Το έργο Έρχομαι τάχυ είναι μια μονωδία· μια ψυχική κατάδυση στον άδηλο κόσμο της εσωτερικής πραγματικότητας.
Αφετηρία προβληματισμού υπήρξε το αέναον και πανταχού παρόν, αίτιον του παντός – ο έρωτας. Αφορμή υλοποίησης, συγγραφής και σύνθεσης, η ευγενής πρόταση της Χριστίνας Μπάμπου-Παγκουρέλη (δόκιμης μεταφράστριας των θεατρικών έργων του Ουίλιαμ Σαίξπηρ), η οποία είχε την ευγενή καλοσύνη να μου προτείνει τη συγγραφή ενός θεατρικού έργου για τις ανάγκες της θεατρικής επιθεώρησης Εκκύκλημα, στην οποία και δημοσιεύτηκε (τεύχος 25) με την ευτυχή συγκυρία του αφιερώματος στον Σάμιουελ Μπέκετ.
Το έργο δεν οντολογεί, ούτε θεολογεί, ως εκ τούτου δεν προκαλεί έλεος, όπως δεν προκαλεί και την Μήνιν κανενός, εξάλλου και ο δημιουργός του, ο οποίος πορεύεται διακριτικά την ατραπό του, με την ελπίδα να αντικρίσει τη φρυκτωρία της γνώσης, ει δυνατόν, κάποτε, που είναι εγκιβωτισμένη στα απύθμενα βάθη του εσωτερικού υπαρξιακού του χάους! Δεν πλάθει τύπους, πρόσωπα, αλλά μορφές, δεδομένου ότι διά της μορφής προσεγγίζεται πληρέστερα, κατά τους θεωρητικούς, η τραγικότητα των ανθρωπίνων καταστάσεων, συμπεριφορών, ύβρεων, αισθημάτων και λοιπών, μέγιστο χώρο της οποίας κατέχει ο έρωτας και δη ο ανεκπλήρωτος ανά τους αιώνες· δικαίως, καθόσον, για έναν χαμένο έρωτα πολλοί έγιναν ήρωες, μάρτυρες, ποιητές, για έναν βιωμένο όμως ουδείς!
Φυσικώ τω λόγω, δεδομένου ότι έρως, θέωσις, κατά Μάξιμον, εστί [1]·πλήρωμα ζωής! Η μόνη μας δικαίωση. Φωτεινή προσδοκία, η οποία, μέσα από τον πρωτογενή οίστρο, ανεβάζει τη θνητή μας ύπαρξη με αναβαθμούς, εκστάσεις και αισθησιακούς διαλογισμούς, προς τη μοναδική πηγή φωτός· την εντελέχειά μας!
Σε μια τέτοια, οιονεί, συνθήκη, εισέρχεται άνευ ορίων και άνευ όρων και η «Κ», κεντρική ηρωίδα του έργου, δεδομένου ότι ο έρωτας δεν είναι επιλογή αλλά έξωθεν επιβολή· η Άτις των θεών, συνέπεια της οποίας είναι να μη συμβιβάζεται μετά τη μύηση, την εισδοχή, την παραίτηση και την αποδοχή, με οτιδήποτε σχετικό πέραν του απόλυτου, του υπέρθεου, του ολοκληρωτικού. Πώς θα μπορούσε, αφού κάθε πάθος είναι βούληση προς αυτοαπώλεια, πόσο μάλλον το ερωτικό, μιας κι όταν ερωτεύεται, δεν ενεργεί αυτοβούλως, άλλωστε, το άτομο, δεδομένου ότι τα πάντα εκπορεύονται από τη βούληση (ταύτιση, προέκταση) του άλλου, οπότε ακολουθεί το θυμικό του/της, αρνούμενος/-η να υποταχθεί στο λογικό του/της.
Λυτρωτική συνθήκη αναμφισβήτητα για τους αφόρητα ιδεόπλαστους, ου μην και σαρκικούς, έρωτες, ιδιαίτερα όταν η απουσία, ο νόστος, η μοναξιά, η ταύτιση ονείρου, ψυχισμού και αντικειμενικότητας οδηγούν, αντί της ωμοφαγίας, στην αναψηλάφηση της χαμένης ευτυχίας, πράγμα που επιχειρεί, ντυμένη τα ρακένδυτα πέπλα της απόρριψης, και η «Κ», με μοναδικό όργανο τη γλώσσα.
Για έναν χαμένο έρωτα πολλοί έγιναν ήρωες, μάρτυρες, ποιητές, για έναν βιωμένο όμως ουδείς!
Τα άλογα, ιδιοτελή κριτήρια όμως των άλλων, οι μηχανισμοί καταστολής, η βαρβαρότητα κι η καταχρηστική τους εξουσία τής κλείνουν κάθε οδό διαφυγής, πράξη που έχει ως αποτέλεσμα να της στερούν τόσο τη Διονυσιακή, όσο και την Απολλώνια διάσταση του βιώματος, επαληθεύοντας την αναντίρρητη διαπίστωση του Φρ. Νίτσε, ο οποίος αναφέρει ότι, από το: Διονυσιακό, Απολλώνιο και τραγικό [2] τρίπτυχο, μόνον το τραγικό βιώνουμε· δυστυχώς!
Παρά ταύτα! Παρά το κόστος, την απόρριψη, το περιθώριο και την καταστολή· ο ίμερος που μαίνεται, ο Νυμφίος που αναμένεται, ο οίστρος που δεν τιθασεύεται, ο λόγος που εκπέμπεται, δίνουν στον έρωτα τη μυθική διάσταση που η απομυθοποίηση των καιρών μας του αρνείται, εισπράττοντας ως αμοιβή τον πόνο, όπως πάντα. Έναν πόνο άρρητο, δυσβάσταχτο, σκληρό και ανεπιθύμητο, μα, παρά ταύτα, ηδονικό και αναπόφευκτο, αν όχι αναγκαίο· αφενός, διότι είναι ίδιον του έρωτα (έρωτας ίσον πόνος· νοσταλγία ηδονής), και αφετέρου, για να πληρωθεί το ρηθέν, διά στόματος και γραφής, Μαρκησίου ντε Σαντ, ο οποίος μετά λόγου γνώσεως καταθέτει ότι: «για να είναι λειτουργικός ο πόνος, πρέπει να είναι απόλυτος, αγιάτρευτος, πόνος που δεν υποφέρεται».
Εάν η υπόσταση ενός κειμένου συνίσταται στο φορτίο ποίησης και αισθητικής που αυτό εκπέμπει, εμπεριέχει, τότε εναπόκειται στην ευγενή προαίρεση των αναγνωστών η αποτίμηση· κατά πόσο πληροί τους ακατάλυτους όρους –ύφος, μύθο, γλώσσα– το συγκεκριμένο έργο· αν είχε, έχει, λόγο ύπαρξης, δηλαδή γραφής και ανάγνωσης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Μάξιμος ο Ομολογητής: Σχόλια.
[2] Φρ. Νίτσε: Η γέννηση της τραγωδίας.
Έρχομαι τάχυ
Δημήτρης Μάνος
Κάπα Εκδοτική
64 σελ.
ISBN 978-960-628-325-3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου