|
|
ΞΕΡΩ ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ὅτι τὴ μέρα ποὺ θὰ πεθάνω δὲν θὰ μοῦ λείψουν τὰ σπουδαῖα γεγονότα ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχω ζήσει, ἀλλὰ τὸ ἄρωμα τοῦ καφὲ μὲ φρυγανισμένο ψωμὶ καὶ ὁρισμένες μικρὲς αἰσθήσεις, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, νὰ ἁπλώνω τὸ πόδι μου πρὸς τὴ δροσερὴ μεριὰ τοῦ σεντονιοῦ τὰ ἀνοιξιάτικα ξημερώματα, τὴν ὥρα ποὺ κελαηδάει τὸ κοτσύφι στὸν κῆπο. Ἂν βαριέμαι κάπως νὰ πεθάνω, εἶναι γιατὶ δὲν θὰ μπορῶ πλέον νὰ πηγαίνω τὰ πρωϊνὰ νὰ ἀγοράζω ἐφημερίδα οὔτε νὰ χαζεύω στὸ δρόμο, στὴ στάση τοῦ λεωφορείου, τὰ δροσερὰ πρόσωπα τῶν κοριτσιῶν ποὺ ἔχουν ἀκόμα ὅλο τὸν ἔρωτα μπροστά τους. Ὁ ἀγώνας μου γιὰ τὴν ὕπαρξη συνίσταται στὸ νὰ εἶναι, τὴν ὥρα τοῦ πρωινοῦ, πιὸ σημαντικὴ ἡ μυρωδιὰ τοῦ καφὲ ἀπ’ ὅτι οἱ καταστροφὲς ποὺ διαβάζω στὴν ἀνοιχτὴ πλάϊ στὸ φρυγανισμένο ψωμὶ ἐφημερίδα. Εἶναι ἐπίσης πολὺ εὐχάριστο νὰ τηλεφωνεῖς σὲ κάποιον φίλο κατὰ τὸ μεσημεράκι, γιὰ νὰ σοῦ διηγηθεῖ τὰ τελευταῖα κουτσομπολιά.
Ἀπό τὴ μιὰ μεριά, εἶναι ἡ Κριτικὴ τοῦ καθαροῦ λόγου τοῦ Κὰντ καί, ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὸ κουβεντολόι. Ὑποθέτω ὅτι οἱ κουβεντοῦλες στὸ παρεάκι θὰ εἶναι τὸ μοναδικὸ πράγμα ποὺ θὰ θυμᾶται κανεὶς κατὰ τρόπο πολὺ πιὸ ἀνεξίτηλο ἀπὸ ὁποιαδήποτε φιλοσοφία, καὶ μαζί τους θὰ συνυπάρχει ἡ γλυκύτητα ἑνὸς ἀπογευματινοῦ περιπάτου, μερικὰ ἡλιοβασιλέματα, τὰ βραδινὰ διαβάσματα στὸ κρεβάτι παρέα μὲ τὸ στοργικὸ φῶς τοῦ πορτατὶφ στὸ κομοδίνο. Θὰ ἤθελα νὰ μάθω τί εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνει τοὺς πιὸ σοφοὺς ἑτοιμοθάνατους νὰ κλαῖνε. Χωρὶς ἀμφιβολία, τὰ δάκρυά τους δὲν ὀφείλονται στὶς νίκες ποὺ πέτυχαν οὔτε στὶς μεγάλες τραγωδίες ποὺ ὑπέφεραν, ἀλλὰ στὶς ἁπλὲς ἀπολαύσεις ποὺ βίωσαν, στὸν καλόκαρδο κόσμο ποὺ γνώρισαν, στὰ φαγητὰ ποὺ γεύτηκαν χαλαρά, παρέα μὲ φίλους. Τί εἶναι ὁ θάνατος; Ἴσως τελικὰ ὁ θάνατος συνίσταται στὸ νὰ μὴν φᾶς πιὰ ἕνα κριτσανιστὸ κρουασὰν μαζὶ μὲ τὸν καφὲ τὰ πρωινὰ δίπλα στὸ μεγάλο παράθυρο καὶ νὰ μὴν μάθεις ποτὲ ξανὰ τὰ ἀποτελέσματα τῶν κυριακάτικων ἀγώνων ποδοσφαίρου. Στὸ τέλος ὅλων των θρησκειῶν καὶ τῶν φιλοσοφιῶν, ἐν μέσῳ τόσων θεῶν, ἡρώων καὶ ὀνείρων φαίνεται πὼς ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παρὰ ἕνα σύνολο ἀπὸ κουβεντοῦλες καὶ μιὰ πλοκὴ ἀπὸ ἀρώματα, μιὰ μικρὴ συνήθεια τὰ πιὸ στέρεα θεμέλια τῆς ὁποίας εἶναι φτιαγμένα ἀπὸ τὸν ἀχνὸ ποὺ βγάζουν κάποιες κοῦπες μπροστὰ στὶς ὁποῖες ὁρισμένοι ὑπήρξαμε εὐτυχισμένοι.Πηγή: Ἐφημερίδα El País, 5 Μαρτίου 2012. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Ὁ Μανουὲλ Βιθὲντ (Manuel Vicent) γεννήθηκε στὴ Μπιγιαμπιέχα τοῦ Καστεγιὸν τὸ
1936. Ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους ἰσπανοὺς μυθιστοριογράφους τῆς τελευταίας
50ετίας, συνεργάζεται ἀνελλιπῶς ἀπὸ τὸ 1981 μὲ τὴν ἐφημερίδα El País.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰσπανικά:
Λητὼ Παλαιολόγου-Σοφοῦ. Σπουδάζει Νομικὰ στὴν Κομοτηνὴ καὶ σχέδιο μόδας
στὴν Ἀθήνα.
|
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου