ΑΖΕΥΟΝΤΑΙ
ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, στολίζουνε τὸ δένδρο, κάνουνε τὰ ψώνια,
μαγειρεύουν διπλὰ καὶ τρίδιπλα καὶ τὸ ρίχνουν στὸ φαΐ μπρὸς στὸ
ἀκοίμητο καὶ κακόβουλο μάτι τῆς τηλεόρασης. Ξαναπιάνουν τὶς
ἴδιες συζητήσεις, εὔχονται καὶ ξαναεύχονται καὶ στὸ τέλος
ἀνοίγουνε τὰ δῶρα. Καὶ ὕστερα φεύγουν. Χωρὶς νὰ ἀντηχεῖ στ’
αὐτιά τους καμία μουσική.
Στερημένοι τὸν πολιτισμό τους κατάντησαν φαντάσματα
σὲ ἐμπορικὰ κέντρα, ὀπαδοὶ τῶν νεόκοπων «Κέντρων Πολιτισμοῦ»
καὶ πελάτες τῶν διασκεδαστῶν.
Στερημένοι τὴ δική τους γλῶσσα
τραυλίζουν σὰν κατακτημένοι αὐτόχθονες καὶ σὰν κάποιους
μιγάδες στὶς γλῶσσες τῶν διαφόρων ἐπιτηρητῶν τους καὶ στὴν
ἀργκὸ τῶν τεχνικῶν ἀδυνατῶντας νὰ ἐπικοινωνήσουν. Μιὰ Βαβὲλ
ἀπὸ μοναξιές. Κι ὅταν ἡ ἀνία τοὺς περισφίγγει, καταφεύγουν στὰ
κινητά τους καὶ καταβροχθίζονται ἀπ’ αὐτά.
Μνημόσυνα εἶναι τέτοιες γιορτές. Οὔτε νὰ ντραποῦν ποὺ
ξέχασαν πῶς εἶναι νὰ γιορτάζεις! Μνημόσυνα τῶν μεγάλων
γιορτῶν ποὺ ἔσβησαν εἶναι τοῦτες οἱ πένθιμες γιορτές. Ὠχρὴ
ἀνταύγεια ἑνὸς ἀρχαϊκοῦ κόσμου καὶ τῶν συνεκτικῶν τελετῶν τοῦ
παρελθόντος ποὺ ἐπιβεβαίωναν τὴν ἑνότητα. Χάθηκαν αὐτοὶ ποὺ
πρὶν φᾶνε εὐλογοῦσαν τὸ ψωμί. Χάθηκαν οἱ τραγουδιστάδες καὶ
οἱ παλιὲς ὑφάντρες.
«Τὰ Χριστούγεννα εἶναι οἰκογενειακὴ γιορτή», λὲν σὰν
δικαιολογία. Λὲς καὶ θὰ μποροῦσε ἡ οἰκογένεια νὰ ἀντέξει μέσα
σὲ μιὰ κατακερματισμένη καὶ ἡττημένη κοινωνία! Τελευταία
στιγμὴ γίνεται ἐπίκληση στὸ «χαμένο νόημα» καὶ
ἐπιστρατεύεται ὁ παπά-Φραγκούλης ποὺ πάει μὲ τὴ βάρκα στὸ
Χριστὸ στὸ Κάστρο, ἀλλὰ ἀποκρύπτεται τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ παιδὶ
γεννήθηκε πεθαμένο καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης μὲς στὰ
ἀγοραστικὰ πλήθη καὶ πίσω ἀπὸ τὶς πλάτες τῶν τηλεθεατῶν τὸ
μεταφέρει στὸν οὐρανό. Μάταιη καὶ ἡ ἀναφορὰ στὶς γιορτὲς τοῦ
Ἀνίκητου Ἡλίου. Μιὰ κοινωνία ποὺ συλλυπεῖται τὸν ἑαυτό της. Κι
ἔρχεται ὁ Γενάρης. Πικρὰ ποὺ εἶναι τὰ φροῦτα τῆς λειψῆς
χαρᾶς...
Ποῦ εἶναι τὸ κάλεσμά σε ἕναν ἀχανῆ κόσμο; Ποῦ εἶναι οἱ
τελετές; Ποῦ εἶναι λοιπὸν ἡ Γιορτή; Τὰ δρύινα τραπέζια μὲ τὰ
λινὰ τραπεζομάντηλα βρεγμένα ἀπὸ κρασί; Ὁ ἀδιάκοπος ἐρχομὸς
καὶ τὸ καμπανάκι τῆς εἰσόδου ποὺ δὲν ἔχει σταματημό; Οἱ
καλοδεχούμενοι ξένοι, οἱ φίλοι ἀπὸ μακριὰ καὶ οἱ πεθαμένοι
γλεντοκόποι; Καὶ οἱ χοροί, τὰ ξεμοναχιάσματα καὶ τὰ
ἐνθουσιασμένα βλέμματα ποὺ ξεσηκώνουν τὴν καρδιά;
Κουράγιο σύντροφοί μου ποὺ ἀκόμα δὲν ἔχουμε ἀνταμώσει!
Οἱ τελετές μας θὰ ἀναπαριστοῦν τὸ πέρασμά μας μέσα ἀπὸ τὴν
βαρβαρότητα. Οἱ δικές μας οἱ γιορτὲς θὰ ξεσπάσουν πάνω στὰ
ἀποκαΐδια αὐτοῦ τοῦ ἔρημου κόσμου. Θὰ εἶναι γιορτὲς ποὺ κανεὶς
δὲν θὰ φεύγει λυπημένος. Θὰ εἶναι γιορτὲς αὐτῶν ποὺ ἔχοντας
κοινὴ ζωὴ καὶ κοινὴ πνευματικὴ πατρίδα διακινδύνευσαν τὰ
πάντα.
Πηγή: Μεταμεσονύκτια Ἡμερολόγια, Κυριακή, 26 Δεκεμβρίου 2021.
Βασίλης Ἠλιακόπουλος. Βιβλία του: Ἀναμνήσεις ἑνὸς Περιπλανώμενου (Ροδακιό, 2001), Νυχτερινὲς Ἱστορίες (ἐκδ. Πανοπτικόν, 2014), Οὐτοπία, (ἐκδ. Πανοπτικόν, 2021) καὶ Τὸ Παλαιστινιακὸ Σκοτάδι (ἐκδ. «Ἀλήστου Μνήμης», 2024). Διατηρεῖ τὸ ἱστολόγιο Μεταμεσονύκτια Ἡμερολόγια:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου