
Μαρὼ Τριανταφύλλου
Μ ι κ ρ ὸ Ἀ φ ι έ ρ ω μ α: 3/6
Εὔα
πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου
Γένεση, 3.16
ΛΗΣΙΑΣΕ
μὲ διστακτικὰ βήματα. Μέχρι τώρα δὲν ἤξερε ὅτι ὁ κῆπος κάπου
τελειώνει, δὲν εἶχε σκεφτεῖ νὰ σκεφτεῖ πὼς ὁ κῆπος εἶχε ἔκταση
καὶ ὅρια, οὔτε τί εἶναι ἔκταση καὶ ὅρια εἶχε σκεφτεῖ ποτὲ νὰ
σκεφτεῖ. Ὁ κῆπος ἦταν αὐτὸ ποὺ ἦταν, κι αὐτὴ ζοῦσε ἐκεῖ, μέσα στὸν
κῆπο, μαζὶ μὲ τὸν κῆπο. Ἀλλὰ τώρα ἔφτασε ἐδῶ κι ἂν κάνει ἕνα
ἀκόμα βῆμα, ἂν ἁπλώσει τὸ χέρι καὶ ψάξει λίγο μέσα στὰ κλαδιὰ
τῶν ἀναρριχητικῶν μὲ τὴ λιγωτικὴ μυρωδιά, θὰ βρεῖ τὸ χερούλι
μιᾶς παλιᾶς πόρτας, μιᾶς μικρῆς ἀσήμαντης πύλης σκεπασμένης ἀπὸ
κλαδιὰ μὲ πυκνὰ φυλλώματα κι ἀγκαθωτὲς ἀπολήξεις ποὺ
μπήγονται βίαια καὶ ὀδυνηρὰ στὰ δάχτυλα καὶ τὴν παλάμη. Πρέπει
νὰ τὴν ἀνοίξει καὶ νὰ προχωρήσει, νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὸν περίβολο
τοῦ κήπου. Ἀλλὰ μόλις τὴν περάσει, μόλις διασχίσει τὴ
μηδαμινὴ ἀπόσταση, μόλις τὸ σῶμα της βρεθεῖ μιὰ ἀνάσα πέρα ἀπὸ
τὸν περίβολο ποὺ περικλείει τὸν κῆπο, τότε θὰ εἶναι πιὰ
ἀλλοῦ, καὶ αὐτὸ τὸ ἀλλοῦ τὴν τρομάζει, ἄγνωστο καὶ ἐπικίνδυνο·
δὲν εἶχε σκεφτεῖ ποτὲ πὼς ὑπῆρχε ἕνα ἀλλοῦ ποὺ κάποτε θά ’πρεπε
νὰ πάει νὰ τὸ συναντήσει καὶ νὰ ζήσει ἐκεῖ.
Προσπάθησε
νὰ πείσει τὸ σῶμα της νὰ ὑπακούσει, τὸ χέρι της
νὰ ὑπακούσει, τὸ πόδι της νὰ ὑπακούσει καὶ νὰ προχωρήσει, ἀλλὰ
παρέμενε ἀκίνητη μπροστὰ στὴν πόρτα, τὸ σῶμα της ἀρνιόταν
αὐτὸ τὸ ἕνα μικρὸ ἀσήμαντο βῆμα πρὶν ἀπὸ τὸ πρῶτο. Μιὰ χοντρὴ
στάλα ἱδρῶτα ἔτρεξε ἀπὸ τὸ μέτωπο πρὸς τὸ σαγόνι, μιὰ λερωμένη
σταγόνα ἁλμυροῦ νεροῦ ποὺ κύλησε ἐνοχλητικὰ ἀπὸ τὶς ρίζες
τῶν μαλλιῶν στὸ μέτωπο κι ἔπειτα κατρακύλησε στὸν γκρεμὸ τοῦ
σαγονιοῦ, ἔπεσε πάνω στὸ στῆθος ποὺ τὸ σκεπάζει μὲ χάρη καὶ
ἀγωνία μιὰ ὄμορφη μπούκλα στιλπνῶν ἀλλὰ κάπως ἀχτένιστων
μαλλιῶν καὶ κρύβει τὴ γύμνια τῶν καλοκαμωμένων μαστῶν της.
Τὸ βλέμμα της, διάφανο καὶ πονεμένο, τὸ βλέμμα της
τρομαγμένο σὰν ἐλάφι πληγωμένο ποὺ ἀναζητᾶ νερὸ νὰ σβήσει τὴν
δίψα τοῦ πόνου, κοιτοῦσε τὴν πόρτα καὶ ἔπειτα γύριζε κι ἔριχνε
γρήγορες, λαίμαργες ματιὲς πίσω της, στὸν κῆπο. Τῆς φάνηκε πὼς
πρώτη φορὰ ἔβλεπε. Ἄρχισε νὰ ὀνοματίζει τὰ πράγματα. Πρώτη
φορὰ ποὺ ὀνομάτιζε τὰ πράγματα γύρω της. Πρώτη φορὰ ἔνιωθε τὴν
ἀνάγκη νὰ δώσει ἕνα ὄνομα στὰ πράγματα γύρω της, αὐτὰ τὰ
πράγματα ποὺ τόσον καιρὸ ἦταν ἕνα μαζί τους. Κάθε δέντρο, κάθε
φυτό, κάθε ζῶο, κάθε ἔντομο, κάθε ἑρπετὸ ἔχει ἕνα ὄνομα, τοῦ
δίνει ἐκείνη ἕνα ὄνομα, γιὰ νὰ τὸ ξεχωρίζει ἀπὸ τὰ ἄλλα, τὰ ὅμοια
καὶ τὰ διαφορετικὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό της. Κι ἔνιωσε τὴν ἀνάγκη
νὰ δώσει ἕνα ὄνομα στὸν ἑαυτό της ἐπίσης. Διαλέγει ἤχους, τοὺς
συνθέτει σὲ μικρὲς μουσικὲς συμφωνίες καὶ ἀκουμπᾶ κάθε μιὰ
πάνω στὰ πλάσματα τοῦ κήπου. Καὶ στὶς πέτρες καὶ στὰ σύννεφα
ἀκόμη. Σὲ ὅλα δίνει ἕνα ὄνομα. Γιὰ ὅλα δημιουργεῖ μιὰ λέξη. Οἱ
λέξεις γιὰ τὸν κόσμο γύρω της εἶναι δικές της. Τὸ δικό Του ὄνομα
ὅμως; Καθυστερεῖ κοιτῶντας τὴν πόρτα κι ἔπειτα μὲ περίσκεψη
καὶ κάποιο φόβο, διαλέγει λίγους ἤχους, ὅσο πιὸ λίγους μπορεῖ,
καὶ δίνει ἕνα ὄνομα σ’ Ἐκεῖνον. Μέσα στὸ νοῦ της τότε
σχηματίζεται μὲ μικρὲς κόκκινες φλόγες τὸ δικό της ὄνομα.
Μὲ μιὰ ἀργὴ ἀμήχανη κίνηση σήκωσε τὸ χέρι καὶ τὸ ἅπλωσε
πρὸς τὴν πύλη, τὰ δάχτυλά της ψαχούλεψαν μέσα στὰ φύλλα, μιὰ
πασχαλίτσα ἀκούμπησε τὸ νύχι της, σταμάτησε πάνω στὸ νύχι
στιγμιαῖα κι ἔπειτα πέταξε καὶ χάθηκε μέσα στὸ πυκνὸ φύλλωμα.
Βρῆκε τὸ πόμολο. Μεταλλικό, σκληρὸ καὶ παγωμένο κι ὅμως τὸ
ἄγγιγμά του τῆς ἔκαψε τὰ δάχτυλα. Πρώτη φορὰ στὴ ζωή της ἄγγιξε
ἕνα μεταλλικὸ ἀντικείμενο. Πρώτη φορὰ στὴ ζωή της ξέρει τί θὰ
πεῖ «πρώτη φορά» καὶ ὁ χρόνος παίρνει ὑπόσταση μέσα στὸ νοῦ της.
Σκέφτεται μὲ μιὰ καθαρότητα ποὺ κάνει τὸ κεφάλι της νὰ
πονάει πὼς δὲν ὑπάρχει μόνο ἡ στιγμὴ ποὺ ἔχει αἰώνια διάρκεια,
ἀλλὰ γιὰ κάθε ἀνάσα ὑπάρχει μιὰ προηγούμενη καὶ θὰ ὑπάρξει,
ἴσως, μιὰ ἑπόμενη, καὶ ὁ χρόνος εἶναι μιὰ ἀτέλειωτη ἁλυσίδα ἀπὸ
πρὶν καὶ μετά, κι αὐτὴ σὰ νὰ χορεύει πάνω σὲ ἕνα γυαλιστερὸ
βράχο ἕναν ὄμορφο μοναδικὸ χορό.
Ἔστριψε τὸ πόμολο μὲ δυσκολία. Ἡ πόρτα παρ’ ὅλ’ αὐτὰ
ἄνοιξε ἀθόρυβα. Τώρα δὲν μένει παρὰ νὰ κάνει τὸ τελευταῖο βῆμα
πρὶν ἀπ’ τὸ πρῶτο. Ἐξακολούθησε νὰ διστάζει, τὸ πόδι της
ἔμεινε γιὰ λίγο μετέωρο. Μὲ τὸ δεξί της χέρι ἄγγιξε τὴν κοιλιά
της γιὰ νὰ πάρει δύναμη. Δὲν τὸ ξέρει, ἀλλὰ στὸ βάθος τῶν
σπλάχνων της ὑπάρχει ἕνα μικρὸ ἔμβρυο. Δὲν τὸ ξέρει ἀκόμα. Ὁ
χρόνος θὰ πάρει τὴ μορφή του. Ὁ χρόνος θὰ ὑπάρχει ἐξ αἰτίας του.
Γιὰ λίγο ἔκλεισε μὲ δύναμη τὰ βλέφαρα, σφράγισε τὰ μάτια
ὣς νὰ πονέσουν. Ἀναγνώρισε στὸ δεῖγμα τοῦ πόνου τὸν μεγάλο
πόνο τῆς ἐλευθερίας.
Κατέβασε τὸ πόδι της ἀργὰ-ἀργά, ἀκούμπησε τὸ ἔδαφος, τὸ
πέλμα της ἔνιωσε τὸ χῶμα, τὸ καινούριο χῶμα, ὁ κῆπος ἦταν πίσω
της πιά. Ἔκανε ἕνα δεύτερο βῆμα. Ἀποφάσισε καὶ ἔκανε ἕνα
δεύτερο βῆμα. Εἶναι ἡ πρώτη ἀπόφαση. Θὰ ἀκολουθήσουν κι
ἄλλες, ἡ μιὰ πιὸ δύσκολη ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἀλλὰ θὰ εἶναι ὅλες δικές
της. Αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ δύσκολο, νὰ ἀποφασίζει μόνη της. Τὴν ὥρα
ποὺ ἔκλεισε τὴν πόρτα, ἄκουσε πίσω της τὸ κελάηδημα τῶν
πουλιῶν. Ἡ σιωπὴ διαλύθηκε. Ξεχώρισε τὸν κορυδαλλὸ καὶ τὴν
ἄχαρη ἀστεία φωνὴ μιᾶς πάπιας. Προχώρησε ἕνα βῆμα ἀκόμη. Τὸ φῶς
δὲν ἦταν πιὰ τρυφερὸ καὶ οἰκεῖο. Ἦταν σκληρὸ καὶ ἄκαμπτο, ἔπεφτε
πάνω της σὰν μαστίγιο. Στὸν κῆπο τὰ πουλιὰ τραγουδοῦσαν, ἀλλὰ
ἐδῶ, ἔξω, ἦταν σιωπή. Ἡ σιωπή τοῦ τοπίου τὴν τρόμαξε.
Ἀφουγκράστηκε μὲ προσοχή, μετὰ ἀπὸ λίγο ἄρχισε νὰ ἀκούει
ἤχους, ἄρχισε νὰ ἀνακαλύπτει τοὺς ἤχους τοῦ χώρου· μετὰ ἦρθαν τὰ
χρώματα.
Πρέπει νὰ ἀποφασίσει σὲ ποιόν βράχο θὰ καταλύσει ὅταν νυχτώσει καὶ μετὰ ποῦ θὰ φτιάξει τὸ σπίτι της.

[Σημείωση τῆς Συγγραφέως]
Ἀπὸ τὰ «Σημειώματα γιὰ τοὺς ἥρωές μου»
Ἡ
Εὔα, σύμφωνα μὲ τὴ βιβλικὴ ἀφήγηση, δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ
τὴν ἕκτη μέρα τῆς δημιουργίας. Ὁ Ἀδάμ, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος,
κοιμήθηκε βαθιὰ καὶ ὁ Θεὸς πῆρε ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸ πλευρό του
καὶ ἔπλασε τὴν Εὔα. Τὸ ὄνομά της σημαίνει ζωή. Θεωρήθηκε ἡ
αἰτία ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὸν Παράδεισο, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἡ
αἰτία ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔχει συνείδηση τῆς ἀνθρωπινότητάς του.
Ἐξορίστηκε ἀπὸ τὸν Παράδεισο μαζὶ μὲ τὸν Ἀδάμ, ἔζησε πολλὰ
χρόνια μὲ τὸν σύντροφό της, ἀπέκτησε παιδιὰ κι ἐγγόνια. Ἔμαθε
νὰ ἀντέχει τὸν πόνο τῆς γέννας, τὸν πόνο τοῦ κορμιοῦ ποὺ
ἀρρωσταίνει καὶ γερνάει, νὰ χαίρεται τὴ ζωὴ καὶ νὰ περιμένει
τὸ θάνατο. Σύμφωνα μὲ μιὰ παράδοση τῶν Γνωστικῶν, ὑπῆρχαν δύο
Εὖες: ἡ ἀληθινὴ Εὔα, φωτεινὴ καὶ σοφή, κατοικοῦσε μέσα στὸ
δέντρο τῆς Ζωῆς, ἦταν ἡ ἴδια τὸ δέντρο τῆς Ζωῆς.
Πηγή: Μαρὼ Τριανταφύλλου, Αἰνίγματα (Εὔμαρος, 2023).
Μαρὼ Τριανταφύλλου
(Ἀθήνα 1963). Σπούδασε φιλοσοφία καὶ ἔκανε μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὸ
Παρίσι στὴν σημειολογία καὶ στὴν φιλοσοφία τῆς τέχνης. Εἶναι διδάκτορας
ἀρχαίας ἱστορίας τοῦ τμήματος Ἱστορίας καὶ Ἀρχαιολογίας τῆς
Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης. Ἀσχολεῖται μὲ τὴ θεατρικὴ
κριτική. Ὡς συγγραφέας εἶναι κυρίως διηγηματογράφος: Ἡ Δάφνη καὶ τὸ Βουνό, Τί νέα ἀπὸ τὸ στρατόπεδο Κρίσενβελτ. Διηγήματά της ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ ἰταλικὰ καὶ τὰ ἱσπανικά. Τελευταῖο βιβλίο της ἡ συλλογὴ διηγημάτων Αἰνίγματα (Εὔμαρος, 2023).
Εἰκόνα: ἔργο τοῦ John Martin (1789-1854).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου