Νάνσυ Ἀγγελῆ
Ἡ ἐλπίδα
ΕΛΠΙΔΑ,
ΨΑΘΙΝΗ ΚΑΙ ΠΛΑΤΥΓΥΡΗ, κρεμόταν πάντα στὸν ποδόγυρο δίπλα στὴν
πόρτα τῆς εἰσόδου, πλάϊ στὶς σκοῦρες καμπαρντίνες τοῦ χειμῶνα ἢ
τὶς ἐλαφριὲς ζακέτες τῆς ἄνοιξης καὶ τὰ φουλάρια ποὺ
σκονίζονταν τοὺς μῆνες τοῦ καλοκαιριοῦ. Μιὰ μέρα ρώτησε τὴ
μητέρα πῶς εἶχε βρεθεῖ ἡ Ἐλπίδα στὸ σπίτι τους, ἂν τοὺς τὴν
εἶχαν χαρίσει ἢ ἂν τὴν εἶχαν οἱ ἴδιοι ἀγοράσει. Ἡ μητέρα
προσπάθησε νὰ θυμηθεῖ, μὰ δὲν θυμόταν, γι’ αὐτὸ εἶπε πὼς αὐτὸ
δὲν εἶχε καμιὰ σημασία, τὸ πῶς βρέθηκε ἡ Ἐλπίδα στὸ σπίτι τους,
σημασία εἶχε πὼς ἦταν ἐκεῖ.
Πέρασε καιρὸς καὶ μιὰ ἄλλη μέρα ρώτησε τὴ μητέρα ἂν θὰ
μποροῦσε νὰ πάρει τὴν Ἐλπίδα μαζί της ὅταν θὰ ἔφευγε ἀπὸ τὸ
σπίτι. Στὸ Νότο ποὺ κατοικοῦσαν, ἡ ἡλιοφάνεια ἦταν τὸ μοναδικὸ
καιρικὸ φαινόμενο ποὺ γνώριζε γι’ αὐτὸ ἤξερε πὼς θὰ τὴν εἶχε
ἀπόλυτη ἀνάγκη. Ἡ μητέρα δίστασε, εἶπε πὼς θὰ μποροῦσε νὰ
ἀγοράσει τὴ δική της Ἐλπίδα μὲ τὰ πρῶτα χρήματα ποὺ θὰ
κέρδιζε. Εἶπε πὼς κι ἐκείνη κι ὁ πατέρας εἶχαν ἀνάγκη τὴν
Ἐλπίδα, γιατί στὸ σπίτι τους πραγματικὰ δὲν ὑπῆρχε σκιὰ νὰ
σταθεῖ κανεὶς κι ἂν κάτι σὲ ἀνακούφιζε κατὰ τὶς βασανιστικὲς
ὧρες τοῦ μεσημεριοῦ, αὐτὸ ἦταν μόνο ἡ Ἐλπίδα. Γιὰ πρώτη φορὰ
ἐκείνη καὶ ἡ μητέρα διεκδικοῦσαν μαζὶ τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Μετὰ ἀπὸ
ὧρες διαξιφισμῶν, στοὺς ὁποίους ὁ πατέρας ἔμεινε ἀμέτοχος, τὸ
κορίτσι εἶπε πὼς δὲν ἤθελε μιὰ νέα, φτηνιάρικη Ἐλπίδα ποὺ θὰ
ἀγόραζε μόνη της, ἀλλὰ τὴν Ἐλπίδα ποὺ εἶχε ἀπὸ τότε ποὺ ἦταν
παιδί, χειροποίητη καὶ δροσερὴ καὶ ἐλαφριὰ ἀπ’ αὐτὲς ποὺ δὲν
φτιάχνονταν πιά. Προσπάθησε νὰ ἐξηγήσει στὴ μητέρα πὼς καμιὰ
νέα Ἐλπίδα δὲν θὰ τὴν προστάτευε ὅπως ἐκείνη, πὼς δὲν φτιάχνονται
πιὰ νέες Ἐλπίδες, πὼς ὑπάρχει τρομερὴ ἔλλειψη Ἐλπίδας παντοῦ
ὅπου καὶ νὰ γυρίσει κανεὶς νὰ κοιτάξει. Καὶ ἡ μητέρα,
ἀπροσδόκητα, βλέποντάς την νὰ κλαίει καὶ νὰ χάνει τὶς ἐλπίδες
της, εἶπε σταθερὰ κι ἀμετάκλητα, ὄχι. Στὸ κάτω κάτω, πρόσθεσε,
ἐκείνη ὄντας νεότερη εἶχε πολὺ περισσότερο χρόνο στὴ
διάθεση της νὰ ψάξει νὰ βρεῖ μιὰ νέα Ἐλπίδα. Ἀπροσδόκητα,
συνειδητοποίησε πὼς τίποτα δὲν τῆς ἀνῆκε δικαιωματικὰ ὅπως
πίστευε ὡς τότε. Ἡ μητέρα τὸ εἶχε καταστήσει σαφές. Γύρισε
πρὸς τὸν πατέρα ἐμβρόνητη ἀπ’ τὴ σκληρότητα τῆς μητέρας, ἀλλὰ
ὁ πατέρας τὴν κοίταξε σιωπηλὸς κι ἀμέτοχος.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Νάνσυ Ἀγγελῆ (Εὔβοια, 1982). Σπούδασε δημοσιογραφία
καὶ ἀπὸ τὸ 2008 ζεῖ στὴν Ἱσπανία ὅπου ἀσχολεῖται μὲ τὴν
λογοτεχνικὴ μετάφραση καὶ τὴν διδασκαλία ξένων γλωσσῶν.
Εἶναι τακτικὴ συνεργάτις τοῦ ἰστότοπου γιὰ τὸ μικρὸ διήγημα
«Πλανόδιον- Ἱστορίες Μπονζάι». Διηγήματα καὶ
μεταφράσεις της συμπεριλαμβάνονται σὲ διάφορα περιοδικὰ
τοῦ διαδικτύου καθὼς καὶ στὰ συλλογικὰ ἔργα «Ἱστορίες
Μπονζάι» (2014- 2016), ἐκδ. Γαβριηλίδης. Ἔχει ἐκδόσει δυὸ
συλλογὲς διηγημάτων. Ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Σμίλη κυκλοφορεῖ ἡ
συλλογὴ μικρῶν πεζῶν Ἡ νοητὴ εὐθεία ποὺ ἑνώνει ἕνα σῶμα μ’ ἕνα ἄλλο. Τελευταῖο της βιβλίο ἡ συλλογὴ διηγημάτων Ἡ προσμονὴ ἢ Τὰ βουνά
(ἐκδ. Περικείμενο, 2023).Ἔχει δημιουργήσει τὸ μπλὸγκ
μεταφραστικῶν δειγμάτων ἱσπανόφωνης λογοτεχνίας στὰ
ἑλληνικά:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου