Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

“Τὰ δῶρα”



 της Ηρώς Νικοπούλου


.

H Πωλὶν Φάιφερ τακτοποίησε μὲ δυσκολία τὸ τελευταῖο προσώρας δῶρο στὸ μικρὸ ἀποθηκάκι κάτω ἀπὸ τὴ σκάλα. Ἔκλεισε τὴν πόρτα μὲ δυσκολία καὶ ξεφύσηξε λαχανιασμένη. Δὲν εἶχε ἀπαλλαγεῖ ἀκόμα ἀπ’ ὅλα τὰ περιτ­τὰ κιλὰ τῆς ἐγκυμοσύνης. Εἶχε ἀρχίσει νὰ στέλνει ξανὰ τὶς ἀντα­ποκρίσεις της στὸ Vanity Fair, ἀλλὰ δὲν τολμοῦσε νὰ περάσει ἀπὸ τὰ γραφεῖα πρὶν ἀποκατασταθεῖ ἐντελῶς ἡ σιλουέτα της. Ἴσιωσε τὴ ραφὴ στὶς κάλτσες της καὶ ἐπέστρεψε χαμογελώντας στὸ σαλόνι. Ὁ εὔθυμος ἦχος τοῦ κουδου­νιοῦ της ἐξώπορτας ἀνάγγελλε διαρκῶς καινούργιους ἐπισκέ­πτες. Ἡ οἰκιακὴ βοη­θὸς ἔτρεχε ν’ ἀνοίξει, παραλάμβανε καπέλα, παλτὰ καὶ δῶρα γιὰ τὸν φρε­­­σκο­βαφτισμένο Πάτρικ καὶ τὰ στοίβαζε στὸ πίσω μέρος τοῦ λιβινγκ­ρούμ. Τὴν ἑπομένη, ὅταν ἡ Πωλὶν ξεκίνησε ν’ ἀνοίγει τὰ δῶρα τὴν περίμενε μιὰ παράξενη ἔκπληξη. Σχεδὸν ἕνα παρὰ ἕνα τὰ πέντε πρῶτα κουτιὰ ἀποκάλυπταν μικροσκοπικὰ παπουτσάκια σὲ διάφορα σχέ­δια καὶ χρώμα­τα. Ἡ Πωλὶν ἔβαλε ἕνα δίσκο στὸ πικάπ, ἕνα τζὶν τόνικ μὲ πάγο καὶ φώ­ναξε τὸν ἄντρα της. Συνέχισαν μαζὶ τὸ ἄνοιγμα καὶ μετὰ τὸ τέ­ταρτο ζευ­γάρι ἄρχισαν γελώντας τὰ στοιχήματα. Στὸ τέλος οἱ κατάπλη­κτοι γονεῖς μέτρησαν συνολικὰ δώδεκα ζευγάρια παπου­τσάκια στὸ ἴδιο ἀκριβῶς νούμερο γιὰ τὸ βλαστάρι τους, ποὺ σὰν νὰ κατά­λαβε περὶ τίνος ἐπρό­κειτο τοὺς πλησίασε μπουσου­λώντας μὲ ταχύ­τητα. Γιὰ μιὰ στιγμὴ κοιτάχτηκαν οἱ τρεῖς τους κατάματα. Μετὰ ἀπὸ ἕνα ἀκόμα ξέσπασμα γέλιου μέχρι δακρύων, ἡ Πωλὶν εἶπε πὼς ἀποκλείεται νὰ τὰ χρη­σιμο­ποιήσουν ὅλα, γιατί τὰ ποδαράκια τῶν παιδιῶν μεγαλώνουν πιὸ γρή­γορα κι ἀπὸ τὰ δροσερὰ ραπανάκια τοῦ κήπου τους.  Τὸ πο­λὺ ποὺ θὰ χρειαζόταν ὁ μικρὸς σ’ αὐτὸ τὸ νούμερο ἦταν δύo-τρία ζευγά­ρια· «καὶ τὰ ὑπόλοιπα;...» ἀναρωτήθηκε ξαναβάζοντάς τα μηχανικὰ μέσα στὰ κουτιά, «ἂν ἤμουν τουλάχιστον μέλος σὲ φιλανθρωπικὴ ὀργάνωση γιὰ παι­διά, θὰ πιάνανε τόπο», μουρμούρισε, «οἱ ἄνεργοι ὅμως τῆς λέ­σχης μας τί νὰ τὰ κάνουν;». «Πολὺ ἁπλό» εἶπε ὁ ἄντρας της παίρνοντας κάποια κουτιὰ στὴν ἀγκαλιὰ του καθὼς ἔβγαινε ἀπὸ τὸ δωμάτιο, «θὰ τὰ πουλήσουμε καὶ θὰ δώσουμε τὰ χρήματα στὸ σύλλογο...». Ἡ Πωλὶν ἀφοῦ κράτησε στὴν ἄκρη τρία ζευγάρια ἔκλεισε καὶ τὸ τελευταῖο κουτὶ φωνάζοντας, «ἐντάξει, καὶ πῶς θὰ τὸ κάνουμε;...» «Μὲ μιὰ ἀγγελία στὴν ἐφη­μερίδα» ἀκούστηκε ἡ φωνὴ του ὑπόκωφη κάτω ἀπ’ τὴ σκάλα. «Καὶ τί θὰ λέμε, δηλαδή...» ξαναφώναξε, δαγκώνοντας ἤδη ἕνα μο­λύβι. «Ἁπλούστατο, γράφεις;...» «Ἀκούω...:»

«Γιὰ πούλημα: παιδικὰ παπού­τσια, ἐντελῶς ἀφόρετα.»






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου