Κοιτάξτε ρε τον κωλοχιπστερά. Στενό παντελόνι, βίντατζ και
πεντακάθαρα αθλητικά παπούτσια· το μπλουζάκι Poison είναι ειρωνικό (ή
μήπως όχι;), τα τατουάζ που φαίνονται είναι πολύ έτζυ, ενώ ένα ωραίο
καπέλο φορτηγατζή καλύπτει το ατημέλητο κούρεμά του, τα μαλλιά ξυρισμένα
στο πλάι, και κάθε πιθανή εκδοχή τρίχας κρύβει ένα ωχρό πρόσωπο πλαισιωμένο
από χοντρά κοκάλινα γυαλιά. Ο Τζον Μπράουν ίσως να ενέκρινε τη γενειάδα
του, αν είχε ζήσει αντί να καταλήξει στην κρεμάλα, παλεύοντας κατά της
δουλείας πριν από εκατόν πενήντα χρόνια. Λουζεράς μωρέ, έτσι δεν
είναι; Περπατάει χαλαρός στο πεζοδρόμιο, με τον καπουτσίνο με γάλα
αμυγδάλου στο χέρι, ελίσσεται στην κίνηση με το φιξάκι του, εσύ τι ποδήλατο
έχεις είπαμε;, καθ’ οδόν για το στέκι της γειτονιάς του, ένα πρώην
φτηνιάρικο μπαράκι που αγοράστηκε από επενδυτές της Γουόλ Στρητ και
μετονομάστηκε σε «Μπαράκι», όπου παίρνεις το κουτάκι μπίρα PBR από τη σαμπανιέρα
με τον πάγο, σου σερβίρουν βαρελίσια μπίρα από μικροζυθοποιίες, τοστ
με αβοκάντο, ξέρετε πώς πάει το πράγμα. Είναι πλέον σε κάθε γωνιά κάθε πόλης
και εκεί ακριβώς πηγαίνει πάντα ο κωλοχιπστεράς. Εκεί θα συναντήσει τους
φίλους του και μπορεί κάλλιστα να υπάρχουν και γυναίκες – τις
καταλαβαίνει κανείς από τα ρούχα, τα είκοσι διαφορετικά είδη κόμμωσης με
αφέλειες, τα τατουάζ με τα λουλούδια που καλύπτουν τα γυμνά μπράτσα και
τους αμέτρητους συνδυασμούς παρελθοντικών και μελλοντικών κουλ τάσεων της
μόδας – οτιδήποτε βίντατζ, γιατί οτιδήποτε είναι παρελθόν, είτε ήταν
κουλ τότε είτε ήταν σκατά, είναι πλέον κουλ, όλα με μια προσεκτικά
στημένη ανεμελιά. Το ξέρεις πως η νύχτα τους είναι ίσως πιο φωτεινή από
τη μέρα σου, με τα ίνσταγκράμ τους και με τα χάσταγκ τους και με τα όλα
τους. Εσύ ζεις μόνο μία φορά, όμως οι χίπστερ ζουν ξανά και ξανά και
ξανά.
Σας
ακούγεται κλισέ;
Φυσικά.
Και όπως όλα τα κλισέ, ο χίπστερ έχει γίνει μέρος ενός διάκοσμου, μια
ενόχληση από το παρελθόν που συνυφαίνεται τόσο αρμονικά στον ιστό των
ημερών μας που δεν τον παρατηρούμε καν. Είναι αδύνατον να ξεχωρίσει
κανείς έναν χίπστερ από έναν κάγκουρα στις μέρες μας – και οι δύο είναι
παντού, αναζητώντας τη μοναδικότητα με παγκοσμίως αναγνωρίσιμους τρόπους.
Δεν ήταν πάντα έτσι, φυσικά και όχι. Μια φορά κι έναν καιρό, στα ένδοξα
χρόνια της δεκαετίας του ’90, ο φυσικός βιότοπος του χίπστερ
αποτελούνταν από συγκεκριμένα, οριοθετημένα αστικά οικοσυστήματα: το
Λόουερ Ιστ Σάιντ του Μανχάταν, το Γουίλιαμσμπεργκ του Μπρούκλιν, το
Κρόυτσμπεργκ του Βερολίνου, το Σόρντιτς του Λονδίνου (ή το φανταστικό
Hosegate του Nathan Barley;), το Μαραί του Παρισιού (που εύστοχα, στα
γαλλικά σημαίνει «βάλτος»). Από τότε, οι χίπστερ έχουν πολλαπλασιαστεί
εκθετικά και έχουν επεκτείνει την περιοχή τους. Όλος ο κόσμος πλέον έχει
γίνει το σούσι μπαρ τους και όλοι τρώμε σ’ αυτό.
Ωστόσο,
πριν κοπεί σε κομμάτια και σκορπιστεί σαν τον Όσιρη παντού μέσα στο
πνεύμα της εποχής μας, ο χίπστερ έπρεπε να γεννηθεί. Αν και κανείς δεν θα
διεκδικούσε την πατρότητά του, είχε πολλούς γονείς, μερικούς από
τους οποίους θα εξετάσουμε στα επόμενα κεφάλαια. Προς το παρόν, ας πούμε
απλώς ότι πήρε σάρκα και οστά στα τέλη της δεκαετίας του ’90 μέσα απ’ το
ίδιο μεθυστικό χαρμάνι που μας έδωσε τις σημαντικότερες υποκουλτούρες
του 20ού αιώνα: η τέχνη της αβανγκάρντ συναντά την ποπ κουλτούρα σε
κάποιο αχαρτογράφητο σταυροδρόμι και, γύρω από τους πρωτοπόρους της
τέχνης, της μόδας, της δημοσιογραφίας και του μάνατζμεντ,
σχηματίζεται μια σκηνή από γνώστες, θαυμαστές και οπαδούς που μεγαλώνει,
καθώς η καινοτομία σιγά σιγά από κάτι καλά κρυμμένο γίνεται κοινό
μυστικό. Όμως, όσα και αν οφείλει μια τάση στην ποπ τέχνη, η δημοφιλία
της αναγκαστικά σκοτώνει κάθε καλλιτεχνική αξίωση. Μια πολύ δημοφιλής
τάση γίνεται κάτι στερεοτυπικό, ένας κοινός τόπος: βρίσκει τη θέση της
στον τοίχο δίπλα στα φαλαινάκια μονόκερους και τα εξώφυλλα δίσκων των
LCD Soundsystem. Μπορεί να καταφέρει να διατηρήσει κάποιο βαθμό
πρωτοτυπίας, μόλις όμως γίνουν γνωστές οι συμβάσεις της, γίνεται μέρος
του πολιτισμικού ιστού. Κάπως έτσι πρέπει να γεννήθηκε ο χίπστερ
του 21ου αιώνα: πρώτα έλαμψε καλογυαλισμένος (σαν βινύλιο, που
εννοείται είναι καλύτερο) έπειτα έχασε τη λάμψη του, ή ίσως διαχύθηκε
παντού, κι έγινε έτσι ακόμη πιο απεχθής επειδή η ιδιορρυθμία του έγινε
κανονικότητα.
Και
έτσι φτάνει η δεκαετία του 2020 και δεν μπορεί κανείς να δει πραγματικά
τον χίπστερ. Είναι νεκρός, θάφτηκε το 2004 και ξανά τον επόμενο χρόνο,
και το ίδιο γινόταν κάθε χρόνο μέχρι το 2016 περίπου, όταν ξαφνικά
βρεθήκαμε να ασχολούμαστε με πολύ πιο σημαντικά θέματα, όπως το θάνατο
της αλήθειας. Ο Ντόναλντ Τραμπ πρόεδρος: τέτοια ειρωνεία.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου