Διαβάζω αυτό το μικρό αφήγημα από το βιβλίο ''Οι μέρες αφηγούνται'' ,του Eduardo Galeano (
εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ, Οκτώβριος 2012) :
«…. το 2007, ένας βιολονίστας
έδωσε κονσέρτο σε έναν σταθμό του μετρό της Ουάσινγκτον.
Ακουμπισμένος
στον τοίχο, δίπλα σε έναν σκουπιδοτενεκέ, ο μουσικός, που περισσότερο έμοιαζε
με ένα συνηθισμένο αγόρι από τις συνοικίες, έπαιξε έργα του Σούμπερτ και άλλων
κλασικών, επί τρία τέταρτα της ώρας.
Χίλια
εκατό άτομα πέρασαν από
μπροστά του δίχως να διακόψουν το γρήγορο βάδισμά τους. Εφτά κοντοστάθηκαν για
μερικά δευτερόλεπτα. Κανείς τους δεν χειροκρότησε. Μερικά παιδιά θέλησαν να
σταματήσουν, αλλά οι μητέρες τους τα έσυραν βιαστικά.
Κανένας δεν
ήξερε ότι ο βιολονίστας ήταν ο Τζόσουα Μπελ, από τους πιο καλοπληρωμένους του
κόσμου, και με πάμπολλους θαυμαστές.
Το κονσέρτο το
είχε οργανώσει η εφημερίδα The Washington Post. Ήταν ένας τρόπος για να
ρωτήσει: «Έχετε χρόνο για κάτι ωραίο;»
Συμπαθητική η αφήγηση, συμπαθητική η υπόθεση ότι η καθημερινότητα δεν αφήνει χρόνο για την
πρόσληψη του «ωραίου». Μήπως όμως μπορεί να διατυπωθεί και άλλη υπόθεση για τη συμπεριφορά των «χιλίων
εκατό»; Μήπως - σε αυτό το βασίλειο του τυχαίου - οι διερχόμενοι δεν αποτελούσαν
αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού, ή μήπως ανήκαν
σε κάποια κατηγορία άλλων μουσικών
προτιμήσεων;
Μήπως η καταξίωση ενός βιολονίστα έρχεται ως αποτέλεσμα ενός καλλιτεχνικού πλαισίου, όντας εν μέρει άσχετη
με την δυνατότητά του να συνεγείρει (να φέρει στο «τσακίρ κέφι», ούτως ειπείν…)
το ευρύτερο κοινό; Μήπως ενεδρεύει κάπου και επιβάλλεται ο κομφορμισμός της high class;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου