Α ΦΤΑΝΑΜΕ στὸ νησὶ μὲ τὰ καγιάκ. Χωριστήκαμε σὲ ὁμάδες,
περιεργαστήκαμε τὰ πτερύγια τῶν κουπιῶν μας, κάναμε πλάκα μὲ τὸ
ποιός θὰ φτάσει πρῶτος, λέγοντας συνθήματα. Μέσα στὸ νερό, εἴδαμε
τὰ ἀγόρια νὰ προπορεύονται, μετρήσαμε τὶς κουπιές μας, «ἕνα» «δύο»,
«ἕνα» «δύο», «ἕνα» «δύο» καὶ βρήκαμε πὼς εἴμαστε καλοὶ στὸ συγχρονισμό,
ξορκίσαμε τὸν πόνο στοὺς ὤμους καὶ τὸ πῶς θὰ βγάλουμε αὔριο τὴν ἐφημερία.
Πιάσαμε κουβέντες γιὰ ροῦχα, ἕνα δυὸ μαθητὲς ποὺ ἔχουμε κοινούς,
καὶ —ὅταν πιὰ φτάσαμε στὰ βαθιὰ— γιὰ φίλους ποὺ μᾶς ἔχουν λείψει, πότε
θὰ μᾶς ἐπισκεφτοῦν καὶ πόσο δὲν θέλουμε νὰ γυρίσουμε στὴν Ἀθήνα. Ἡ
στεριὰ τοῦ νησιοῦ φάνηκε πίσω ἀπὸ τὰ βράχια ποὺ προσπεράσαμε. «Θὰ
τὰ καταφέρουμε;» «Θὰ τὰ καταφέρουμε.»
Ὁ Ἑλληνοαμερικάνος ὁδηγός
μας, μόλις τὰ καγιάκ μας σύρθηκαν στὴ στεριά, μοῦ τὸ εἶπε: «ΒΑΟU
ΤRΙΒΕ». Τὸν ρώτησα δυὸ τρεῖς φορές, δὲν εἶχα καταλάβει τὴ δεύτερη
λέξη, πετσόκοβε τὸ «ρ» σὰν ὀργισμένος Γάλλος· κούνησα τὸ κεφάλι πὼς
δῆθεν καταλαβαίνω, προσπαθώντας νὰ βρῶ τὴ λέξη ποὺ ἔχασα. «Τὴ δεκαετία
τοῦ 80-90 ἔμενε σὲ αὐτὸ τὸ νησὶ ἕνα ρὸκ συγκρότημα μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα.
Εἶναι γραμμένο καὶ μὲ βότσαλα ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι ποὺ ἔμεναν.» Εἴχαμε
στὰ πόδια μιὰ καινούρια στεριὰ τὴν ὁποία πήραμε νὰ ἀνεβαίνουμε.
Προσεγγίσαμε τὸ σπίτι ἀπὸ τὸ
πλάι. Κατεβήκαμε ἀπὸ τὸν λόφο ποὺ ἦταν τὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου,
ὅπου φάγαμε τὸ κολατσιό μας, ρεμβάζοντας τὴ θάλασσα, λέγοντας τρομακτικὲς
ἱστορίες γιὰ τὸ νεκροταφεῖο γλάρων. Τὸ σπίτι δὲν θὰ ἔμοιαζε πουθενὰ
ἀξιοθέατο, μὰ ἐδῶ, ἄσπρο καὶ γαλανό, μοναδικὸ σημάδι κατάκτησης
αὐτῆς τῆς βραχονησίδας, τὸ ἔνστικτο μᾶς ὠθοῦσε νὰ ἐξερευνήσουμε
τὰ ἀπομεινάρια τῶν προκατόχων μας.
Ἴχνη παλαιότερης ζωῆς, εὐτυχισμένης
ζωῆς, ξεπρόβαλαν γύρω ἀπὸ τὸ σπίτι, σκάφες, ποτιστήρια, γυάλινα
μπουκάλια μπύρες, μιὰ σκουριασμένη μηχανὴ πάνω στὴ μάντρα. Παράθυρα
ἀνοιχτὰ καὶ σπασμένα, μὲ τὸ γαλάζιο γύρω ξεφλουδισμένο χορταστικά,
τσιμέντο καὶ δουλειὲς μισοτελειωμένες. Κάτι στρώματα κατεστραμμένα
ἀπὸ τὸ νερό, τὴν ὑγρασία ξεθηκωμένα ἀπὸ τὰ κρεβάτια, πεταμένα
κάτω. Μέσα στὸ ὑπνοδωμάτιο μόνο τὰ ξύλα τῶν κρεβατιῶν, χωροῦσαν
μέσα δύο. Στοὺς τοίχους πέτρες ποὺ προεξεῖχαν, σὰν ράφια βιβλιοθήκης
καὶ χωροῦσαν βιβλία, κάδρα ἢ τὴν πλατιὰ βάση κάποιας λάμπας θυέλλης.
Στὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ μὲ πετραδάκια τῆς θάλασσας γραμμένο «BAOU
TRIBE». Εἰσερχόμασταν στὸν καταυλισμὸ μιᾶς φυλῆς τῆς ζούγκλας, οἱ αἰσθήσεις
μας ὀξύνονταν, μόνοι σὲ μιὰ καινούρια στεριά, μιὰ μικρὴ στρατιὰ ξελογιασμένων
νέων.
Ἀρχίσαμε νὰ σκεφτόμαστε πῶς θὰ
ἦταν νὰ ζοῦμε σ’ αὐτὸ τὸ ρημαγμένο σπίτι. Νὰ ἐπιδιορθώσουμε τὴν
κουζίνα, νὰ ρίξουμε ἕνα καλὸ χέρι καθάρισμα, νὰ μεταφέρουμε τὰ
κρεβάτια ἀπὸ τὴν αὐλὴ μέσα στὸ σπίτι – ἴσως καὶ ὄχι. Κάποιοι σήκωσαν
ἀντικείμενα ἀπὸ τὶς γωνιές, ἕνα σκουριασμένο ντέφι πάνω ἀπὸ τὸ
τζάκι, ἕνα πλακάκι μὲ περίτεχνα σχέδια, σὰν πορτογαλικά, ἕνα γαλάζιο
πάγκο φτιαγμένο ἀπὸ ξύλα οἰκοδομῆς καὶ ἔβγαζαν φωτογραφίες. Κάποια
κομμάτια τοῦ σπιτιοῦ ἦταν μισοτελειωμένα, παράθυρα ποὺ δὲν εἶχαν
κλείσει, ἡ πόρτα εἶχε πέσει ὁλόκληρη καὶ πατούσαμε προσεκτικὰ
κομμάτια ἀπὸ τὰ τζάμια της. Ἡ αὐλή, μὲ τὶς ἄσπρες πεζοῦλες χρειαζόταν
ἕνα καλὸ ἀσβέστωμα. Μπροστὰ ἀπὸ τὸ τζάκι κοντοσταθήκαμε σὰν νὰ ἀναπολοῦμε
πράγματα ποὺ ζήσαμε ἐκεῖ μέσα, ἀνάμεσα στὰ μέλη τοῦ ρὸκ συγκροτήματος·
μεθύσια, τζαμαρίσματα, τριπαρίσματα, νηφάλια καὶ ὄχι μερόνυχτα.
Τὸ σπίτι ἔγινε γιὰ λίγο δικό μας καὶ ἄς μὴν τὸ εἴπαμε. Τὸ παράθυρο
τοῦ ὑπνοδωματίου δὲν εἶχε τζάμια, οὔτε κὰν ξύλινη κάσα, παρὰ μόνο
ἕνα ὀρθογώνιο σχῆμα καὶ μιὰ προοπτική: ἡ ἄκρη τοῦ νησιοῦ, πέρα τὸ βαθὺ
μπλέ τῆς θάλασσας καὶ στὸ βάθος ἡ Χώρα.
Ὅταν πιὰ χορτάσαμε νὰ κοιτᾶμε
τὰ ἀπομεινάρια αὐτῆς τῆς φυλῆς μείναμε λίγο σιωπηλοὶ μέσα στὸ
σπίτι. Ἄλλοι βγῆκαν ἔξω στὴν αὐλὴ νὰ κάνουν τσιγάρο. Ἀναρωτηθήκαμε,
ἴσως, μπροστὰ ἀπὸ τὰ παράθυρα, πῶς νιώθαμε ὄμορφα μέσα στὰ συντρίμμια,
σὲ ἕνα ἐγκαταλειμμένο τουλάχιστον τριάντα χρόνια καταφύγιο, δίπλα
σὲ ἕνα νεκροταφεῖο γλάρων; Κάποιοι σκέφτηκαν ἡ θάλασσα, ποὺ ἡ θέα
της χυνόταν μέσα στὸ σπίτι ἀπὸ τὰ ὀρθάνοιχτα παράθυρα, χωρὶς νὰ τὴ
συγκρατεῖ κανένα ἄλλο ἀνθρώπινο κτίσμα καὶ ὄγκος. Ἄλλων ἡ σκέψη
γλίστρησε στὸ μυστικιστικό: βιώναμε τὴν ἐνέργεια τῶν ἀνθρώπων ποὺ
πέρασαν, ρουφήξαμε τὴν κάποτε ὑπαρκτὴ ζωὴ μέσα στὸ σπίτι.
Κατηφορίζοντας πρὸς τὰ ἐκεῖ
ποὺ εἴχαμε δέσει, μιὰ αἴσθηση πληρότητας καὶ νοσταλγίας μᾶς ἀκολούθησε.
Ἀφήναμε πίσω ἕνα σπίτι —τὸ δικό μας;— ἕνα νεκροταφεῖο γλάρων καὶ
μιὰ μηχανὴ πάνω στὴ μάντρα. Σ’ αὐτὸ τὸ νησί, ποὺ φτάσαμε μὲ τὶς βάρκες,
σὰν ἄλλοι κατακτητές, ἀναζητητὲς μιᾶς καινούριας γῆς, τὸ ξέραμε.
Μόνοι ἐδῶ πάνω ποὺ βρεθήκαμε —τὰ κόκαλά μας τὸ ἔνιωσαν— γίναμε
γιὰ λίγα λεπτά, στὸ ὀνειρικὸ σύμπαν, ποὺ οἱ αἰσθήσεις παραληροῦν,
μιὰ φυλή. Κάπου ἐκεῖ, σκέφτηκα πὼς σὲ ἤθελα μόνο γιὰ μένα. Νὰ σὲ φέρω
ἐδῶ πάνω. Νὰ ζήσουμε μαζὶ μερικὲς μέρες. Νὰ κοιτάζουμε τὴν ἀπέναντι
γῆ, σὰν κάτι ποὺ δὲν μᾶς νοιάζει, ποτὲ δὲν μᾶς ἔνοιαζε, γιατί τώρα ἔχουμε
τὴν οὐσία, ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Εἰρήνη Γιαβάση (Πέραμα, 1988). Ἐργάζεται
στὴν πρωτοβάθμια ἐκπαίδευση καὶ ἔχει μεταπτυχιακὸ στὴν Δημιουργικὴ
Γραφή. Ἔχει ἐκδώσει τὰ βιβλία: Ἡ
Νεφέλη, ὁ κύριος Μ καὶ τὰ Ρομποφρὶξ181 (παιδικό, ἐκδ. Πατάκης)
καὶ τὸ Ἐμεῖς
(μυθιστόρημα, ἐκδ. Ὁ Μὼβ σκίουρος).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου