Της Μαρίας
Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Το φθινόπωρο ή η ευτυχία της ανάρρωσης.
Απολαμβάνεις χίλια δυο μικροπράγματα που πριν δεν έβλεπες βουλιαγμένος στο
πανηγύρι των διακοπών. Τον πρωινό περίπατο στους άδειους δρόμους, τ’ αναπάντεχο
συναπάντημα με μιαν ανθισμένη γαζία απ’ όπου κλέβεις δυο χνουδωτά μυρωδάτα
λουλούδια, που θυμίζουν πρωτοφτέρουγα κοτόπουλα, ο πρωινός ήλιος που θωπεύει, η
λαμπερή θάλασσα κι ο γαλήνιος ουρανός, τα μυστικά των κυμάτων.
Στιγμές
ευτυχίας. Το γιασεμί που επιμένει να μοσκοβολά μεθυστικά, κάποια πουλιά που
τιτιβίζουν στα δέντρα, το ξαφνικό φτεροκόπημα ερωτευμένων χελιδονιών, οι γλάροι
που εξαφανίστηκαν κι οι βάρκες που ράθυμα χαράζουν τον ορίζοντα, η ξαφνική
μπόρα. Απολαμβάνεις τις τελευταίες καλοκαιριές. Σαν γάτα. Το μεσημέρι, στο
εξοχικό, την ώρα του φαγητού ξετρελαμένες από την πείνα τσακωνόντουσαν ποια θα
πρωταρπάξει το ψαροκέφαλο που τους πετούσαμε. Μια μικρή, η πιο αυθάδης, ανέβηκε
και στο τραπέζι. Τα σπίτια όλα κλειστά κι ο χειμώνας καταδικάζει αυτά τα γατιά,
τα καλομαθημένα του καλοκαιριού σε θάνατο από ασιτία.
Τις έβλεπες να
υπερασπίζονται με μανία και το τελευταίο κόκαλο, να ουρλιάζουν απειλητικά σ’
όποιον σίμωνε την περιοχή που η πιο τυχερή κρυβόταν κρατώντας σφιχτά στο στόμα
τη μπουκιά, ανήμπορη να την ακουμπήσει στο χώμα για να την απολαύσει, άλλαζε
συνέχεια στέκια κι οι άλλες την κυνηγούσαν μυρίζοντας το πέρασμά της,
ελπίζοντας πως ίσως κάποιο ψίχουλο κάπου της έπεσε να τις παρηγορήσει. Η εικόνα
θύμιζε ζούγκλα κι άγρια ένστικτα. Δεν είχε σχέση με τις διαφημίσεις της
τηλεόρασης με τις κονσέρβες για τ’ αγαπημένα μας τετράποδα. Εδώ υπήρχε η μάχη
της επιβίωσης. Αυτές οι γάτες θ’ αναγκαζόντουσαν ξανά να κυνηγούν ποντίκια. Θυμήθηκα
τη σιαμέζα μου που κάποτε μου είχε φέρει για τρόπαιο ένα ψόφιο ποντικό. Τον
σκότωσε για να διασκεδάσει αλλ’ ήταν πολύ χορτάτη για να τον φαει. Τούτες οι
γάτες θα ξεσχίζουν το θύμα τους από αναγκαιότητα. Ακόμη και στον κόσμο των
κατοικίδιων υπάρχουν ταξικές διακρίσεις. Γάτες γόησσες που καμαρώνουν στις
γιγαντοαφίσες και κοπρίτες που ψοφάνε απ’ το κρύο και την πείνα σ’ ένα προάστιο
θερινών διακοπών ή και σε μιαν αποστειρωμένη πόλη.
Τώρα
που εκπαιδευτήκαμε και τοποθετούμε τα σκουπίδια μας στους κλειστούς βαρείς
κάδους του δήμου τ’ αδέσποτα είναι καταδικασμένα σε θάνατο. Όπως και κάποιοι
άνθρωποι τούτο τον δίχως θέρμανση χειμώνα. Όχι πολλοί μας λένε. Μονάχα ένα στα
δέκα εκατομμύρια κάτω από το επίπεδο της φτώχειας όταν παγκόσμια ένας στους έξι
πεθαίνουν από πείνα. Έτσι έχουν τα πράγματα λένε. Κάθε κυβέρνηση (και η δική
μας) κάνει ότι μπορεί μα τίποτε δε γίνεται. Πάντα. Απλώς αναβάλουν την επίτευξη
των στόχων. Θα μπορούσε νάταν χειρότερα μας παρηγορούν κι εμείς γυρνάμε το
κανάλι στα παράθυρα με τα σκάνδαλα και τις φρέσκιες σαπουνόπερες.Τι να κάνουμε;
Χειμώνας μπαίνει και κλεινόμαστε στο καβούκι. Οι δέκα στους εκατό; Ξοφλημένοι
κι αυτοί. Σα γάτες αλανιάρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου