|
|
Ο ΤΟΠΙΚΙΣΜΟΣ εἶχε γεννήσει πολλὰ κακὰ
καὶ στὰ χρόνια τῆς Ἐπανάστασης, γιατὶ ἀπὸ τότε οἱ ντόπιοι, μάλιστα οἱ
Μωραΐτες, μισοῦσαν τὸ Μαυροκορδάτο, τὸν μεγάλον πολιτικό, καὶ τοὺς
Φαναριῶτες καὶ τοὺς ἄλλους ξένους, ποὺ ἤτανε πιὸ διαβασμένοι,
κ' ἔτσι μὲ τὰ προσόντα τους, τὴ γλωσσομάθειά τους, περνούσανε μπροστὰ
ἀπὸ τοὺς ἀγράμματους τοὺς ντόπιους, πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικούς.
Μὰ τὸ μεγάλο κακὸ ξέσπασε μὲ τὸ περίφημο ζήτημα
τοῦ «Αὐτοχθονισμοῦ», ποὺ ὁ Τριπολιτσιώτης Ρήγας Παλαμήδης κι' ἄλλοι
Μωραΐτες-Ρουμελιῶτες φέρανε στὴ Συνέλευση τοῦ 1843.
Ὁ σκοπός τους ἤτανε νὰ βάλουνε κάποιο φραγμὸ στῶν
νιόφερτων [«Ἑτεροχθόνων»] τὴν πλημμύρα, ποὺ γινόντανε πολῖτες εὔκολα
κι' ἁρπάζανε τὴς δημόσιες θέσεις ἀπὸ τοὺς ντόπιους, ποὺ εἴχανε δώσει
τὸ ἔχει καὶ τὸ αἷμα τους γιὰ τὸν ἀγῶνα τοῦ Εἰκοσιένα καὶ γιὰ νὰ στρώσουν
τὸ τραπέζι ποὺ ἐρχόνταν καὶ καλοκαθίζαν οἱ ξενόφερτοι. Ὅμως τὸν ἀγῶνα
τοῦ Εἰκοσιένα δὲν τὸν εἴχανε βγάλει πέρα Μωραΐτες μοναχὰ καὶ Ρουμελιῶτες,
μὰ ὁλάκερο τὸ Ἑλληνικό, κι' ἄφησε τοὺς φιλέλληνες [Εὐρωπαίους κι'
Ἀνατολῖτες].
Τρομερὸς ἦταν ὁ χωρισμὸς καὶ στὴ Συνέλευση καὶ στὴς ἐφημερίδες, μὰ καὶ στὸν κόσμο τὸν πολύ. Ἀφοῦ ὁ Θοδωράκης Γρίβας κι' ἄλλοι ἀγράμματοι Ἀγωνιστὲς προβάλαν ἀκράτητοι ρήτορες στὸ βῆμα καὶ χτυποῦσαν τοὺς ἑτεροχθόνους, ἀποφάσισε κι' ὁ Χατζηχρῆστος ὁ ἑτερόγλωσσος, γεννημένος ἴσως Βούλγαρος, ἴσως Σέρβος, ποὺ μὲ τὸ ἄταχτο ἱππικό του, ἑτερόγλωσσο κι' αὐτὸ τὸ περισσότερο, τόσες εἶχε καταφέρει παληκαριὲς ἐνάντια στοὺς τρομεροὺς Ντελῆδες, ἀποφάσισε νὰ δοκιμάσῃ αὐτῆς τῆς λογῆς τὸν πόλεμο, τὰ λόγια τὰ ρητορικὰ στὸ βῆμα ἀπάνω. Σκαρφαλώνει τὸ λοιπὸν ἐκεῖ, μὰ καθὼς ἀντικρύζει τόσα μάτια, τόσα πρόσωπα γελαστικά, τρέμει σὰ νἄτανε κιοτῆς [δειλὸς] καὶ σὰ ν' ἀντίκρυσε πρώτη φορὰ τοὺς ἄγριους τοὺς Ντελῆδες. Τρέμει, χλωμιάζει, θέλει ν' ἀρχίσῃ ἀπ' τὴς παλιές του θύμησες, ὅταν μὲ τοὺς παλιοὺς συντρόφους του τοὺς «Ἑτερόχθονας» τὸν Τοῦρκο πολεμοῦσε, κι' ἀρχίζει μὲ ὑπόκωφη λαλιὰ νὰ λέῃ:
— Ποῦ εἶναι ἐμένα ἐκεῖνο Παπάζογλου, ποῦ εἶναι ἐμένα
ἐκεῖνο Χατζη-Ζορμπᾶ, ποῦ εἶναι ἐμένα ἐκεῖνο...
Πνίγεται ἡ φωνή του καὶ μένει ὀρθὸς ἐκεῖ καὶ κλαίει.
Νεκρικὴ σιωπή, κι' ἀρχίζει τὸ ἀκροατήριο νὰ κλαίῃ, κλαῖνε οἱ γέροντες
στρατιωτικοὶ Πληρεξούσιοι, κλαῖν οἱ ἀπόμαχοι κ' οἱ Φαλαγγῖτες ἀκροατὲς
ἀκράτητα, κλαῖν ὅλοι.
Ὁ Πρόεδρος στενοχωρεμένος θυμᾶται πὼς ὁ στρατηγὸς
Τσούρτσης, ὁ Ἄγγλος φιλέλληνας, Ἑτερόχθονας κι' αὐτός, ζήτησε νὰ μιλήσῃ
καὶ βέβαια ἐνάντια στοὺς Αὐτοχθονιστές.
— Ὁ κ. Τσοὺρτς ἔχει τὸν λόγον!
Σηκώνεται μὲ τὸ στανιὸ στὰ πόδια του ὁ γέρο-στρατηγός,
μὰ βῆμα δὲ μπορεῖ νὰ κάμῃ· ἀκουμπάει μὲ τὄνα χέρι στὸ κάθισμα, ἀγριοκυτάζει
τὸ Γρίβα καὶ τὸν Κριεζώτη, γιατὶ οἱ στρατιωτικοὶ οἱ παλιοὶ ἔπρεπε νὰ
πονᾶνε τοὺς παλιοὺς συντρόφους, καὶ μὲ τὴν ἀγγλική του προφορὰ βάνει
φωνὴ μεγάλη:
— Γκαϊντούρια!
Καὶ σωριάζεται κατάχλωμος στὸ κάθισμά του.
Τρέχουν οἱ Πληρεξούσιοι ταραγμένοι γύρω του, βλέπουν
πὼς δὲν εἶχε πάθει τίποτε, παύουν τότε τὰ κλάματα, καὶ ξαφνικὰ γέλια
ἀκράτητα χύνονται παντοῦ γιὰ τὸ σωστὸ καὶ ταιριαστὸν αὐτὸ λόγο τοῦ
γερο-Ἀγωνιστῆ.
Ὅμως καὶ πάλι τὸ ζήτημα εἶχε χαθῆ, κ' οἱ Αὐτοχθονιστὲς
κερδῆσαν τὸ σκοπό τους(1).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου