁ ὑποψήφιος
πελάτης δὲν τὴν κοίταζε, ἔφευγε χωρὶς νὰ πεῖ κουβέντα καὶ ἀπευθυνόταν
σὲ ἄλλον, σὲ διαφορετικὸ τραπέζι. Ἂν τῆς πρότεινε χρήματα, δὲν
τὰ ἔπαιρνε. Ἔπρεπε πρῶτα νὰ ἀφήσει τὸ ποσὸν πάνω στὸ τραπέζι καὶ
ὕστερα νὰ πάρει ἀπ’ τὸ χέρι της τὰ λουλούδια. Ἐπισκεπτόταν ὅλα
τα τραπέζια, ὁπωσδήποτε ὅμως ἐκεῖνα στὰ ὁποῖα κάθονταν ζευγαράκια
ἐρωτευμένων.
Μὲ τὸν καιρὸ ἀπέκτησα οἰκειότητα
μαζί της. Ἐρχόταν πάντοτε στὸ τραπέζι μου κι ἔτεινε ἕνα ματσάκι
λευκὰ λουλουδάκια πρὸς τὸ μέρος τῆς φίλης μου. Ἡ διαδικασία γινόταν
πάντα μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Ποτὲ δὲν πῆρε χρήματα ἀπὸ τὸ χέρι μου καὶ
ποτὲ δὲν τὴν εἶδα νὰ παίρνει χρήματα ἀπὸ ἄλλο χέρι.
Ὅπου κι ἂν ρώτησα, δὲν ἤξεραν
τὸ πραγματικὸ ὄνομά της. Μόνο ὁ Ἐλεφάντος, ὁ μὲτρ τοῦ ρεστορὰν
στὸ ξενοδοχεῖο «Νάποκα», μοῦ εἶπε κάποτε πὼς τὴ λένε Ἔρζεμπετ
καὶ κάπως ἀκόμη, ἀλλὰ ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ συγκρατήσω ἕνα οὐγγρικὸ
ὄνομα ἐκείνη τὴν ἐποχή.
— Εἶναι ἀριστοκράτισσα, κύριε
διευθυντά, μοῦ εἶπε σηκώνοντας τὸ ἀριστερό του φρύδι, ὅπως ἔκανε
πάντα ὅταν εἶχε νὰ μοῦ ἐκμυστηρευτεῖ κάτι πολὺ σοβαρό. Τὸ σπίτι
της ἦταν στὴν παλιὰ πόλη. Τὸ κατέσχεσαν τὸ 1948 καὶ τώρα μένουν ἄλλοι
ἐκεῖ. Ὁ πατέρας της ἦταν βαρόνος. Ἐκείνη σπούδασε μουσικὴ στὸ Παρίσι.
Λένε πὼς ὁ ἀδελφός της πέθανε στὰ καταναγκαστικὰ ἔργα, στὸν Δούναβη,
στὸ νησὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Τὸν ἀγαποῦσε πολύ. Ἀκόμη λένε πὼς
ἀπὸ τότε ποὺ πέθανε ὁ ἀδελφός της, δὲν ξαναμίλησε μὲ ἄνθρωπο. Ἡ
καημένη «ἡ κυρία μὲ τὰ λουλούδια...» ἔτσι τὴ λέμε ὅλοι, δὲν ἔχει
κανέναν στὸν κόσμο. Κανεὶς δὲν ξέρει ποῦ μένει. Λένε πὼς τὴ φιλοξενεῖ
μιὰ ὑπηρέτρια ποὺ εἶχαν παλιὰ στὸ σπίτι τους.
Αὐτὰ ποὺ ἄκουσα μοῦ κέντρισαν
τὴν περιέργεια. Κατέστρωσα λοιπὸν ἕνα σχέδιο γιὰ νὰ μάθω ἀπὸ τὴν ἴδια
τὴν ἱστορία της. Μὲ μάγευαν αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἱστορίες μὲ τοὺς
γκρόφι(1), ὅπως ἀποκαλοῦσαν οἱ ντόπιοι τους παλιοὺς εὐγενεῖς, οἱ ὁποῖοι
ἔχασαν τὰ προνόμια τους καὶ ἐξοντώθηκαν στὰ χρόνια του κομμουνισμοῦ.
Δὲν μ' ἐνδιέφεραν ἀπὸ πολιτικὴ ἄποψη, ἀλλὰ μὲ συγκλόνιζε ἡ ἀνθρώπινη
πλευρὰ αὐτῶν τῶν ἱστοριῶν.
Ἔχοντας μάθει λοιπὸν λίγα
πράγματα γι' αὐτήν, ἄρχισα νὰ τῆς ἀφήνω δύο λέι πάνω στὸ τραπέζι
κι ἐκείνη ὕστερα μοῦ πρότεινε τὰ λευκὰ λουλουδάκια. Σιγὰ-σιγὰ ἔγινα
ὁ προνομιακός της πελάτης. Ἔπαιρνε τὰ δύο λέι κι ἀφοῦ ἔκλινε λίγο
το κεφάλι της πρὸς τὰ ἐμπρός, δεῖγμα εὐγνωμοσύνης, ἀποχωροῦσε ἀθόρυβα
κατευθυνόμενη πρὸς τὸ ἑπόμενο τραπέζι.
Ἕνα βράδυ στὸ ὑπόγειο ρεστορὰν
«Οὔρσους», σ' ἕνα τρικούβερτο γλέντι, τὴν ὥρα ποὺ ἡ τσιγγάνικη
μπάντα ἔπαιζε ἕνα παλιὸ τραγούδι τσάρντας(2) τὴν πῆρε τὸ μάτι
μου, μέσα στοὺς καπνούς, νὰ κατεβαίνει τὴν πέτρινη σκάλα. Κοντοστάθηκε
λίγο στὸ τελευταῖο σκαλί, ἔριξε μιὰ ματιὰ σὲ ὅλη τὴν αἴθουσα καὶ
ἦλθε κατευθείαν στὸ τραπέζι μας.
Ἦταν μικροσκοπική, δὲν χρειαζόταν
νὰ σκύψει γιὰ νὰ πέρασει κάτω ἀπ’ τὰ τόξα ποὺ στήριζαν τὸ μεσαιωνικὸ
καπηλειό. Ξαφνιάστηκε καθὼς δὲν εἶδε στὸ πλάι τὴν ἀγαπημένη
μου. Ἀπὸ τὸ ὕφος της κατάλαβα πὼς δὲν εἶχε καμιὰ ἐκτίμηση στὴν παρέα
μου. Κοίταξε στὰ γρήγορα ὅλα τὰ πρόσωπα ποὺ βρίσκονταν στὸ τραπέζι
καὶ κάνοντας πρὸς τὰ πίσω δὲν πρότεινε σὲ μένα οὔτε σὲ κάποιον ἄλλον
νὰ ἀγοράσει τὸ ματσάκι μὲ τὰ λουλούδια. Ἔπειτα στράφηκε πρὸς τὴ
σκάλα ἐπιταχύνοντας τὸ βῆμα της.
Ἀπόρησα ποὺ δὲν μοῦ πρότεινε
τὸ ματσάκι καὶ ἔτρεξα πίσω της μὲ σκοπὸ νὰ ζητήσω ἐξηγήσεις. Ἀκολουθώντας
την, σκέφτηκα πὼς τώρα εἶναι ἡ κατάλληλη στιγμὴ νὰ τῆς μιλήσω, νὰ
δημιουργήσω μιὰ ἀκόμη φιλικότερη σχέση μαζί της. Τὴν πρόλαβα
τὴν ὥρα ποὺ ἀνέβαινε τὸ τελευταῖο σκαλί. Ἅπλωσα τὸ χέρι μου καὶ
τῆς ἄνοιξα τὴ βαριὰ ξύλινη πόρτα. Γύρισε καὶ μὲ κοίταξε στὰ μάτια
γιὰ πρώτη φορά. Τὸ βλέμμα της ἦταν ἐπιτιμητικό. Κρατοῦσα στὸ χέρι
μου πέντε λέι. Οὔτε ποὺ τὰ κοίταξε. Ἔκανε νὰ φύγει. Ἤμουν μὲ τὸ
πουκάμισο καὶ εἶχε τρομερὴ ὑγρασία. Ἔσυρε τὰ βήματά της στὸ
βρεγμένο πλακόστρωτο. Τότε τὴ φώναξα μὲ τ' ὄνομά της:
— Κυρία Ἔρζεμπετ...
Κοντοστάθηκε στὴ μέση τῆς αὐλῆς
καὶ χωρὶς νὰ μὲ κοιτάζει μουρμούρισε:
— Δὲν ἔχω τίποτε πιὰ νὰ πῶ μὲ
τοὺς ἀνθρώπους... Κατόπιν ἔσυρε τὰ βήματά της πρὸς τὴ βαριὰ ξύλινη
ἐξώπορτα. Τὸ ρολόι τοῦ Ἁγίου Μιχαὴλ σήμανε μεσάνυχτα.
(1) γκρόφι : στὴν οὐγγρικὴ γλώσσα gróf
(ἀπὸ τὸ γερμανικὸ graf) εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Κόμη. Στὴ Ρουμανία ὁ
ὅρος χρησιμοποιεῖται γιὰ τοὺς Οὔγγρους εὐγενεῖς στὴν Τρανσυλβανία
καὶ τὸ Βανάτο, τοὺς ὁποίους ἔθιξε πρῶτος ὁ ταξικὸς πόλεμος ποὺ
ξεκίνησαν τὸ 1948 οἱ κομμουνιστές. [Σημ. τοῦ Συγγραφέα]
(2) τσάρντας : παραδοσιακὸς οὐγγρικὸς
λαϊκὸς χορός, τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου προέρχεται ἀπὸ τὸ csárda (παλιὸς
οὐγγρικὸς ὅρος γιὰ ταβέρνα καὶ ἑστιατόριο στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου.
[Σημ. τοῦ Συγγραφέα]
Πηγή: Στὰ
χρόνια τοῦ κόκκινου Κόμη (Ἱστορίες, ἐκδ. Καστανιώτης,
2022).
Ὁ Δημήτρης Κανελλόπουλος γεννήθηκε
τὸ 1954 στὴ Νεμούτα Ἠλείας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐκπατρίστηκε τὸ 1958 ἀκολουθώντας
τὴν οἰκογένειά του στὴν Ἀθήνα. Σπούδασε Ἱστορία καὶ Φιλοσοφία
στὸ Πανεπιστήμιο Μπάμπες Μπόγιαϊ στὴν πόλη Κλοὺζ Ναπόκα τῆς Ρουμανίας
καὶ εἶναι ἀπόφοιτός του Ἱστορικοῦ-Ἀρχαιολογικοῦ Τμήματος τοῦ
ΕΚΠΑ. Ἐργάστηκε ὡς ὑπάλληλος σὲ ἐκδοτικοὺς οἴκους καὶ ὡς φιλόλογος
στὴν ἰδιωτικὴ ἐκπαίδευση. Δημοσίευσε τὶς ποιητικὲς συλλογὲς
Ὁμίχλη πέτρινη
(Ἠριδανός, 1986), Σκυθικὲς
ἐρημίες (Κολωνός, 1996), Σιγὴ ἀσυρμάτου (Κολωνός, 2005), Μνήμη σπόρου καλή
(Ὀροπέδιο, 2010) καὶ Τὸ
φράγμα τῆς μνήμης (Ὀροπέδιο, 2017), καθὼς καὶ τὴ συλλογὴ
διηγημάτων Ὁ θάνατος
τοῦ ἀστρίτη καὶ ἄλλες ἱστορίες (Κίχλη, 2018), γιὰ τὴν ὁποία
ἔλαβε τὸ Κρατικὸ Βραβεῖο Διηγήματος τὸ 2019. Ποιήματα καὶ διηγήματά
του ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ ἑλληνικὰ καὶ ξένα περιοδικά. Ἀπὸ τὸ
2006 ἐκδίδει τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου