Ἡρὼ Νικοπούλου Μαρὼ Τριανταφύλλου. Μικρὸ Ἀφιέρωμα: 1/6 Σκέψεις γιὰ τὰ Αἰνίγματα τῆς Μαρῶς ΤριανταφύλλουὉ ἄνθρωπος μόνος του πρέπει νὰ κάνει τὸ δρόμοΜαρὼ Τριανταφύλλου
Τὰ πρόσωπα τῶν δέκα ἱστοριῶν τῆς Μαρῶς Τριανταφύλλου ἀποτελοῦνται ἀπὸ πέντε γυναῖκες καὶ πέντε ἄνδρες· ὅσο διάβαζα τὸ βιβλίο ἀναρωτήθηκα ἂν εἶναι τυχαῖα αὐτὴ ἡ ἀριθμητικὴ ἰσορροπία, δὲν βρῆκα ἀπάντηση. Ὅλοι πάντως οἱ χαρακτῆρες προβάλλουν πειστικὰ καὶ ὁλοζώντανα, ἐκκινῶντας ἀπὸ τὴν ἀφοπλιστικὴ «Φιλίννιον» τοῦ παραδοξολογράφου Φλέγοντα Τραλλιανοῦ τοῦ 2ου αἰῶνα μέχρι τὸν δισταγμὸ καὶ τὴν ἀγωνία τῆς «Εὔας», ποὺ μόνη της περνᾶ τὸ κατώφλι τοῦ κήπου. Γιατί ἄραγε μόνη της; Μήπως γιατί οὐσιαστικὰ μόνη της ὡς γυναῖκα καλεῖται νὰ σηκώσει τὸ βάρος τῶν ζητημάτων τῆς μεγάλης ἐξορίας μὲ πρῶτο καὶ κύριο τὸ θέμα τοῦ πόνου; Ἐξ ἀρχῆς ὁ δηλωτικὸς τίτλος τῆς συλλογῆς μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὸ ὅτι ἐδῶ θὰ βροῦμε μόνο τὰ Αἰνίγματα, οἱ ἀπαντήσεις θὰ πρέπει νὰ δοθοῦν ἀπὸ κάθε ἕναν ἀναγνώστη ξεχωριστά. Ἡ Μαρὼ Τριανταφύλλου βρίσκει ἕναν τρόπο ἁπλὸ νὰ μιλήσει γιὰ ὅλα αὐτά, τὰ ὁποῖα διαβάζοντας κάτω ἀπὸ τὶς γραμμὲς τῶν κειμένων της καταλαβαίνουμε πόσο τὴν καῖνε. Καταφέρνει νὰ ὁδηγεῖ τὸ θέμα της στὰ βαθιὰ καὶ τὸν προσεκτικὸ ἀναγνώστη στὸν ἀναστοχασμὸ τῶν πραγμάτων μὲ γλῶσσα στρωτὴ καὶ ταυτοχρόνως μὲ ἀπρόσμενα πρωτότυπες παρομοιώσεις ὅπως αὐτὴ στὸ διήγημα «Πέτρος»: «Εἶναι φορὲς ποὺ τὸ νερὸ εἶναι τόσο ἥσυχο κι ἀκίνητο ποὺ νομίζει ὅτι εἶναι συμπαγές.... Λέει μὲ τὸ νοῦ του πὼς θὰ μποροῦσε νὰ κόψει ἕνα κομμάτι, ἕναν ὡραῖο μεγάλο τέλειο κύβο, ἂς ποῦμε, καὶ νὰ τὸν πάρει ἀγκαλιὰ τὸ νερένιο κύβο σὰ μωρό, καὶ νὰ τὸ νανουρίσει τὸ νερὸ μὲ τὰ τραγούδια ποὺ τοῦ μάθαινε ἡ μάνα του...» (σ. 52). Σὲ ὁρισμένα σημεῖα παρατηροῦμε κάποιες ἐπίμονες ἐπαναλήψεις μικρῶν κοφτῶν προτάσεων, ὅπου ἡ συγγραφέας θέλει νὰ τονίσει ἕνα συμβάν, νὰ τὸ κάνει νὰ χαραχτεῖ στὸ νοῦ τοῦ ἀναγνώστη… Σὰν μικρὰ πισωπατήματα μοιάζουν σ’ ἐκεῖνα τὰ σημεῖα οἱ λέξεις της, ποὺ δίνουν ἕναν ἀσθματικὸ τόνο στὴ περιγραφόμενη σκηνή. Ἀλλοῦ πάλι, ὁ λόγος ἀποκτᾶ προφορικότητα, καὶ ξεπηδᾶ τότε ἕνα εἶδος ἀπεύθυνσης πρὸς τὸν ἀναγνώστη αὐξάνοντας τὸ αἴσθημα συμμετοχῆς καὶ οἰκειότητας. Στὰ διηγήματα τῶν Αἰνιγμάτων διατυπώνονται ἐμμέσως ἀγωνιώδη ἐρωτήματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα θὰ μποροῦσαν νὰ προκύψουν ἀπαντήσεις γιὰ τὸν σύγχρονο τρόπο σκέψης, σ’ ἕναν κόσμο ποὺ ἐπιπλέει μὲ δυσκολία πλέον, προχωρῶντας ἀπὸ τὸ ἕνα ναυάγιο στὸ ἄλλο. Ἀνήκει στὶς ἀρετὲς τοῦ βιβλίου τὸ ὅτι αὐτὴ ἡ ἐπείγουσα ἀνάγκη δὲν καταγράφεται ὡς τέτοια μὲ ρητὸ καὶ κατηγορηματικὸ τρόπο, ἀποφεύγοντας, ἔτσι, κάθε ἴχνος διδακτισμοῦ ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἑρμηνευτεῖ ἔτσι. Μέσα ἀπὸ τὰ δέκα διηγήματα τῆς συλλογῆς ἡ Τριανταφύλλου μᾶς ὁδηγεῖ σὲ δρόμους σιωπηλούς, μοναχικοὺς ἀλλὰ στέρεους, πατῶντας πάνω στ’ ἀχνάρια παλιῶν κλασικῶν κειμένων, μὲ τοὺς ἥρωές της ἄλλοτε νὰ ἀντλοῦνται ἀπὸ τὴν μυθολογία, ἄλλοτε ἀπὸ τὴν Γένεση καὶ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες τραγικούς. Ἡ ἀφήγησή της εἶναι λιτὴ καὶ ὑπαινικτική, συνήθως τὰ πράγματα δὲν ὀνομάζονται εὐθέως ἀλλὰ μέσῳ μετωνυμιῶν καὶ μεταφορῶν, γιὰ παράδειγμα ἡ ἔντονη παρουσία τῆς φύσης καὶ οἱ διαρκεῖς διακυμάνσεις τοῦ φωτὸς μέσα ἀπὸ τὶς λεπτομερεῖς καὶ ζωντανὲς περιγραφὲς τῆς συγγραφέως ἀποδίδουν τὸ κλίμα καὶ τὴν ἀτμόσφαιρα ποὺ ἐπιδιώκεται κάθε φορὰ ἐνισχύοντας τὴν ἐσωτερικότητα τῶν περιγραφόμενων προσώπων. Συχνὰ ἡ συγγραφέας χρησιμοποιεῖ τὰ εὐφρόσυνα χρώματα τοῦ φυσικοῦ πλούτου ποὺ περιβάλλουν τοὺς πρωταγωνιστές της ἐρήμην τους, ὡς ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὸν ζόφο ποὺ θὰ ἀκολουθήσει, ὅπως συμβαίνει στὰ διηγήματα «Λάζαρος» καὶ «Κάϊν» ὅπου ἡ ἀντίστιξη εἶναι πολὺ ἰσχυρή. Πάντα ἡ ὀμορφιὰ ὑπάρχει ἐρήμην μας καὶ γι’ αὐτὸ διασώζεται ὡς τέτοια. Σχεδὸν σὲ ὅλα τὰ διηγήματα ὁ χρόνος καὶ ὁ τόπος εἶναι ἀπροσδιόριστος. Ὅλα ὅσα περιγράφονται ἐκεῖ —ἕνα ἐκεῖ ποὺ ἐντέλει ἀνασύρεται ἀπὸ τὸν ἀναγνώστη συνειρμικὰ ἀλλὰ ὄχι ὑποχρεωτικὰ— θὰ μποροῦσαν νὰ συντελοῦνται ὁπουδήποτε ἀλλοῦ καὶ σὲ ὁποιονδήποτε χρόνο. Αὐτὴ ἡ ἐπιλογὴ ἐνισχύει μὲ μιὰ πρόσθετη δυναμικὴ πρόσωπα καὶ γεγονότα. Πολλὲς φορὲς διαβάζοντας τὰ κείμενα ὁ νοῦς μου ἔβλεπε τὰ πρόσωπα καὶ τὰ γεγονότα στὴ σημερινὴ ἐποχή. Τὸ κάνει ἄλλωστε καὶ ἡ ἴδια ἡ συγγραφέας διακριτικὰ ἀλλὰ καθαρὰ γιὰ τὸν προσεκτικὸ ἀναγνώστη στὸ πιὸ ζοφερὸ ἀπ` ὅλα —στὰ ὅρια τοῦ γκροτέσκο— διήγημα «Φιλομήλα».
Ὅσο γιὰ τὴν δεδομένη ἐξ ὁρισμοῦ, λόγῳ τῶν τίτλων (Ἰσμήνη,
Κάϊν, Ἰὼβ, κλπ) διακειμενικότητα αὐτὴ ἐμφιλοχωρεῖ
διακριτικά, δὲν ἐπιδεικνύεται, διατηρῶντας κατ΄ αὐτὸν τὸν
τρόπο τὴν ἀμεσότητα καὶ τὴν αὐθεντικότητα τῆς προσωπικῆς
ἀναδιαμόρφωσης τοῦ μύθου ἀνάλογα μὲ τὸ τί θέλει νὰ ἀναδείξει ἡ
συγγραφέας κάθε φορά. Ἡ ἀναμόχλευση τῶν ἱστοριῶν ἰδίως μὲ τὸ
διαφοροποιημένο τέλος τους ἀναδεικνύει ἐρωτήματα καὶ
ἀγωνίες, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὴν ἀγωνία ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν
μάταιη ἀναμονὴ τῆς θεϊκῆς ἀπάντησης στὸ διήγημα τοῦ «Ἰώβ», ἢ
ἀλλοῦ ἡ διατύπωση τῆς σκέψης ὅτι τὸ κακὸ μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχει
αὐτεξούσιο ἀλλὰ νὰ προκύπτει ἀπὸ μιὰ λάθος ἑρμηνεία ὅπως
συμβαίνει στὸ διήγημα τοῦ «Κάϊν». Τὸ βιβλίο κλείνει μὲ τὴν ἐξαιρετικὴ συμπερασματικὴ κατακλεῖδα ποὺ ὁλοκληρώνει τὸ τελευταῖο διήγημα τοῦ «Πέτρου»: Ὁ Θεὸς δὲν ἔρχεται. Ὁ ἄνθρωπος μόνος του πρέπει νὰ κάνει τὸ δρόμο, νὰ χρειαστεῖ ἡ ψυχή του τὸ ἀχρείαστο, τὸ ἔξω ἀπὸ τὶς λέξεις ποὺ ὑπάρχει. Δικός του ὁ δρόμος. Καὶ ἡ ἀπόφαση.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.Ἡρὼ Νικοπούλου (Ἀθήνα, 1958). Σπούδασε ζωγραφικὴ καὶ σκηνογραφία στὴν Ἀνωτάτη Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν τῆς Ἀθήνας. Ἔχει ἐκθέσει ἔργα της στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸ ἐξωτερικό. Ἔχει ἐκδώσει ὀκτὼ βιβλία ποίησης καὶ πέντε πεζογραφίας. Ποιήματα καὶ διηγήματα της μεταφράστηκαν στὰ Ἀγγλικά, Γαλλικά, Ἰταλικά, Ἱσπανικά, καὶ ἄλλες εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες καὶ συμπεριλαμβάνονται σὲ ἀντίστοιχες ἀνθολογίες. Ἔχει συμμετάσχει σὲ πολλὰ Διεθνῆ Φεστιβὰλ ποίησης, ἐνῷ ἕνας τόμος ποιημάτων της κυκλοφορεῖ στὰ ἱσπανικὰ μὲ τίτλο Aceptiones de la Mirana, (μετάφραση: José Antonio Moreno Jurado (2019, El Arbol de la Luz, Sevilla). Ἀπὸ τὸ 2010 συνδιευθύνει μὲ τὸν Γιάννη Πατίλη τὴν ἱστοσελίδα γιὰ τὸ μικρὸ διήγημα Πλανόδιον-Ἱστορίες Μπονζάϊ. Ἀπὸ τὸ 2023 διατηρεῖ τὴν στήλη μὲ τὸν τίτλο «Ἕνα παράθυρο γιὰ τὸ μικρὸ διήγημα» στὴν ψηφιακὴ πλατφόρμα culturebook. Τὸ 2019 τὸ λογοτεχνικὸ περιοδικὸ Σίσυφος ἀφιέρωσε τὸ 17ο τεῦχος του στὸ ποιητικὸ καὶ πεζογραφικό της ἔργο, ἐνῶ ἀφιέρωμα στὸ ἔργο της συμπεριέλαβε στὴν ὕλη του καὶ τὸ λογοτεχνικὸ περιοδικὸ Ἐμβόλιμον, τχ. 101-102, τὸ 2024. Τελευταῖο της βιβλίο Τὸ Θαῦμα στὴν Ἐντατική (2024, ἐκδ. ΑΩ). Εἶναι μέλος τοῦ Εἰκαστικοῦ Ἐπιμελητηρίου Ἑλλάδας, τῆς Ἑταιρείας Συγγραφέων καὶ τοῦ Κύκλου Ποιητῶν.www.ironikopoulou.gr |

ΩΣ
ΜΙΛΑ ΚΑΝΕΙΣ σ’ ἕναν ἀπομαγεμένο κόσμο γιὰ τὸ τραῦμα, γιὰ τὴ
μνήμη, γιὰ τὸ θαῦμα, γιὰ τὴν ἀνάσταση ἄρα γιὰ τὴν ἀναζήτηση τοῦ
Θεοῦ, γιὰ τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ τὴν συγχώρεση; Μοιάζουν ἔννοιες
τόσο μακρινές, σχεδὸν ξεχασμένες. Ἡ ἔννοια τοῦ ἱεροῦ φαίνεται
νὰ περισσεύει στὴν ἐποχὴ τῆς νεωτερικότητας καὶ τῆς
μετανεωτερικότητας, ποὺ μᾶς περικυκλώνει καὶ μᾶς ὁρίζει μὲ
ἄλλου τύπου παραμέτρους καὶ δεδομένα. Σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει
ἀνάγκη, χῶρος καὶ χρόνος γιὰ παρόμοιες ἀναζητήσεις, οἱ ὁποῖες
ἄλλωστε θεωροῦνται περίπου ἀπαντημένες ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη,
ἰδίως ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀποφάσισε ὅτι θέλει καὶ
μπορεῖ νὰ γίνει θεὸς στὴ θέση τοῦ Θεοῦ. Πρωτίστως στὴν
ἀνθρωπόκαινο ἐποχὴ ποὺ διανύουμε, μὲ τὸν πλανήτη μας ὅλο καὶ
πιὸ συχνὰ σὲ κατάσταση ἔκτακτης ἀνάγκης λόγῳ τῶν κακῶν
ἐπιλογῶν τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους, ἡ ἀπουσία τοῦ στοιχείου τοῦ
ἱεροῦ ἀπὸ τὴ ζωή μας —καὶ δὲν μιλῶ γιὰ θρησκεία— εἶναι κάτι
παραπάνω ἀπὸ ἐμφανής. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀπουσία εἶναι ποὺ κάνει
τοῦτο τὸ βιβλίο σημαντικό, γιατὶ ἡ ἀνάγνωσή του μᾶς
παροτρύνει νὰ ἑστιάσουμε στὸ θέμα τοῦ ἐσωτερικοῦ μας
ἐλλείμματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου