|
|
Ο ΡΕΝΕ ἦταν ψηλὸς σὰν καλοσχηματισμένο
σκιάχτρο, εἶχε ἕνα ἄβολο χαμόγελο ποὺ τὸν ἔκανε συμπαθῆ καὶ δυὸ ἀγωνιώδη
μάτια ποὺ τὸν ἔκαναν νὰ φαίνεται ἔξυπνος. Ἐπίσης εἶχε μιὰ περίεργη
ἱκανότητα ἢ δυσκολία ἴσως.
Ὅταν ἔνιωθε ἐρωτικὴ ἕλξη γιὰ κάποιον καὶ ἤθελε νὰ τὸν φιλήσει,
ταυτόχρονα ἐπιθυμοῦσε διακαῶς νὰ τὸν σκοτώσει. Ὁπότε δὲν εἶχε φιλήσει
ποτὲ κανέναν ἄνθρωπο, ἀπὸ ἀποστροφὴ στὰ δολοφονικὰ ἔνστικτα ποὺ
γεννᾶ ὁ ἔρωτας.
Ὅλα ἔγιναν χειρότερα μόλις γνώρισε τὴν Λουΐζ. Μόνο μὲ πλανητικὴ σύγκρουση θὰ μποροῦσε νὰ τὸ συγκρίνει. Ἡ Λουῒζ τὸν συγκινοῦσε ἐπικίνδυνα. Ἀπρόθυμος νὰ ἀντιστέκεται, σκέφτηκε νὰ προτείνει στὴν Λουῒζ νὰ φιλιοῦνται μὲ ἕναν μοναδικὸ τρόπο, νὰ φορᾶνε κουκοῦλες ὅσο φιλιοῦνται καὶ ἔτσι νὰ μὴν μπορεῖ νὰ δεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.
Μετὰ ἀπὸ ἕνα μήνα ἀπουσίας ἡ Λουῒζ τοῦ ἔστειλε ἕνα ἀντίγραφο τοῦ
πίνακα τοῦ Μαγκρίτ, «Οἱ Ἐραστές ΙΙ».
Σὰν εὐχαριστήρια ἀπάντηση τῆς ἔστειλε ἕνα τηλεγραφικὸ σχεδὸν μήνυμα
ποὺ συνόψιζε τὴν κατάστασή του.
Ἕνα βράδυ τὴν βρῆκε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι του νὰ φορᾶ ἕνα λευκὸ σεντόνι στὸ
κεφάλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου