|
|
ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ, γιατρέ, πὼς κάποτε στὴν ἀρρώστι’
ἀπάνω ὁ ἄρρωστος παραλαλεῖ, καὶ παραλαλώντας λέει καὶ τὴν ἀλήθεια;
— Νὰ σοῦ πῶ: Σ’ αὐτὸ τὸ χωριὸ —λέω τοῦ φίλου μου— συχνότερα τὴν ἀκοῦς τὴν
ἀλήθεια ἀπὸ ἀρρώστους καὶ τρελλούς, παρ’ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ποὺ εἶναι
καλά. Καὶ νὰ δεῖς τί μοῦ συνέβηκε σὲ μιὰ κόρη, στὴν πίσω τὴν ἐνοριά, εἶναι
τώρα κάμποσος καιρός.
Ἦταν ἄρρωστη ἕξι μέρες. Εἶχε μιὰ βραδιὰ πολλὴ θέρμη, καὶ τρέξανε νὰ
μὲ φέρουν. Ἄλλος δὲν παραστεκόταν παρὰ ἡ μάνα της, γυναίκα ἥσυχη καὶ
λιγάκι στενοκέφαλη. Ἔκλαιγε ἡ κακόμοιρη καὶ μὲ παρακαλοῦσε νὰ τὴ
γλυτώσω τὴν κόρη της. Ἔκαμα ὅ,τι μπόρεσα, ἔμεινα καὶ λίγη ὥρα στὸ
σπίτι νὰ δῶ τὶ δρόμο θὰ πάρει ὁ πυρετός. Ἀνέβηκα νὰ τὴν ξαναδῶ. Ἤτανε
χειρότερα. Βύθος καὶ παραλαλητό. Ἀπὸ τὰ λόγια της φαίνουνταν πὼς ἔβλεπε
λουλούδια κι ἀγκάθια. Ἄγγιζ’ ἕνα λουλούδι, καὶ χαμογελοῦσε. Ἄξαφνα
τὴν ἀγκύλωνε καὶ τ’ ἀγκάθι, κι ἔβλεπες τὸν πόνο στὸ πρόσωπό της. Παιχνίδι
τῆς φαντασίας της, εἶπα μέσα μου. Μὰ σ’ ἕν’ ἀπὸ τὰ λουλούδια ποὺ μάζευε
ὁ πλανεμένος νοῦς της, γύρισε καθὼς πάντα τὸ πρόσωπό της κατὰ τὴν ἄλλη
μεριά, καί, —«μ’ ἀγαπάει δὲ μ’ ἀγαπάει» μουρμούριζε χαμηλὰ κι ἀσυνάρτητα,
σαλεύοντας τὰ δάχτυλά της σὰ νά’ κοβε τοῦ λουλουδιοῦ της τὰ πέταλα.
Λέω τῆς μάνας, πᾶμε κάτω γιὰ λίγη ὥρα πάλι. Πήγαμε κάτω, καὶ κάθισε ἡ μάνα κοντὰ στὸ μαγκάλι νὰ μοῦ ψήσει καφέ. Καὶ ψήνοντας τὸν καφὲ ἔλεγε καὶ ξαναέλεγε γιὰ τὴν κόρη της, τί ἄγγελος ἦταν, τί χρυσό κορίτσι, τί νοικοκυρεμένο· κι ἔλεγε τὴν ἀλήθεια.
— Μὰ γιὰ πές μου, τὴ ρωτῶ τότες, νὰ μὴν εἶχε τίποτις ἀγάπες ἡ κόρη σου;
— Θεὸς νὰ φυλάξει, γιατρέ μου! Δὲν ξέρεις τὶ ἀθῶο ποὺ εἶναι τ’ ἀκριβό
μου τὸ Λενιώ, ὁ Θεός νὰ μοῦ τήνε γλυτώσει!
Ἡ μάνα θάρρεψε πὼς κορίτσι γιὰ ν’ ἀγαπήσει πρέπει νὰ εἶναι ξετσιπωμένο.
Ἔτσι τὴν ἔμαθε τὴν ἀγάπη στὸ σκολειό της.
— Γιὰ συλλογίσου, τῆς κάνω, μὴν τύχει κι ἔχει κανένα κρυφὸ καημὸ τὸ
κορίτσι, καὶ τὴ γιατρέψουμε εὐκολώτερα.
— Ἄρρωστη καθώς εἶναι, γιατρέ μου, κάλλιο τό ‘χω νὰ τήνε θάψω, παρὰ νὰ
τὸ ντροπιάσει τὸ τιμημένο μας τ’ ὄνομα.
Εἶδα πὼς τὰ λόγια μου ἤτανε χαμένα, ἤπια τὸν καφέ, ξανακοίταξα τὴν ἄρρωστη,
διόρισα γιατρικὸ γιὰ τὴ νύχτα κι ἔφυγα.
Ὕστερ’ ἀπ’ ἄλλες τρεῖς μέρες πέθανε ἡ μικρή. Δὲ λέω πὼς δὲν ἤτανε ἀρρώστια,
μὰ τὰ νεῦρα τοῦ κοριτσιοῦ εἶχαν ἕνα χάλι ποὺ λίγη χαρά, λίγο ἀναγκάλισμα,
μποροῦσε νὰ τὴ γλυτώσει.
Πῆγα στὸ λείψανο, γιατὶ τὸ πόνεσα τὸ κακόμοιρο. Ράγιζε ἡ καρδιά μου
νὰ βλέπω τὴ μάνα του νὰ ξεσκίζεται ἀπάνω στὸ καταστόλιστο ἐκεῖνο
κορμί, ποὺ ἄλλο τῆς ζωῆς δὲν τοῦ ἔμενε παρὰ ἕνα χαμόγελο ἥσυχο.
Ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ τροπαριοῦ ποὺ μᾶς προσκαλεῖ τὸ στερνὸ τὸ φιλί. Μόλις χωρίσανε
τὴν ἀπαρηγόρητη μάνα ἀπὸ τὸ ψυχραμένο πρόσωπο, καὶ σιμώνει ἕνα
παιδί, ὣς δεκοχτὼ χρονῶ νὰ δώσει κι αὐτὸς τὸ στερνό του φίλημα. Ἦταν
τῆς γειτονιᾶς, γνώριζε τὸ σπίτι τους, θαρρῶ καὶ στὸ σκολειὸ μαζὶ πήγαιναν.
Καθόλου λοιπὸν παράξενο ποὺ σίμωνε κι αὐτὸς μὲ βρεμμένα μάτια! Σήκωσαν
τὸ λείψανο, τό’ θαψαν, ἔφυγε ὁ κόσμος, ἔκαμα νὰ φύγω καὶ γώ. Μὰ ἀντὶς
νὰ βγῶ ἀπὸ τὴ μεγάλη τὴ θύρα, ξεκίνησα νὰ βγῶ ἀπὸ τὸ πορτὶ τοῦ ἀπάνω
δρόμου, γιὰ νὰ πάω στὴν ἀγορά. Ἔκαμα λοιπὸν γύρω πίσω ἀπὸ τὴν ἐκκλησιά.
Ἐκεῖ, ὄξω ἀπὸ τὸ Ἅγιο Βῆμα, σὲ μιὰ κόχη μοναχική, ποιόνα νὰ δῶ, παρὰ
τὸ ἴδιο τὸ παιδὶ ποὺ φίλησε τὸ λείψανο τῆς Λενιῶς. Ἔκλαιγε τὰ πύρινά
του ὁ δύστυχος. Συλλογίστηκα μιὰ στιγμὴ νὰ τοῦ μιλήσω καὶ νὰ τοῦ πῶ τὸ
τί ἔλεγε ἡ Λενιώ του ἀπάνω στὸν πυρετό της. Μὰ δὲ βάσταξε ἡ καρδιά
μου. Εἶπα, ἡ ἀγάπη αὐτὴ γεννήθηκε κρυφή, κρυφὴ πρέπει καὶ νὰ ποθάνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου