της Ηρώς Νικοπούλου
.
H Πωλὶν Φάιφερ τακτοποίησε μὲ δυσκολία τὸ
τελευταῖο προσώρας δῶρο στὸ μικρὸ ἀποθηκάκι κάτω ἀπὸ τὴ σκάλα. Ἔκλεισε τὴν
πόρτα μὲ δυσκολία καὶ ξεφύσηξε λαχανιασμένη. Δὲν εἶχε ἀπαλλαγεῖ ἀκόμα ἀπ’ ὅλα τὰ
περιττὰ κιλὰ τῆς ἐγκυμοσύνης. Εἶχε ἀρχίσει νὰ στέλνει ξανὰ τὶς ἀνταποκρίσεις
της στὸ Vanity Fair, ἀλλὰ δὲν τολμοῦσε νὰ περάσει ἀπὸ τὰ γραφεῖα πρὶν ἀποκατασταθεῖ
ἐντελῶς ἡ σιλουέτα της. Ἴσιωσε τὴ ραφὴ στὶς κάλτσες της καὶ ἐπέστρεψε
χαμογελώντας στὸ σαλόνι. Ὁ εὔθυμος ἦχος τοῦ κουδουνιοῦ της ἐξώπορτας ἀνάγγελλε
διαρκῶς καινούργιους ἐπισκέπτες. Ἡ οἰκιακὴ βοηθὸς ἔτρεχε ν’ ἀνοίξει,
παραλάμβανε καπέλα, παλτὰ καὶ δῶρα γιὰ τὸν φρεσκοβαφτισμένο Πάτρικ καὶ τὰ
στοίβαζε στὸ πίσω μέρος τοῦ λιβινγκρούμ. Τὴν ἑπομένη, ὅταν ἡ Πωλὶν ξεκίνησε ν’
ἀνοίγει τὰ δῶρα τὴν περίμενε μιὰ παράξενη ἔκπληξη. Σχεδὸν ἕνα παρὰ ἕνα τὰ πέντε
πρῶτα κουτιὰ ἀποκάλυπταν μικροσκοπικὰ παπουτσάκια σὲ διάφορα σχέδια καὶ χρώματα.
Ἡ Πωλὶν ἔβαλε ἕνα δίσκο στὸ πικάπ, ἕνα τζὶν τόνικ μὲ πάγο καὶ φώναξε τὸν ἄντρα
της. Συνέχισαν μαζὶ τὸ ἄνοιγμα καὶ μετὰ τὸ τέταρτο ζευγάρι ἄρχισαν γελώντας τὰ
στοιχήματα. Στὸ τέλος οἱ κατάπληκτοι γονεῖς μέτρησαν συνολικὰ δώδεκα ζευγάρια
παπουτσάκια στὸ ἴδιο ἀκριβῶς νούμερο γιὰ τὸ βλαστάρι τους, ποὺ σὰν νὰ κατάλαβε
περὶ τίνος ἐπρόκειτο τοὺς πλησίασε μπουσουλώντας μὲ ταχύτητα. Γιὰ μιὰ στιγμὴ
κοιτάχτηκαν οἱ τρεῖς τους κατάματα. Μετὰ ἀπὸ ἕνα ἀκόμα ξέσπασμα γέλιου μέχρι
δακρύων, ἡ Πωλὶν εἶπε πὼς ἀποκλείεται νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν ὅλα, γιατί τὰ
ποδαράκια τῶν παιδιῶν μεγαλώνουν πιὸ γρήγορα κι ἀπὸ τὰ δροσερὰ ραπανάκια τοῦ
κήπου τους. Τὸ πολὺ ποὺ θὰ χρειαζόταν ὁ μικρὸς σ’ αὐτὸ τὸ νούμερο ἦταν
δύo-τρία ζευγάρια· «καὶ τὰ ὑπόλοιπα;...» ἀναρωτήθηκε ξαναβάζοντάς τα μηχανικὰ
μέσα στὰ κουτιά, «ἂν ἤμουν τουλάχιστον μέλος σὲ φιλανθρωπικὴ ὀργάνωση γιὰ παιδιά,
θὰ πιάνανε τόπο», μουρμούρισε, «οἱ ἄνεργοι ὅμως τῆς λέσχης μας τί νὰ τὰ
κάνουν;». «Πολὺ ἁπλό» εἶπε ὁ ἄντρας της παίρνοντας κάποια κουτιὰ στὴν ἀγκαλιὰ
του καθὼς ἔβγαινε ἀπὸ τὸ δωμάτιο, «θὰ τὰ πουλήσουμε καὶ θὰ δώσουμε τὰ χρήματα
στὸ σύλλογο...». Ἡ Πωλὶν ἀφοῦ κράτησε στὴν ἄκρη τρία ζευγάρια ἔκλεισε καὶ τὸ
τελευταῖο κουτὶ φωνάζοντας, «ἐντάξει, καὶ πῶς θὰ τὸ κάνουμε;...» «Μὲ μιὰ ἀγγελία
στὴν ἐφημερίδα» ἀκούστηκε ἡ φωνὴ του ὑπόκωφη κάτω ἀπ’ τὴ σκάλα. «Καὶ τί θὰ
λέμε, δηλαδή...» ξαναφώναξε, δαγκώνοντας ἤδη ἕνα μολύβι. «Ἁπλούστατο, γράφεις;...»
«Ἀκούω...:»
«Γιὰ
πούλημα: παιδικὰ παπούτσια, ἐντελῶς ἀφόρετα.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου