
Μαρὼ Τριανταφύλλου
Μ ι κ ρ ὸ Ἀ φ ι έ ρ ω μ α: 2/6
Ἄλκηστη
λέξαι θέλω σοι πρὶν θανεῖν ἃ βούλομαι
Εὐριπίδη, Ἄλκηστις, στ. 281.
ΤΗΝ
ΑΡΧΗ ἡ ἀγάπη της εἶχε φόβο – ἢ μπορεῖ νὰ ἦταν φόβος ποὺ εἶχε
ἀγάπη. Τὸν περίμενε στὸν κῆπο μόνη της· ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ θὰ
τὸν συναντοῦσε. Διάβαζε πάνω σὲ μιὰ φαρδιὰ ἀναπαυτικὴ
πολυθρόνα, διάβαζε ἕνα μεγάλο ποίημα ποὺ μιλοῦσε γιὰ τὴν
ἀγάπη. Αὐτὸς ἦρθε καὶ στάθηκε μπροστά της, εἶδε τὴ σκιά του ποὺ
ἔπεσε πάνω στὶς σελίδες τοῦ βιβλίου της καὶ σκοτείνιασε τὶς
λέξεις. Κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα κίτρινο τριαντάφυλλο καὶ τῆς
τὸ πρόσφερε, πρὶν τὴν καλημερίσει, πρὶν τῆς πεῖ πόσο ὄμορφη
ἦταν ἡ μέρα ἐπειδὴ αὐτὴ ὑπῆρχε μέσα στὴ μέρα καὶ πόσο χαιρόταν
ποὺ τὴν γνώριζε καὶ ποὺ σὲ λίγο θὰ γινόταν γυναίκα του. Ἔτεινε τὸ
χέρι του καὶ ἀπίθωσε στὴ χούφτα της τὸ κίτρινο τριαντάφυλλο. Ἡ
κίνησή του εἶχε σιγουριὰ κι ἡ σιγουριὰ αὐτὴ εἶχε μέσα της
κάτι βίαιο καὶ σπάνιο καὶ καταιγιστικό. Ἔπειτα τὴν ὑποχρέωσε
νὰ κλείσει τὰ δάχτυλά της γύρω ἀπὸ τὸ κίτρινο τριαντάφυλλο καὶ
νὰ τὸ κρατήσει στὸ χέρι της. Ἦταν τόσο δροσερό· τὰ πέταλά του
ἦταν ἁπαλὰ σὰ μάγουλα μωροῦ καὶ στὴ μέση κάθε πέταλου
ἁπλωνόταν μὲ χάρη ἀλλὰ διακριτικὰ μιὰ σταγόνα ἀπὸ ρόδινο. Τί
ἰδέα κι αὐτή, τὸ πρῶτο λουλούδι ποὺ τῆς χάρισε νὰ εἶναι ἕνα
κίτρινο τριαντάφυλλο... Ἂν ἦταν ἄσπρο, θά ’ταν γι’ αὐτήν, ἂν ἦταν
κόκκινο θά ’ταν γι’ αὐτὸ ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν, ἀλλὰ ἕνα
κίτρινο τριαντάφυλλο... Θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι μιὰ κίνηση
ἀδέξιας ἀθωότητας ἤ, τὸ ἀντίθετο, μιὰ πράξη δόλιου
ὑπολογισμοῦ. Τὸ φύλαξε μέσα στὸ βιβλίο της, τὸ ἔκλεισε ἀνάμεσα
στὶς σελίδες ποὺ διάβαζε τὴ στιγμὴ τῆς συνάντησης καὶ δὲν
ξανάνοιξε ποτὲ ἐκεῖνο τὸ βιβλίο.
Χρόνια ἀργότερα, ὅταν θέλησε νὰ διαβάσει πάλι ἐκεῖνο τὸ
ποίημα, ἔστειλε καὶ τῆς ἀγόρασαν ἕνα ἄλλο ἀντίτυπο.
Ἔζησε χρόνια μαζί του ἀγαπῶντας τον χωρὶς ἔκπληξη,
γέννησε παιδιά, τὰ μεγάλωσε μὲ στοργὴ καὶ εὐθύτητα, ἀβγάτεψε
τὸ βιὸς τοῦ σπιτιοῦ τους, λάμπρυνε τὸ ὄνομά του, ὑπέμενε τὴ
μονοτονία τῆς προσπάθειας μὲ καρτερία καὶ σύνεση. Τὰ
καλοκαιριάτικα βράδια τῆς ἄρεσε νὰ κάθεται κοντά του στὴ
βεράντα σιωπηλὴ καὶ νὰ τὸν ἀκούει νὰ τῆς διηγεῖται ἱστορίες
ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια. Στὴν πραγματικότητα δὲν τὸν ἄκουγε,
δὲν εἶχε ἀκούσει ποτὲ οὔτε μιὰ ἀπὸ τὶς ἱστορίες του, γι’ αὐτὸ
μποροῦσε ἐκεῖνος νὰ τὶς λέει ξανὰ καὶ ξανὰ χωρὶς νὰ τὸν
διακόπτει βαριεστημένη, χωρὶς νὰ τοῦ λέει πὼς τῆς ἔχει ξαναπεῖ
τὴν ἱστορία καὶ τὴν ξέρει, κουβέντα φαρμακερὴ γιὰ κάθε
ἀφηγητή. Αὐτὸ ποὺ τῆς ἄρεσε στὴν πραγματικότητα ἦταν νὰ
κάθεται πολὺ κοντά του καὶ νὰ ἀνασαίνει τὸν ἀέρα ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ
τὸ στῆθος του καθὼς ἐκρήγνυνταν σκληρὰ σύμφωνα ἢ χόρευαν
βροντώδη φωνήεντα. Κατάπινε τὸν ἀέρα μὲ μικρὲς μπουκιὲς καὶ
τὸν ἄφηνε νὰ τὴν πλημμυρίσει. Μ’ ὅλ’ αὐτὰ τὰ μόρια ὑγροῦ ἀέρα ποὺ
ἔβγαιναν ἀπ’ τὰ πνεμόνια του, ἔχοντας πρὶν ἀγγίξει τοὺς ἱστούς,
ἔχοντας λουστεῖ ἀπ’ τὰ ὑγρὰ καὶ τὸ αἷμα του, τὸν ἐγκαθιστοῦσε
μέσα της, εἶχε μέσα της ἕνα κομμάτι ἀπ’ τὸ κορμί του ποὺ
συναιρέθηκε γιὰ μιὰ στιγμὴ καὶ γιὰ πάντα μὲ τὸ δικό της. Τότε
ἦταν εὐτυχισμένη, τότε ἤξερε πὼς τὸν ἀγαποῦσε χωρὶς φόβο πιὰ
κι αὐτὴ ἡ ἀγάπη τῆς ἔδινε μιὰ ἡδονικὴ ταυτότητα, μυστικὴ
ταυτότητα, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν μοιραστεῖ μὲ κανέναν ἀλλὰ
καὶ σὲ κανέναν δὲν ἐπέτρεπε νὰ τὴν ἀμφισβητήσει. Ἦταν ἡ γυναίκα
του κι αὐτὸς ὁ ἄντρας ἦταν ὁ ἄντρας της.
Ὅταν ἔμαθε τὴν ἀρρώστια του, φοβήθηκε. Ποιό θά ’ταν μετὰ τὸ
θάνατό του τὸ ὄνομά της; Τῶν παιδιῶν της ἡ μοῖρα ποιά θὰ ἦταν;
Ἄρχισε νὰ προσεύχεται ἀπὸ μέσα της κι ἔφτασε μιὰ μέρα ποὺ
ζήτησε νὰ πάρουν οἱ θεοὶ τὴν ἀρρώστια του καὶ νὰ τὴν δώσουν σ’
αὐτήν, νὰ πεθάνει στὴ θέση του. Κι ὅταν τὸ εἶπε, ὅταν ἔκανε λόγο
τὴ σκέψη ποὺ ἀχνοσχηματιζότανε ἀπὸ καιρὸ στὸ νοῦ της κι ἔπειτα
τὴν ξεστόμισε, στὴν ἀρχὴ ἀδύναμα καὶ διστακτικὰ κι ἔπειτα μὲ
θαρραλέα αὐταπάρνηση, ἔνιωσε μιὰ βαθιὰ ἀνακούφιση, σὰν νά ’χε
κλείσει ἕνα τραῦμα.
Ἀνέβηκε στὸ δωμάτιό τους, ποὺ πιὰ ἦταν μόνο δικό του
δωμάτιο, γιὰ νὰ ἀλλάξει τὰ σεντόνια του – δὲν ἄφηνε κανέναν
ἄλλον νὰ ἀγγίξει τὰ στρωσίδια του, αὐτὴ τὰ ἄλλαζε δυὸ φορὲς τὴ
μέρα, μιὰ τὸ πρωῒ κι ἔπειτα ἄλλη μιά, ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα, τὴν ὥρα
ποὺ ἔπεφτε ὁ ἥλιος, καὶ κάθε φορὰ ἔστρωνε τὸ κρεβάτι μὲ περισσὴ
προσοχή, τεντώνοντας σχολαστικὰ τὶς ἄκρες τῶν σεντονιῶν καὶ
φουσκώνοντας τὰ μαξιλάρια γιὰ νά ’ναι μαλακὰ καὶ ἀναπαυτικὰ
νὰ πλαγιάσει πάνω τους αὐτός, μόνος κι ἀπελπισμένος. Ἀνέβηκε
λοιπὸν στὸ δωμάτιό του, κι ἐνῷ δὲν εἶχε πρόθεση, τοῦ
ἐξομολογήθηκε τὸ αἴτημά της στοὺς θεούς. Καὶ εἶδε μὲ ἔκπληξη
τὴν ἄγρια χαρὰ ποὺ φώτισε τὸ βλέμμα του. Δὲν ἤθελε νὰ τὸ σκεφτεῖ,
μὰ τῆς πέρασε σὰν ἀστραπὴ ἀπὸ τὸ νοῦ πὼς ἔμοιαζε τὸ βλέμμα του μὲ
τοῦ φονιᾶ, ἔπειτα κατάλαβε πὼς ἦταν πιὸ πολὺ σὰν τοῦ πλήθους τὴν
ὥρα τῆς θυσίας. Ὅπως καὶ νά ’χε, δὲν εἶδε τὸν παραμικρὸ
ἐνδοιασμό, τὴ θλίψη, τὴν εὐγνωμοσύνη. Ἡ δειλία του τὴν τύλιγε
τώρα σὰν δηλητηριασμένος μαντύας. Ἀσφυκτιοῦσε ἀπὸ κάτι ποὺ
ἔμοιαζε μὲ πόνο, ἕνα ποτάμι περνοῦσε ἀπὸ μέσα της, ἅρπαζαν τὰ
νερά του ὅ,τι ἔβρισκαν. Τότε ἀκριβῶς κατάλαβε πὼς πιὰ δὲν τὸν
ἀγαποῦσε καὶ γέμισε ἀπὸ ἀηδιαστικὴ περιφρόνηση ἡ καρδιά της.
Μποροῦσε πιὰ νὰ πεθάνει χωρὶς τύψεις ποὺ τὸν ἄφηνε πίσω μόνο
του, χωρὶς τὴν ἀγάπη της νὰ τὸν σκεπάζει προστατευτικὰ στὰ κρύα
τοῦ χειμῶνα καὶ στὰ λάθη του. Μποροῦσε νὰ πεθάνει γι’ αὐτὸν
χωρὶς τὴν ἐλάχιστη ἐπιθυμία νὰ τὸν γεννήσει γιὰ νὰ τὸν ἀγαπήσει
ξανὰ ὅπως θὰ ἤθελε νὰ τὸν ἀγαπᾶ.
Δὲν τὸ μετάνιωσε ποὺ πέθανε γι’ αὐτόν, ἀλλὰ ποὺ ἦταν αὐτὸς
ὁ ἄντρας γιὰ τὸν ὁποῖο πέθανε. Παρ’ ὅλ’ αὐτά, ὣς τὸ τελευταῖο
λεπτὸ περίμενε νὰ τὸν ἀκούσει νὰ τὴν καλεῖ πίσω, νὰ τῆς πεῖ πὼς
δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀφήσει νὰ πεθάνει στὴ θέση του. Ὄχι μὲ τὸν
ἀηδιαστικὸ ἡρωϊσμὸ τῆς βεβαιότητας, ὄχι μὲ τὴν ὑποκρισία τοῦ
πολιτικοῦ μπροστὰ στὰ πλήθη. Τότε αὐτή, μὲ εὐγνωμοσύνη, θὰ
ἔπαιρνε τὸ χέρι του, θὰ τὸ ἀκουμποῦσε στὴν καρδιά της καὶ πάλι θὰ
διάλεγε τὸν θάνατο.
Τὸ τελευταῖο ποὺ σκέφτηκε καθὼς χανόταν σὲ μιὰ σιωπηλὴ
δίνη ἀπὸ φῶς ἦταν τὸ σπίτι της καὶ τὰ παιδιά της μέσα σ’ αὐτό.

[Σημείωση τῆς Συγγραφέως]
Ἀπὸ τὰ «Σημειώματα γιὰ τοὺς ἥρωές μου»
Τὴν
ἱστορία τῆς Ἄλκηστης τὴν ξέρουμε πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ὁμώνυμη
τραγωδία τοῦ Εὐριπίδη. Ἦταν κόρη τοῦ Πελία, λέει ὁ μῦθος, τοῦ
βασιλιᾶ τῆς Ἰωλκοῦ, ποὺ ἔστειλε τὸν Ἰάσονα νὰ φέρει τὸ
χρυσόμαλλο δέρας. Ἦταν ἡ ὀμορφότερη ἀπὸ τὶς κόρες τοῦ Πελία καὶ
ἡ μόνη ποὺ δὲν πῆρε μέρος στὶς τελετὲς ποὺ πρότεινε ἡ Μήδεια
γιὰ νὰ ξαναγίνει νέος ὁ πατέρας τους, ὁδηγῶντας τον σὲ
μαρτυρικὸ θάνατο, παρ' ὅλο ποὺ οἱ κόρες εἶχαν ἀγαθὴ πρόθεση.
Τὴν ζήτησαν πολλοὶ σὲ γάμο, μὰ τὴν κέρδισε ὁ Ἄδμητος, ὁ
βασιλιὰς τῶν Φερῶν, ποὺ ἔφερε σὲ πέρας, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ
Ἀπόλλωνα, τὸν ἄθλο ποὺ τοῦ ζήτησε ὁ πατέρας της γιὰ νὰ τὴν δώσει:
νὰ ἡμερώσει καὶ νὰ ζέψει στὸ ἴδιο ἅρμα ἕνα λιοντάρι κι ἕνα
ἀγριογούρουνο. Οἱ κάτοικοι τῶν Φερῶν τὴν λάτρευαν ὡς ὑπόδειγμα
συζύγου καὶ βασίλισσας. Δέχτηκε νὰ πεθάνει στὴ θέση τοῦ ἄντρα
της, ποὺ οἱ Μοῖρες τοῦ εἶχαν γράψει νὰ πεθάνει νέος, ἐκτὸς ἂν
κάποιος βρισκόταν νὰ πάρει τὴ θέση του στὸ θάνατο. Τὴ μέρα ποὺ ἡ
Ἄλκηστη ἔκλεινε τὰ μάτια της, στὸ παλάτι τῶν Φερῶν ἔφτασε ὁ
Ἡρακλῆς. Ἔμαθε γιὰ τὴ θυσία τῆς Ἄλκηστης καὶ κίνησε νὰ τὴν φέρει
πίσω ἀπὸ τὸν Κάτω Κόσμο. Γύρισε φέρνοντας μαζὶ του ἕνα πλάσμα
ποὺ ὁ Εὐριπίδης δὲν μᾶς ξεκαθάρισε ποτὲ ἂν εἶναι ἡ Ἄλκηστη
ποὺ ἐπέστρεψε ζωντανὴ ἀπὸ τὸν Ἅδη.
Πηγή: Μαρὼ Τριανταφύλλου, Αἰνίγματα, (Εὔμαρος, 2023).
Μαρὼ Τριανταφύλλου
(Ἀθήνα 1963). Σπούδασε φιλοσοφία καὶ ἔκανε μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὸ
Παρίσι στὴν σημειολογία καὶ στὴν φιλοσοφία τῆς τέχνης. Εἶναι διδάκτορας
ἀρχαίας ἱστορίας τοῦ τμήματος Ἱστορίας καὶ Ἀρχαιολογίας τῆς
Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης. Ἀσχολεῖται μὲ τὴ θεατρικὴ
κριτική. Ὡς συγγραφέας εἶναι κυρίως διηγηματογράφος: Ἡ Δάφνη καὶ τὸ Βουνό, Τί νέα ἀπὸ τὸ στρατόπεδο Κρίσενβελτ. Διηγήματά της ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ ἰταλικὰ καὶ τὰ ἱσπανικά. Τελευταῖο βιβλίο της ἡ συλλογὴ διηγημάτων Αἰνίγματα (Εὔμαρος, 2023).
Εἰκόνα: Ἄλκηστη. Ἔργο τοῦ Johann Heinrich Tischbein (1722-1789).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου