|
|
ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ πήγαιναν ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο.
Ἐκτὸς ἀπὸ πολὺ λίγες ἐξαιρέσεις, μετρημένες στὰ δάχτυλα τοῦ ἑνὸς ἤ,
τὸ πολύ, τῶν δύο χεριῶν, ὅλοι περπατοῦσαν σκυφτοὶ στὸν δρόμο. Τὰ καταστήματα
ἔκλειναν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, οἱ δρόμοι εἶχαν γεμίσει πεσμένες ἀφίσες
καὶ βρομιὲς ἀπὸ ἄστεγους καὶ ἀδέσποτα. Τὰ αὐτοκίνητα, ὅσα δὲν ἦταν
παρκαρισμένα, κυκλοφοροῦσαν μὲ ξεφτισμένα λάστιχα καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα
ἦταν γεμάτη ἀπὸ αὐτὴ τὴ λεπτή, ἀφρικανικὴ σκόνη, ποὺ κάνει τὸν ἥλιο
καὶ τὸ φεγγάρι νὰ μοιάζουν μὲ δίδυμα ἀδέρφια, ἐνῶ συμβαίνει μᾶλλον τὸ
ἀντίθετο.
Τὸ προηγούμενο διάστημα, τὶς μέρες καὶ τοὺς μῆνες πρὶν ἀπὸ κείνη τὴ σκονισμένη μέρα, ἐμεῖς, δηλαδὴ ἐγὼ καὶ ἡ γυναίκα μου ἡ Λόρα, ἀπολαμβάναμε τὶς καθημερινές μας βόλτες μὲ τὸν Ζαχαρία, μία τὸ πρωὶ καὶ μία τὸ ἀπόγευμα. Ὁ Ζαχαρίας ἦταν τὸ κατοικίδιό μας. Καὶ τί δὲν κάναμε μαζί του. Τρέχαμε δίπλα στὸ ποτάμι, παίζαμε μὲ τὸ τόπι στὸ γρασίδι.
Τοῦ Ζαχαρία τοῦ ἄρεσαν πολὺ αὐτὲς οἱ βόλτες, ἂν καὶ τελευταῖα ἔδειχνε κουρασμένος καὶ βαριεστημένος. Ἡ Λόρα τὸ ἀπέδιδε στὴ μοναξιά, καὶ κάθε τόσο μὲ πίεζε νὰ πάρουμε καὶ ἕνα θηλυκό, ἀλλὰ ἐγὼ ἀντιστεκόμουν. Ὁ Ζαχαρίας ἦταν γενικὰ πολὺ καλόβολος καὶ σωστὰ ἐκπαιδευμένος. Παρόλο ποὺ εἶχε ἕνα πολὺ παράξενο γάβγισμα, μποροῦσε νὰ στέκεται πάρα πολλὴ ὥρα ὄρθιος στὰ πίσω του πόδια, καθόταν στὸ τραπέζι γιὰ φαγητὸ καὶ κάθε μέρα —βρέξει-χιονίσει— ἔφερνε τὴν ἐφημερίδα ἀπὸ τὸ περίπτερο. Τὸν εἴχαμε ἀρκετὰ ἐλεύθερο καὶ ἀνεξάρτητο. Ὅποτε ἤθελε ξεπόρτιζε. Μερικὲς φορὲς ἔλειπε ὅλη τὴν ἡμέρα. Μακάρι νὰ ἤξερα ποῦ γύριζε. Ὅπου καὶ νὰ πήγαινε πάντως, τὸ βράδυ ἦταν πίσω. Ἕνα βράδυ γύρισε μὲ ἕνα θηλυκό. Τὴν Ἥρα. Στὴν ἀρχή, γιὰ νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια, δὲν μοῦ ἄρεσε καθόλου αὐτό. «Ἄσ' το, καημένε, τὸ ζωντανό.» Ἡ Λόρα. «Σάμπως δὲ θέλει κι αὐτὸ λίγη παρέα; Θὰ σοῦ ἄρεσε ἐσένα νὰ ἔφευγα καὶ νὰ ἔμενες μοναχός σου;» Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι σκέφτηκα λίγο τὴν ἐκδοχή, ἀλλὰ μετὰ εἶπα ὄχι, δὲν θὰ μοῦ ἄρεσε. Ἡ Ἥρα πάντως εἶχε ἔρθει γιὰ νὰ μείνει. Ἡ κατάσταση στὸ σπίτι βελτιώθηκε αἰσθητά, παρόλο ποὺ ἐκείνη ἦταν κάπως δύστροπη καὶ δὲν μᾶς πολυσυμπαθοῦσε.
Ζέστη, βροχή, γέλια, καβγάδες, βόλτες στὸ ποτάμι, κι ὕστερα πίσω στὸ
σπίτι, ὥσπου ἦρθε ἐκείνη ἡ μέρα μὲ τὴ σκόνη, ποὺ ὁ ἥλιος καὶ τὸ φεγγάρι
ἔμοιαζαν μὲ δίδυμα ἀδέρφια, ἐνῶ συμβαίνει μᾶλλον τὸ ἀντίθετο. Ἡ Ἥρα
χάθηκε. Ἔτσι ξαφνικά. Τὸ πιὸ πιθανό, ἔφυγε τὴ νύχτα κρυφά. Ὁ Ζαχαρίας
ἔδειχνε πολὺ λιῶμα. Τὰ μάτια του γυάλιζαν. Ἡ Λόρα φοβήθηκε μήπως
εἶχε ἁρπάξει καμιὰ λύσσα. Κατὰ τὶς τρεῖς το μεσημέρι τὸν εἴδαμε νὰ
πλησιάζει τὸ αὐτοκίνητο. Μᾶς κοίταξε μὲ τὸ βλέμμα ποὺ λέει θέλω βόλτα.
Ἀνησύχησα. Μπήκαμε μὲ τὴ Λόρα στὸ πίσω κάθισμα. Ὁ Ζαχαρίας στὸ τιμόνι.
Ἦταν πραγματικὰ πολὺ παράξενος. Σὰν νὰ μὴν ἦταν αὐτός, σὰν νὰ ἦταν ἕνας
ἄλλος. Ἡ Λόρα μοῦ ψιθύρισε κάτι στὸ αὐτί. Συμφώνησα. Πράγματι, τὸ
δέρμα του ἔβγαζε μιὰ ἄσχημη μυρωδιά. Δυὸ ὧρες ἀργότερα φτάσαμε σὲ
ἕνα ἄγνωστο μέρος. Ἦταν πάλι στὴν ἄκρη στὸ ποτάμι, ἀλλὰ ὄχι στὸ δικό
μας. Βγήκαμε ἔξω καὶ ἀρχίσαμε τὸ γνωστὸ παιχνίδι μὲ τὸ τόπι. Ὁ Ζαχαρίας
πετοῦσε τὸ μπαλάκι ὅλο καὶ πιὸ μακριὰ κι ἐμεῖς τρέχαμε ποιός θὰ τὸ πρωτοπιάσει.
Μετὰ τὴν ἔκανε τὴ βλακεία: τὸ πέταξε μέσα στὸ ποτάμι (γενικὰ ἦταν ἄγαρμπος,
ἀλλὰ ἐκείνη τὴ μέρα δὲν ξέρω τί τὸν εἶχε πιάσει). Βουτήξαμε, ἡ Λόρα
κι ἐγώ, μέσα στὸ παγωμένο νερό. Τὸ ρεῦμα ἦταν ἀρκετὰ δυνατὸ σὲ αὐτὸ
τὸ σημεῖο. Τελικὰ ἡ Λόρα τὸ ἅρπαξε πρώτη. Βγήκαμε στὴν ὄχθη, τρία
χιλιόμετρα πιὸ κάτω. Ὅταν γυρίσαμε, ὁ Ζαχαρίας ἔλειπε. «Χά, χὰ» εἶπα
μέσα μου. «Νομίζει ὅτι μπορεῖ νὰ τὸ σκάσει.» Ἔχοντας στὴ μύτη μου τὴ
μυρωδιά του, ἀκολούθησα τὰ ἴχνη. Ὁ πονηρός, εἶχε πάει ἀκριβῶς στὸ
σημεῖο ποὺ εἴχαμε ἀφήσει τὸ αὐτοκίνητό μας. Κοίταξα καλὰ-καλὰ ἕνα
γύρο. Ὁ Ζαχαρίας πουθενά. Μαζί του ἔλειπε καὶ τὸ αὐτοκίνητο. Τιναχτήκαμε
λίγο νὰ φύγουν τὰ νερά. Στὸ μεταξύ, εἶχε ἀρχίσει νὰ νυχτώνει. Δὲν ἤθελα
νὰ τρομάξω τὴ Λόρα, ὅμως ἦταν φανερὸ ὅτι τὰ πράγματα πήγαιναν ἀπὸ
τὸ κακὸ στὸ χειρότερο. Κοίταξα γύρω. Ποιός ξέρει ποιό παρατημένο
προάστιο θὰ ἦταν αὐτὸ ποὺ θὰ περνούσαμε τὸ βράδυ. Ἐκτὸς ἀπὸ πολὺ λίγες
ἐξαιρέσεις, μετρημένες στὰ δάχτυλα τοῦ ἑνὸς ἤ, τὸ πολύ, τῶν δύο χεριῶν,
ὅλοι περπατοῦσαν σκυφτοὶ στὸν δρόμο. Βρήκαμε ἕνα μέρος νὰ περάσουμε
τὴ νύχτα. Τὸ πρωῒ ἡ Λόρα εἶχε κάνει πέντε μικρά. Βγῆκαν ὅλα μὲ κλειστὰ
μάτια, ἀλλὰ ἤξεραν πολὺ καλὰ νὰ βρίσκουν τὸ καθένα τὴ δική του θηλή.
Ἡ Λόρα μὲ κοίταξε μὲ αὐτὸ τὸ βλέμμα ποὺ εἶναι χαρούμενο καὶ λυπημένο
μαζί.
«Δὲ πᾶς νὰ ρίξεις μιὰ ματιά, μπᾶς καὶ βρεῖς κανένα καινούργιο κατοικίδιο;»
«Εἶσαι τρελή;» τῆς εἶπα. «Θὰ μᾶς τὰ πάρουν καὶ τὰ πέντε!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου