|
|
ΓΡΑΦΩ ΣΕ ΌΛΟΥΣ ἐσᾶς ποὺ περνᾶτε συνέχεια ἀπὸ μπροστά μου κι ὅμως ποτὲ δὲν μὲ βλέπετε. Γεννήθηκα γύρω στὸ 1890. Στὴν ἀρχὴ μὲ ἔλεγαν Φίλιππο Β΄ καὶ τὸν ἀδερφό μου Μεγαλέξανδρο. Μόλις ὁ πατέρας μας, Ἰωάννης Μπάγκας, μᾶς ἄφησε πῆρα τὸ ὄνομά του. Τότε, χάζευα τὴν ἥσυχη πλατεία μὲ τοὺς φοίνικες, τοὺς φανοστάτες, τὰ παγκάκια καὶ τὶς ἅμαξες. Πόσος καλὸς κόσμος πέρασε ἀπ’ τὰ διαμερίσματά μου χαζεύοντας τοὺς εὐρύχωρους διαδρόμους μου, τοὺς ἀριστοκρατικούς μου καθρέφτες, τοὺς ἀκριβούς μου πίνακες καὶ τὰ σκαλιστά μου ἀγαλματάκια…
Μὰ τὴν ἴδια στιγμή, ἕνας ἄλλος κόσμος μαζευόταν στὸ λουκουματζίδικο ποὺ εἶχα στὸ ὑπόγειο. Αὐτοὺς —τὸ ὁμολογῶ— προτιμοῦσα νὰ τοὺς κρυφακούω περισσότερο. Κάποιους τοὺς θυμᾶμαι ἀκόμα —Λαπαθιώτης, Παπανικολάου, Ἄγρας, Ρίτσος, Λάσκος, Βαμβακάρης— καὶ ἄλλους πολλοὺς τοὺς ἔχω πιὰ ξεχάσει. Ἡ φτώχεια, ἡ φυματίωση, τὸ ποτό, τὸ χασὶς καὶ ἡ τέχνη βασίλευαν ἐκεῖ μέσα. «Κάτω ἀπ’ τὰ τόξα τοῦ ὑπογείου μὲ τὶς τεφρὲς σκιές των καὶ μὲς στὴν κούφια ἀτμόσφαιρα ποὺ μιὰ σιγὴ ἀντηχεῖ, τῆς κοινωνίας οἱ ἄχρηστοι κηφῆνες μοναχοὶ στὸ περιθώριο τῆς ζωῆς διαγράφουν τὶς τροχιὲς των»(1), θυμᾶμαι εἶχε γράψει ἕνας.
Μετὰ τὰ χρόνια πέρασαν γρήγορα· πόλεμος, κατοχὴ καὶ ἀνοικοδόμηση.
Τὰ αὐτοκίνητα στριφογυρνοῦσαν ἀσταμάτητα, τὸ τσιμέντο σκέπασε τὰ
δέντρα κι ἐγὼ ἄρχισα νὰ γερνάω. Ὅλο καὶ λιγότεροι ἀντίκριζαν πιὰ
τοὺς γδαρμένους τοίχους καὶ τὰ τρυπημένα μου πατώματα. Στὴν αὐγὴ τῆς
νέας χιλιετίας τὰ φῶτα μου ξαφνικὰ ἔσβησαν. Ἀπὸ τότε, τὸν ἀπρόθυμο
ὕπνο μου διακόπτουν εὐχάριστα κάθε τόσο ζωγράφοι καὶ θεατρίνοι ποὺ
μοῦ θυμίζουν ἐκείνους τοὺς παλιούς. Μόνο αὐτοὶ βλέπουν μιὰ ὀμορφιὰ στὸ
σκοτάδι μου.
(1) Στίχοι ἀπὸ τὸ ποίημα «Τὸ
Μπάγκειον» τοῦ Ὀρέστη Λάσκου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου