Μπονζάϊ διήγημα του Aντώνη Ζέρβα
Αὐτοῦ ἀπέβλεπε ὁ
φιλόσοφος, διότι ὁ φίλος ἦταν ἰδιοκτήτης χρηματιστηριακοῦ γραφείου
ποὺ ἕνα διάστημα ἔκανε χρυσὲς δουλειές, μὰ τώρα ἔπρεπε νὰ κλείσει,
ἀφοῦ στρεφόταν ἐναντίον τῆς ἀξιοπιστίας τοῦ φιλοσόφου.
ποὺ φρόντισε μὲ μεγάλη ἐπιμέλεια τὰ οἰκονομικά του. Καὶ εἶμαι βέβαιος πώς, ἂν δὲν εἶχε τὴν τύχη νὰ ἀναγνωρισθεῖ στὸν καιρό του, θὰ ξόδευε ὅ,τι εἶχε καὶ δὲν εἶχε γιὰ νὰ συντρίψει τὸν ἀνταγωνιστή του. Ἀρκεῖ νὰ διαβάσει κανεὶς τὶς περιφρονητικὲς σελίδες του γιὰ τὸν Ἕγελο.
ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ὁ πρῶτος τυχών· ἔχω ὄνομα κι ὁ λόγος μου βάρος», τόνιζε μιὰ μέρα ἕνας γνωστὸς φιλόσοφος τῆς πόλης μας, καθὼς βαδίζαμε, λογομαχώντας γιὰ τὴ διαγωγὴ κάποιου κοινοῦ μας φίλου. Τὸν εἶχε ἐκθέσει, ἐπειδὴ ἀθέτησε ὁρισμένες δεσμεύσεις οἰκονομικῆς φύσεως. Ὁ φιλόσοφος εἶχε ἐκμανεῖ, καὶ ὡς φιλόσοφος, ἤξερε πῶς νὰ διοχετεύει τὸ φαρμάκι καὶ νὰ θέτει σὲ κίνηση τὴν καταλαλιά. Ἤξερε ἐπιπλέον ὅτι ὁ μικρός μας τόπος ἦταν πολὺ εὐεπίφορος στὶς ξινὲς γλύκες τῶν ἐντυπώσεων καὶ ὅτι ὁ λόγος, προσαρμοσμένος κατάλληλα, μπορεῖ νὰ γκρεμίσει ὁλόκληρο σπίτι.
Αὐτοῦ ἀπέβλεπε ὁ
φιλόσοφος, διότι ὁ φίλος ἦταν ἰδιοκτήτης χρηματιστηριακοῦ γραφείου
ποὺ ἕνα διάστημα ἔκανε χρυσὲς δουλειές, μὰ τώρα ἔπρεπε νὰ κλείσει,
ἀφοῦ στρεφόταν ἐναντίον τῆς ἀξιοπιστίας τοῦ φιλοσόφου.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι
ὁ φιλόσοφος τῆς πόλης μας δὲν ἀπέβλεπε ἀπευθείας στὸν πλουτισμό. Ἐκεῖνο
ποὺ τὸν ἔνοιαζε ἦταν ἡ ἀπήχηση τῆς σκέψης του ποὺ κινδύνευε νὰ μειωθεῖ
αἰσθητά, ἂν ἔπαυαν νὰ ἐμπιστεύονται τὴν εὐφυία του, ὁρισμένοι ἀπὸ
ὅσους ἔχουν τοὺς τρόπους νὰ ἐπηρεάζουν τὴν κοινὴ γνώμη. Κατὰ τὸ παράδειγμα
τοῦ Θαλῆ λοιπόν, μποροῦσε νὰ τοὺς ἀποδεικνύει ὅτι ἕνας φιλόσοφος
διαθέτει ὅσα προσόντα χρειάζεται κανεὶς γιὰ νὰ πλουτίσει καὶ μάλιστα
γρήγορα, ἀρκεῖ νὰ χρησιμοποιήσει τὴν εὐφυία του γι’ αὐτὸ τὸν σκοπό.
Ἔτσι, κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὸν περιφρονήσει γιὰ τὴν ἐπιδεικτικὴ
λιτότητα τῆς ζωῆς του, οὔτε νὰ τοῦ προσάψει διπλὲς προθέσεις. Ὁ λόγος
ἦταν τὸ μέλημά του. Τὴν εὐφυΐα του τὴ δάνειζε πρὸς ὄφελος τῶν ἄλλων.
— Μὰ δὲν φταῖς κι ἐσύ,
τοῦ εἶπα, ὅταν ξέρεις ὅτι τὰ ἠθικὰ διδάσκονται μὲ τὸ προσωπικὸ παράδειγμα;
Τότε ποὺ τὸ χρηματιστήριο
μοίραζε λεφτά, ὁ ἴδιος δὲν καυχιόσουν πὼς ἦταν μαθητής σου καὶ κέρδιζε,
γιατί ἀκολουθοῦσε τὶς συμβουλές σου;
Ὁ φιλόσοφος ὀργίστηκε,
τόσο ποὺ φοβήθηκα. Ὄχι τόσο μήπως μὲ ἐπιτιμήσει, ἐπειδὴ δὲν ἔκανα
τὶς ὀρθὲς λογικὲς διακρίσεις ποὺ ἀπαιτοῦσε τὸ ζήτημά μας. Στὸ κάτω
κάτω δὲν ἤμουν φιλόσοφος. Φοβήθηκα γιατί ἤξερα πὼς ἡ ὀργὴ τοῦ ὀρθοῦ λόγου εἶναι ἐξίσου
παράλογη καὶ ἀφανιστική. Ὁ Σοπεγχάουερ στάθηκε ὁ πρῶτος νεώτερος
φιλόσοφος
Εν όψει , έργο της Evelyn de Morgan, "Νύχτα και ύπνος"
ποὺ φρόντισε μὲ μεγάλη ἐπιμέλεια τὰ οἰκονομικά του. Καὶ εἶμαι βέβαιος πώς, ἂν δὲν εἶχε τὴν τύχη νὰ ἀναγνωρισθεῖ στὸν καιρό του, θὰ ξόδευε ὅ,τι εἶχε καὶ δὲν εἶχε γιὰ νὰ συντρίψει τὸν ἀνταγωνιστή του. Ἀρκεῖ νὰ διαβάσει κανεὶς τὶς περιφρονητικὲς σελίδες του γιὰ τὸν Ἕγελο.
Κρατοῦσε ἕνα μεγάλο
φάκελλο καὶ τὰ μάτια του ἄστραφταν. Κάτι προφασίστηκα, ἔτρεξα πρὸς
τὸ περίπτερο κι ἐξαφανίστηκα κακὴν κακῶς. Ἔκτοτε δὲν τὸν ξαναεῖδα,
οὔτε θέλησα νὰ ἐπανορθώσω τὸ ἁμάρτημα τῆς παρρησίας.
Ἡ εἰλικρίνεια εἶναι
πράγματι μέγα ἁμάρτημα καὶ κανεὶς ἁμαρτωλός τοῦ εἴδους δὲν προκόβει.
Δὲν ἔμελλα νὰ προκόψω στὴ ζωή μου, γιατὶ μοῦ ἄρεσαν πολὺ τὰ παραμύθια.
Καὶ ὅποιος τέρπεται ἀπὸ τὰ παραμύθια. δὲν εἶναι πολὺ σοβαρὸς ἄνθρωπος.
Δὲν μπορεῖς νὰ τοῦ ἔχεις ἐμπιστοσύνη. Μπορεῖ νὰ σὲ ἐκθέσει στὰ καλὰ τῶν
καθουμένων, συγχέοντας τὶς ὀρθὲς διακρίσεις. Μπορεῖ ν’ ἀρχίσει νὰ
σοῦ μιλάει φερ’ εἰπεῖν γιὰ τὶς ἠθικὲς τέρψεις τῆς αἰσθητικῆς ἢ τὶς αἰσθητικὲς
τέρψεις τῆς ἠθικῆς. Γιὰ τὴν ἀπροσωποληψία, γιὰ τὴ ματαιότητα τῆς
τακτικῆς, γιὰ τὸ κενὸ τῆς ἰσχύος καὶ τῆς δύναμης, γιὰ τὸν ὀρθὸ λόγο ποὺ
δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν κατόρθωση τοῦ λόγου.
Ἦταν καλοκαίρι· ἡ
ἄσφαλτος κολλοῦσε καὶ ξεκολλοῦσε μπροστά σου, ἀναδίδοντας μιὰ μπόχα
καμμένου λάστιχου. Εἶχα κουρνιάσει κάτω ἀπὸ τὴν τέντα ἑνὸς περίπτερου,
στὴν ἀφετηρία τῆς γραμμῆς Κυψέλη – Παγκράτι, καὶ περίμενα πότε θὰ
πάρει τὴ θέση του ὁ ὁδηγὸς ποὺ δροσιζόταν στὸ διπλανὸ καφενεῖο. Ἕνα
λεωφορεῖο κάθε τέταρτο. Σὲ ἄλλη περίσταση, θὰ κατηφόριζα ὣς τὴν ἑπόμενη
ἢ μεθεπόμενη στάση. Ἀλλὰ μὲ τέτοια ζέστη, δὲν σάλευα.
Ἡ πόλη κάθιδρη ἔδειχνε
παντοῦ τὰ βρώμικα βρακιά της. Κανεὶς δὲν ἐντυπωσιαζόταν, γιατὶ κανεὶς
δὲν σιχαίνεται τὴ δική του βρώμα. Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν ζοῦσα πιὰ σ΄αὐτὴ τὴν πόλη·
τὴν ἀγαποῦσα, δὲν μ’ἄρεσε ὅμως τὸ χτικιό της. Καὶ περιμένοντας, ὅλη
ἡ πόλη γινόταν αὐτὸ τὸ λεωφορεῖο ποὺ δὲν ἔλεγε νὰ ξεκινήσει. Τί
βλαστήμιες, θ’ ἀκούσουμε, σκεπτόμουν. Τί ἐκνευρισμοί, ὅσο νὰ φτάσουμε
στὸ Στάδιο. Νὰ διασχίσουμε τὴν Πατησίων, ἔπειτα ν’ ἀνέβουμε ἕως
τὸ Σύνταγμα, νὰ κάνουμε τὴ στροφὴ γιὰ τὸ Στάδιο. Ἂν περνοῦσε κανένα
ταξί, τουλάχιστον.
Ἕνας ξερακιανός,
ψηλόλιγνος ἄνδρας στὰ γκρίζα μὲ πέδιλα μπῆκε καὶ κάθησε στὴ θέση τοῦ
ὁδηγοῦ. «Περάστε», μοῦ εἶπε εὐγενικά. Φωνὴ λαϊκὴ καὶ ἀντρίκια, μεγαλωμένη
μὲ δημοτικὰ καὶ λαϊκὰ τραγούδια. Ἔβαλε μπρός. Κατηφορίσαμε. Οἱ
δρόμοι πήχτρα. Κάθε τόσο, τὰ φρένα τσίριζαν. Σταμάτησε στὸ πρῶτο φανάρι.
Σφούγγισε τὸν λαιμὸ του μ’ ἕνα μαντήλι ποὺ τὸ εἶχε περασμένο μέσα ἀπὸ
τὸ πουκάμισο. Ξαναξεκίνησε. Πρώτη, δεύτερη στάση. Οἱ ἴδιες κινήσεις,
τὸ ἐποπτικὸ μάτι στὸν καθρέφτη, πρὶν κλείσει ἡ πόρτα. «Περνάει, καλέ,
ἀπὸ τὴν Κλαυθμῶνος;» «Βεβαίως, κυρία μου. Ποῦ θέλετε νὰ κατέβετε; Ἐντάξει.
Περάστε.»
Κατέβηκα ἔξω ἀπὸ
τὸ Στάδιο. Μισὴ ὥρα καὶ κάτι. Στάθηκα καὶ τὸν κοίταξα νὰ ξαναφεύγει.
Αὐτὸς εἶναι σοβαρὸς καὶ ὑπεύθυνος ἄντρας, εἶπα μέσα μου. Ὁ ἀνώνυμος
ὁδηγὸς μὲ τὰ πέδιλα καὶ τὸ μουσκεμένο πουκάμισο τοῦ δρομολογίου.
Ποιά φιλοσοφικὴ παράδοση τὸν τρέφει;
Από τις «Ιστορίες Μπονζάϊ» του περιοδικού
ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου