
Ἀλέξανδρος Βαναργιώτης
Ἀστέρι καλοκαιρινό
ΕΛΕΙΩΝΕ
ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ καὶ ἤμουν πολὺ κουρασμένος. Δούλευα ὅλον τὸν Ἰούλιο
σὲ μιὰ ταβέρνα. Μοῦ πρότεινε ὁ φίλος μου ὁ Βαγγέλης νὰ πᾶμε
μαζὶ μερικὲς μέρες στὴ θάλασσα. Ζήσαμε τρεῖς βαρετὲς μέρες μὲ
περιπάτους καὶ μπάνιο. Τὰ βράδια κουβεντιάζαμε στὸ μπαλκόνι.
Τὸ ἀπόγευμα τῆς τέταρτης μέρας πέσαμε πάνω σὲ ἕνα γκροὺπ
Γάλλων συνομηλίκων. Ὁ Βαγγέλης ἤξερε γαλλικὰ καὶ ἔπιασε
κουβέντα μὲ δύο κοπέλες. Μὲ τὴ Φρεντερὶκ καὶ τὴ Σιμὸν περάσαμε
τὸ ὑπόλοιπο βράδυ στὴ Ντισκοτέκ. Ὅ,τι ἔλεγα τὸ μετέφραζε ὁ
Βαγγέλης. Γρήγορα ὅμως ἔμεινα μόνος μὲ τὴ Φρεντερίκ, γιατὶ οἱ
ἄλλοι σηκώθηκαν νὰ χορέψουν καὶ μετὰ πῆγαν μιὰ βόλτα στὴν
παραλία. Ἤμουν πολὺ χαρούμενος καὶ ἔλεγα διάφορα,
προσπαθῶντας νὰ ἐκφράσω ὅσα ἔνιωθα. Στὰ ἑλληνικὰ βέβαια.
Καμία ὅμως ἀπὸ τὶς λέξεις καὶ τὶς φράσεις ποὺ μονολογοῦσα δὲν
ἦταν ἀρκετὲς γιὰ νὰ περιγράψω τὴν ὀμορφιὰ τῆς κοπέλας καὶ τὰ
τόσα τρυφερὰ αἰσθήματα ποὺ εἶχε γεννήσει μέσα μου. Τὴν ἄλλη
μέρα τὸ γκροὺπ τῶν Γάλλων ἀναχώρησε γιὰ τὰ Μετέωρα κι ἐμεῖς, στὴ
γρήγορη πρωϊνή μας συνάντηση, προλάβαμε νὰ ἀνταλλάξουμε
διευθύνσεις. Ἀκουλούθησε ἀλληλογραφία δύο χρόνων. Πάλεψα νὰ
μάθω κάποια γαλλικά, ἀλλὰ συνήθως τὰ περισσότερα μοῦ τὰ
μετέφραζε ὁ Βαγγέλης. Ὑποσχέσεις γιὰ μιὰ ἐκ νέου συνάντηση,
φωτογραφίες καὶ μικροδῶρα κι ἕνα σωρὸ γλυκόλογα, ποὺ λένε οἱ
ἐρωτευμένοι ἔφηβοι, περιελάμβαναν οἱ ἐπιστολές μας. Πάντα
ὅμως κάτι ἔλειπε. Δὲν ἤξερα τί. Ἴσως γιατί ἐκεῖνο τὸ βράδυ δὲν
μπόρεσα νὰ πῶ αὐτὰ ποὺ αἰσθάνθηκα καὶ σάπιζαν μέσα μου. Ἴσως
γιατί καὶ πάλι ἤμουν συγκρατημένος, ἀφοῦ στὶς ἐπιστολὲς
μεσολαβοῦσε ὁ Βαγγέλης. Σιγὰ-σιγά τὰ γράμματα ἀραίωσαν, ἡ
συνάντηση δὲν ἔγινε ποτέ. Πῆρε ἡ ζωὴ τοῦ καθενὸς ἄλλο δρόμο μὲ
τὸ Πανεπιστήμιο.
Τῆς ἔγραψα τότε μιὰ ἀποχαιρετιστήρια
ἐπιστολή, ὅπου μισὰ Γαλλικά, μισὰ Ἑλληνικὰ τῆς ἐξηγοῦσα πῶς
εἶχα νιώσει, ὅταν τὴν πρωτοσυνάντησα καὶ τὴν εὐχαριστοῦσα γιὰ
τὰ ὄμορφα αἰσθήματα ποὺ μὲ κατέκλυζαν τὰ δύο χρόνια ποὺ
ἀλληλογραφούσαμε. Δὲν μὲ ἔνοιαζε ἂν θὰ καταλάβαινε. Ἔπρεπε
ἐγὼ νὰ ἐκφραστῶ ἐλεύθερα, μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς καρδιᾶς μου.
Εἴχαμε στὸ Πανεπιστήμιο ξεκινήσει νὰ διδασκόμαστε τὴν
Ἰλιάδα. Ἐκεῖ στὴ ραψωδία Ε ὑπογράμμισα μιὰ φράση ποὺ μὲ μάγεψε
καὶ μὲ αὐτὴ ἔκλεισα τὸ γράμμα. Ἀφοροῦσε τὴν ἀσπίδα τοῦ Διομήδη,
ἀλλὰ μὲ κάλυπτε πλήρως: ἀστὲρ᾿ ὀπωρινῷ ἐναλίγκιον, ὅς τε
μάλιστα λαμπρὸν παμφαίνῃσι λελουμένος ὠκεανοῖο. Ναί, ἀκριβῶς
αὐτὸ ὑπῆρξε γιὰ μένα. Ἦρθε σὰν ἄστρο στὸ τέλος τὸ καλοκαιριοῦ
ποὺ ἔχει λουστεῖ στὰ νερὰ τοῦ ὠκεανοῦ καὶ σκορπίζει παντοῦ τὸ φῶς
του. Ἔτσι φώτισε τὴ ζωή μου. Δὲν μοῦ ἀπάντησε ποτέ.

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Ἀλέξανδρος Βαναργιώτης (Τρίκαλα
Θεσσαλονίκη, 1966). Σπούδασε στὸ Κλασικὸ Τμῆμα τῆς
Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Ἰωαννίνων. Ἐργάζεται ὡς καθηγητὴς
Φιλόλογος στὴ δημόσια Μέση Ἐκπαίδευση. Δημοσίευσε τὶς
συλλογὲς διηγημάτων Διηγήματα γιὰ τὸ τέλος τῆς μέρας (Ἐκδόσεις Λογεῖον, Τρίκαλα, 2009), Ἡ θεωρία τῶν χαρταετών (ἐκδ. Παράξενες Μέρες, Ἀθήνα, 2014) καὶ Κατὰ μῆκος τῆς Ἐθνικῆς Ὀδοῦ (Εὔμαρος 2019).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου