|
|
Η ΠΡΩΪΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ στὴν πλατεία ἔχει τελειώσει.
Φρεσκοπλυμένα σεντόνια ἔχουν ἀρχίσει ἤδη ν' ἁπλώνονται πάνω στὶς
πλάκες της. Ἡ θέα τῶν λευκῶν περιστεριῶν ποὺ πετοῦν στὸν καθαρὸ ὁρίζοντα
ἀνακαλεῖ στὴ μνήμη του τὴ μυρωδιὰ τοῦ αἵματος. Στὸ νοῦ του ἔρχονται
κι ἐκεῖνοι οἱ στίχοι ποὺ εἶχε βρεῖ γραμμένους χρόνια πρίν, σ' ἕνα ἀκρωτηριασμένο
κομμάτι χαρτί, πεταμένο στὴ ρίζα μιᾶς γέρικης χουρμαδιᾶς: «Στὶς μέρες
καὶ στὶς νύχτες τοῦ Προφήτη πεινασμένα γεράκια καραδοκοῦν, κομματιάζοντας
τὶς νότες ποὺ ξεγλιστροῦν ἀμέριμνα στὴ σιωπὴ τῆς ἄμμου. Ὁρμοῦν ἐπάνω
στὶς ἄψυχες σκιὲς τῆς ὀθόνης καὶ στὶς φιγοῦρες τῆς σκηνῆς, ὅταν αὐτὲς
δὲν ὑποκλίνονται φιλώντας εὐλαβικά τοὺς ὤμους τῶν τοποτηρητῶν
του.»
Βαδίζει πρῶτος στὴ σειρά, μαζὶ μὲ ἄλλους, ἔχοντας τὰ χέρια δεμένα πισθάγκωνα.
Παρὰ τὸ βάλιουμ, νιώθει τὴν ἀνάσα του κοφτὴ καὶ τὴν καρδιά του νὰ χτυπᾶ
γρήγορα καὶ ἄρρυθμα. Ἀπρόσκλητες θύμησες τοῦ τραγουδοῦν καὶ τὸν ταξιδεύουν
σὲ εἰκόνες τοῦ χθές, ἀναζητώντας ἀέρα καὶ φῶς μέσα ἀπὸ λαβύρινθους
θολοὺς καὶ οἰκείους. Γνώριμες κραυγὲς συνοδεύουν τὴ διαδρομή του πρὸς
τὸ σημεῖο τῆς ἀναχώρησης. Ὅμως σὲ αὐτὲς δὲν ἀναγνωρίζει πιὰ τὴ χροιὰ
τῆς δικῆς του φωνῆς μὲ τὶς ξέγνοιαστες μέρες στὴν πλατεία, τὰ γιορτινὰ
πρωϊνά τῆς Παρασκευῆς, τὸ ποδόσφαιρο καὶ τὸ κυνηγητὸ κάτω ἀπὸ τὰ
κρεμασμένα ἀκέφαλα σώματα. Τοῦ εἶχαν πεῖ τότε, πὼς αὐτὰ ἦταν σκιάχτρα
ποὺ κρατοῦσαν μακριά τὰ στοιχειὰ τῆς ἐρήμου. Ἡ στέρφα γῆ ἐξάγνιζε τὸ
παιχνίδι τους ἀπὸ τὸ μόλεμα καὶ τὸ προστάτευε, ἔτσι ὅπως ἄτμιζε ρουφώντας
ἀχόρταγα τὸ ζεστὸ αἷμα ποὺ ἔρεε ἄφθονο.
Γονατίζει πάνω στὸ λευκὸ σεντόνι μὲ βλέμμα στραμμένο στὴ γενέτειρα τοῦ Προφήτη. Ἕνα θρηνητικὸ οὐρλιαχτὸ διεκδικεῖ διέξοδο. Μὰ τελικὰ μένει βουβό. Ἀνείπωτο. Μαῦρο πανὶ τυλίγει τὰ μάτια του καθὼς αἰσθάνεται τὸν δήμιο νὰ στέκει δίπλα του. Ὁ ἥλιος ἀρχίζει ν' ἀνεβαίνει κι ἡ δουλειὰ πρέπει νὰ ἔχει ὁλοκληρωθεῖ πρὶν τὴν ἀνυπόφορη ζέστη τοῦ μεσημεριοῦ. Δὲν ἔχει πρόθεση νὰ δυσκολέψει τὸ ἔργο τοῦ ὑπαλλήλου. Ἀκούει τὴν ἀπόφαση τῆς καταδίκης καὶ ἐπαναλαμβάνει ψιθυριστὰ τοὺς στίχους ἀπὸ τὸ Κοράνι. Παύση. Ξέρει τί πρέπει νὰ κάνει ἀπὸ ἐδῶ κι ἔπειτα. Γέρνει τὸ σῶμα του ἐλαφριὰ μπροστά. Αἰσθάνεται τὴν κόψη τῆς λεπίδας νὰ τοῦ χαϊδεύει ἁπαλὰ τὸν λαιμὸ κι ὕστερα νὰ σηκώνεται ἀπότομα. Τὸ σπαθὶ κατεβαίνει μὲ δύναμη. Διαχωρισμός — δηλαδὴ καρατόμηση. Ἡ λύτρωση στὴν Chop Chop Square μόλις ἦρθε. Τὸ πλῆθος κραυγάζει. Κάποιος τουρίστας φώναξε γκόλ.
Τρία δευτερόλεπτα ἀργότερα, τὸ κρανίο του δίχως αἰσθήσεις, βούληση,
προσδοκίες καὶ μνήμη πιά, κατρακυλᾶ στὸ πυρωμένο τσιμέντο τῆς πλατείας.
Σὲ αὐτὸν τὸν χρόνο ποὺ χρειάστηκε γιὰ νὰ σκορπίσει ἡ ψυχὴ καὶ νὰ ἑνωθεῖ
μὲ τὴ σκόνη ποὺ ἀφήνουν πίσω τους τὰ καραβάνια τῶν νομάδων τῆς ἐρήμου,
αὐτομόλησαν μαζί της καὶ οἱ ἦχοι ἀπὸ τὶς ἀπαγορευμένες ὅλα αὐτὰ τὰ
χρόνια μουσικές, οἱ εἰκόνες ἀπὸ τὰ ἀποκλεισμένα θεάματα, ἡ γλυκιὰ
γεύση τοῦ ἀπαγορευμένου ἱδρώτα καὶ τῶν ἀγγιγμάτων τῆς σάρκας, ἡ μυρωδιὰ
τῆς ἁρμύρας ποὺ ὁ νοτιοανατολικὸς ἄνεμος ἔφερνε ἀπὸ τὸν ὠκεανό.
Ἕναν ὠκεανὸ ποὺ ἐκεῖνος δὲν ἀντίκρισε ποτέ, μὰ κάθε βράδι ὀνειρεύονταν
πὼς πατοῦσε τὴν ἀντίπερα στεριά του.
«Σκατά!» μούγκρισε ὁ παχύσαρκος ἄντρας κοιτάζοντας τὸ ρολόϊ του, δεκατρεῖς
χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Ἅρπαξε τὸ τηλεκοντρὸλ ποὺ ἦταν χωμένο
στὰ μαξιλάρια τοῦ καναπὲ καὶ τίναξε στὸ πάτωμα τὰ τρίμματα ἀπὸ τὰ
πατατάκια ποὺ εἶχαν σταθεῖ στὴν κοιλιά, στὰ μπούτια καὶ στὸ λευκό του
σώβρακο. Ἔκλεισε τὴν τηλεόραση καὶ προσπάθησε νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὸν
καναπέ, κάτι ποὺ δὲν τὸ κατάφερε οὔτε τὴ δεύτερη οὔτε τὴν τρίτη φορὰ
ποὺ τὸ ἐπιχείρησε. Τοῦ πῆρε κάμποση ὥρα νὰ χωρέσει στὴ φρεσκοπλυμένη
στολὴ ποὺ εἶχε φέρει νωρίτερα ἀπὸ τὸ καθαριστήριο. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἔφτανε
στὸ τελευταῖο κουμπὶ τοῦ πουκαμίσου μὲ τὸ κεντημένο γεράκι στὸ ἀριστερὸ
μανίκι, κοντοστάθηκε στὸ παράθυρο. Κοίταξε ἀδιάφορα τὸν βροχερὸ
οὐρανὸ κι ἔπειτα τὸ βλέμμα του καρφώθηκε στὴ νοητὴ εὐθεία ποὺ περνοῦσε
ἀπὸ τὴ 13η πτέρυγα τῶν Πολιτειακῶν Φυλακῶν, τὴν Death Row. Ἔμεινε ἔτσι
ἀκίνητο καὶ ἀπλανὲς γιὰ μερικὲς στιγμές. Ἔφερε τὸ χέρι του στὸ στέρνο
καὶ σχημάτισε φευγαλέα τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ἀπὸ τὸ τραπέζι τῆς εἰσόδου
σήκωσε τὸν φάκελο μὲ τίτλο: «Πρωτόκολλο Chapman —Ἐφαρμογὴ καὶ Διαχείριση
Ἐκτελέσεων.» Ἡ τελευταία σκέψη ποὺ ἔκανε πρὶν κλείσει πίσω του τὴν
πόρτα καὶ χαθεῖ, ἦταν ὅτι ἂν τὰ πράγματα συνεχίσουν νὰ πηγαίνουν καλὰ
στὴ δουλειά, ἴσως μπορέσει νὰ περάσει ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν καλοκαιρινή
του ἄδεια ταξιδεύοντας κάπου στὴ Μεσόγειο. Ἰταλία, Ἱσπανία, Γαλλία,
Ἑλλάδα ἴσως. Τὰ χείλη του συσπάστηκαν σ' ἕνα ἐλαφρὺ χαμόγελο προσμονῆς
καὶ ἱκανοποίησης.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Σπύρος Ε. Κρόκος (1973). Σπούδασε μαθηματικὰ στὸ Πανεπιστήμιο Ἰωαννίνων
καὶ ἐργάζεται ὡς ἐκπαιδευτικὸς στὸ Μουσικὸ Σχολεῖο Ἀθήνας. Ἔχει ὁλοκληρώσει
μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὴ Μαθηματικὴ Ἐκπαίδευση (MSc), στὶς Ἐπιστῆμες
τῆς Ἀγωγῆς (MEd) καὶ στὴ Δημιουργικὴ Γραφὴ (MA). Μικρῆς φόρμας ἔργα
του ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ λογοτεχνικὲς ἰστοσελίδες. Ἐνδεικτικὲς
ἀναφορές: «Τὸ automotrice τοῦ χρόνου», «Southern Point», «Πλανόδιον Ἱστορίες
Μπονζάι», κ.ἄ. Τὰ διηγήματά του «Ὁ Ἀφρικάνικος Ζακὸ», «Ἱστορίες
στὶς Ράγες» καὶ «Τελευταῖο Δρομολόγιο» ἔχουν συμπεριληφθεῖ στὶς συλλογὲς
διηγημάτων Δώματα μὲ
Θέα (ἐκδ. Παράξενες Μέρες). Ζεῖ στὴν Ἀθήνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου