|
|
ΚΡΑΤΟΥΣΕΣ στὸ χεράκι σου ἕνα τραγανὸ κριτσίνι.
Ἤσουν τεσσάρων. Δὲν πρόλαβες νὰ τὸ βάλεις στὸ στόμα, εἶχα ἤδη ξεκινήσει
τὸ μάθημα.
«Σήμερα θὰ σοῦ μάθω πῶς διευθύνει ὁ μαέστρος τὴν ὀρχήστρα. Κρατᾶ ἕνα
κριτσίνι, τρώει λίγο, τώρα κρατᾶ τὸ κριτσίνι μὲ τὴν ἄκρη τῶν δακτύλων,
διευθύνει τοὺς μουσικούς, τρώει λίγο, διευθύνει. Νά, ἔτσι, ἁπαλά,
μὲ τὴν ἄκρη τῶν δακτύλων. Ἔτσι μπράβο. Κι ὅταν ὁ μαέστρος ροκανίσει ὣς
κάτω τὸ κριτσίνι καὶ τὸ κριτσίνι ἔχει γίνει πιὰ πολὺ μικρό, ἡ ὀρχήστρα
τότε καταλαβαίνει πὼς πρέπει νὰ ἑτοιμάζεται γιὰ τὸ φινάλε.»
Μὲ ἄκουγες κι ἑτοιμαζόσουν κι ἐσύ.
«Τὴν κορυφαία στιγμή, ὁ μαέστρος κάνει μιὰ χαψιὰ τὸ τελευταῖο κομματάκι
κριτσίνι. Πνευστά, κρουστὰ καὶ ἔγχορδα παίζουν σὰν τρελὰ κι ὁ μαέστρος,
χορτασμένος, ἁπλώνει τὰ χέρια γιὰ νὰ δεχτοῦν, ὅλοι μαζί, τὸ χειροκρότημα!»
Μὲ μπουκωμένο τὸ στόμα, χειροκρότησες μαζί μου καὶ γέμισε τὸ τραπέζι ψίχουλα. Θριαμβευτικὸ φινάλε. Μπορεῖ νὰ ἤσουν μόνο τεσσάρων, ἀλλὰ ἔπρεπε ν’ ἀρχίσεις νὰ μαθαίνεις.
Τώρα ἤξερες πόση μουσικὴ βγαίνει ἀπὸ τὸ κριτσίνι. Δὲν ἦταν πολὺ διασκεδαστικό;
Εἶχα κι ἄλλα τέτοια κόλπα καί, παίζοντας μαζί μου, θὰ γινόσουν ὁ καλύτερος
μαέστρος. Καλύτερος κι ἀπ’ τὸν παπποῦ σου. Καλύτερος κι ἀπὸ μένα.
Σὲ μπούχτιζα κριτσίνια, τόνους καὶ ἡμιτόνια. Καμάρωνα τὴν ἀντοχή
σου, εἶχες μιὰ καταπληκτικὴ ἀπορροφητικὴ ἱκανότητα. Ἤσουν καλός,
ἀμίλητος, πειθαρχημένος. Ὅπως εἴμαστε φτιαγμένοι ἐμεῖς οἱ μουσικοί.
Ἴσως στὰ τέσσερα ἦταν λίγο νωρίς… Ἔτσι, ὅμως, θὰ τὰ μάθαινες ὅλα πολὺ
γρήγορα, ἤσουν τόσο ὑπάκουο παιδί. Κι ὣς τὰ δεκαπέντε θὰ ἤσουν πλέον
ἕτοιμος.
Ἡ μέρα ἔφτασε, τὴν περιμέναμε χρόνια. Πρώτη φορὰ φοροῦσες κοστούμι·
σοῦ τὸ πήραμε, ἡ μαμὰ κι ἐγώ, εἰδικὰ γιὰ τὴν περίσταση. Ἔνιωθες λίγο
ἄβολα μέσα στὸ σακάκι, τὸ ἔβλεπα, ἡ μέρα ὅμως ἦταν πολὺ σημαντική.
Ἡ πιὸ σημαντικὴ ἀπ’ ὅλες. Κι ἤμασταν πλέον ἕτοιμοι.
Πάτησες βάναυσα τὸ Ντό, δέκα, εἴκοσι φορές. Καὶ μετά, μὲ τὸ δείκτη, ἄρχισες
νὰ χτυπᾶς τὸ Σὶ ἀσταμάτητα, μὲ τὸ βλέμμα πάνω μου, σὰ νὰ μὲ σφυροκοποῦσες!
Τὰ μέλη τῆς ἐπιτροπῆς σὲ κοιτοῦσαν μὲ τρόμο, ἐσὺ ὅμως κοιτοῦσες μόνο
ἐμένα, τιμωρητικά· σὰν νὰ ἤμασταν μόνο οἱ δυό μας στὴν αἴθουσα τῶν ἐξετάσεων.
Ἡ κακοφωνία σου ἦταν ἐνορχηστρωμένη τέλεια. Τὰ δάχτυλά σου πατοῦσαν
βάρβαρα ὅλα τὰ μαῦρα ταυτόχρονα· ἔπαιζες τυφλά, οὔτε μιὰ στιγμὴ δὲν
κοίταξες τὰ πλῆκτρα, εἶχες τὸ κεφάλι σου στραμμένο σ’ ἐμένα, στὴν πρώτη
σειρά, μὲ τὰ μάτια καρφωμένα πάνω μου· καὶ τὸ πόδι σου πίεζε τὸ πεντάλ,
βίαια καὶ παρατεταμένα.
Σηκώθηκες ἀπὸ τὸ πιάνο καί, χωρὶς νὰ μὲ κοιτάζεις πιά, ἀποχώρησες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου