ΤΟ
ΜΑΧΑΙΡΙ δὲν ἔκοβε ἢ ἡ πατάτα ἦταν ὑπερβολικὰ σκληρὴ γιὰ νὰ
κοπεῖ. Ἡ Ζέτα ἄνοιγε μηχανικὰ τὸ ἕνα συρτάρι μετὰ τὸ ἄλλο,
ὥσπου νὰ βρει τὸ σὲτ μὲ τὰ ἀτσάλινα μαχαίρια. Ἦταν μιὰ κίνηση ποὺ
μποροῦσε νὰ τὴν κάνει μὲ κλειστὰ ὅλα της τὰ μάτια. Τόσο καλὰ τὴν
ἤξερε τὴν κουζίνα. Ὁ χῶρος της. Καὶ τί χῶρος! Βασίλειο. Τὰ
ἀτσάλινα μαχαίρια ἦταν τὸ δῶρο τῆς Μαρίας. Γιὰ τὸν γάμο της.
Χρόνια κολλητὲς μὲ τὴ Μαρία. Αὐτοκόλλητες. Τὶς μέρες
κοιμοῦνταν, τὶς νύχτες ἁλώνιζαν μὲ τὴ σειρὰ τὰ κλαμπάκια τῶν
δυτικῶν συνοικιῶν. Ἡ οἰκειότητα στὶς συνομιλίες τους
μποροῦσε νὰ πάει πιὸ βαθιὰ ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὰ πιὸ διεισδυτικὰ
ὄργανα τῶν ἐφήμερων, ἀναλώσιμων ἐραστῶν. Αὐτὰ παλιά. Στὸ
μακρινὸ παρελθόν. Τώρα ὅλα ἦταν τελείως διαφορετικά. «Κόβουν
σὰν ξυράφια, φιλενάδα», τῆς εἶχε πεῖ ἡ Μαρία. «Ὅ,τι
περισσεύει. Καταλαβαίνεις...» καὶ ἔσκασε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ γέλια
ποὺ ἔμελλαν νὰ μείνουν σῆμα κατατεθὲν στὸ κάδρο. Τὸ κάδρο
«ἐκείνης» τῆς ἐποχῆς.
Ἀπὸ μόνο του τὸ χέρι πῆγε στὸ σωστὸ μέγεθος μαχαιριοῦ,
αὐτὸ μὲ τὴ σαγρὲ μαύρη λαβή. Βούτυρο ἡ πατάτα. Πρῶτα
καθάρισμα, μετὰ στὰ τέσσερα καὶ στὸν φοῦρνο, παρέα μὲ τὸ
κοτόπουλο, ποὺ εἶχε ἀρχίσει νὰ ἐξαντλεῖ τὴν ὑπομονή του μὲ
τόση προθέρμανση. Λίγη μουστάρδα ἀπὸ πάνω. Καὶ λίγο
πορτοκάλι. Τὶς κάνει πιὸ νόστιμες. Κλείσιμο ἡ πόρτα τοῦ
φούρνου, στρίψιμο τὸ κουμπὶ στοὺς ἑκατὸν ὀγδόντα – ἄ, ρὲ Μαρία,
ποιός ξέρει σὲ ποιές νύχτες κρύβεις τώρα τὶς μέρες σου. Νὰ
γύρισες ἄραγε στὴν Καβάλα; Νὰ ἔχεις παντρευτεῖ, ὅπως ἐγώ; Τὰ
σκεύη στὴ θέση τους, πρῶτα πλύσιμο, μετὰ σκούπισμα.
Μὲ τὴ Μαρία ἔκοψε ξαφνικά. Μαχαίρι. Οὔτε τηλέφωνο. Ὁ
Γιῶργος δὲν τὴν ἔβλεπε μὲ καλὸ μάτι. Γιῶργος. Αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομα
τοῦ χάσμπαντ, ἔτσι τὸν ἔλεγε. Ὁ χάσμπαντ ἦταν τῆς γνώμης ὅτι ἡ
οἰκογένεια δὲν εἶναι ἀστεῖο καὶ νὰ τὸ σκεφτόταν πρῶτα καλά.
Εἰδικὰ ἂν ὑπάρχει παιδί. Σὲ λίγο ἦρθε καὶ τὸ παιδί. Ὁ Πέτρος. Ὁ
Πέτρος βιάστηκε νὰ μπεῖ σὲ μιὰ γυάλινη θερμοκοιτίδα. Ἀποκεῖ
πρωτοεῖδε τὸν κόσμο στὴν πραγματική του μορφή:
παραμορφωμένο. Τὰ πρόσωπα τῶν γονιῶν ἦταν ἐκεῖ ἔξω, μὲ
ἀλλοιωμένα τὰ χαρακτηριστικὰ πίσω ἀπὸ τὸ κυρτὸ πλεξιγκλάς,
ποὺ ἔκανε τὰ πάντα νὰ μοιάζουν τερατώδη.
Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Ἀμφίβια τέρατα. Ἱστορίες στὸν δρόμο γιὰ τὴ λίμνη (Μεταίχμιο, 2021).
Κώστας Ποῦλος. Γεννήθηκε στὸν Ἐλικώνα τῆς Βοιωτίας.
Σπούδασε Φιλολογία, Φιλοσοφία καὶ Ἱστορία στὴν Ἀθήνα καὶ
στὴ Γερμανία. Ἔχει γράψει, μεταφράσει καὶ διασκευάσει πλῆθος
βιβλίων γιὰ μεγάλους καὶ κυρίως γιὰ παιδιά. Ἔργα του ἔχουν
λάβει τιμητικὲς διακρίσεις (κρατικὸ βραβεῖο παιδικοῦ
λογοτεχνικοῦ βιβλίου) ἢ ἔχουν μεταφραστεῖ σὲ ἄλλες γλῶσσες.
Εἰκόνα: Φωτογραφία τοῦ συγγραφέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου