Του Nταβὶδ Ρόας (David Roas).
Ο ΙΣΜΑΕΛ ΓΚΟΝΤΙΝΕΘ, διαυγὴς ἀκόμα, παρατηρεῖ πῶς τὸ σῶμα του ταλαντεύεται, σὰν κούκλα, κρεμασμένη ἀπὸ τὸ ταβάνι τοῦ δωματίου καὶ μετανιώνει ποὺ ὑπέκυψε σὲ ἐκείνη τὴν ἀνόητη παρόρμηση. Τὰ χέρια του ἐνεργοῦν αὐτόνομα,
προσπαθώντας νὰ σταματήσουν τὸ τρομερὸ σφίξιμο στὸ λαιμό, καθὼς οἱ
πνεύμονές του παλεύουν νὰ ρουφήξουν λίγο ἀέρα ἀκόμα. Ξαφνικά, μιὰ
μικρὴ δέσμη φωτὸς γλιστράει κάτω ἀπὸ τὴν πόρτα. Ὁ Ἰσμαὲλ ξέρει ὅτι
μπορεῖ νὰ καταφθάνει ἡ σωτηρία του, ἀλλὰ δὲν τολμάει νὰ κουνηθεῖ: αὐτὸ
θὰ ἐπιτάχυνε τὸ στραγγαλισμό του. Γιὰ νὰ τραβήξει τὴν προσοχή, βγάζει
πνιχτὰ βογκητά. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τῆς πόρτας, οἱ γονεῖς του ἀκοῦνε
σιωπηλοί, εὐτυχισμένοι ποὺ ὁ Ἰσμαέλ, ἐπιτέλους, ἔφερε στὸ σπίτι
μιὰ φιλεναδίτσα.
Πηγή : Πλανόδιον
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου