Ο ΛΑΪΝΕΛ ἀποφάσισε ἐπιτέλους
πὼς θὰ ἤθελε νὰ ἀποτεφρωθεῖ ὅταν ὅλα τελειώσουν, ὁπότε εἶπα καλὸ
θὰ ἦταν νὰ ἐξασκηθοῦμε στὸ σκόρπισμα τῆς στάχτης του, γιατί θεὸς φυλάξοι
ἂν τὰ σκατώσω καὶ σ’ αὐτό. «Διαλέγω ποῦ θὰ σὲ
σκορπίσω;»
«Σὲ ὅποιο φρεάτιο θές, μιὰ χαρὰ εἶναι.» Ἔγδερνε μὲ ἕνα μαχαίρι
βουτύρου τὴ φέτα φρυγανισμένου ψωμιοῦ ποὺ εἶχα κάψει, ἐκσφενδονίζοντας
καρβουνιασμένα κομματάκια παντοῦ. «Ἴσως στὸ πάρκο Νίκερσον, ἐκεῖ
ποὺ τρέχουν ὅλη μέρα ἐκεῖνα τὰ κορίτσια μὲ τὰ κολάν.»
«Μπορῶ νὰ σοῦ βρῶ μιὰ λεκάνη σὲ κάποιες γυναικεῖες τουαλέτες.»
«Τώρα μιλᾶς σωστά», εἶπε, κρατώντας τὸ κεφάλι του.
Ὁ Λάινελ δὲν πεθαίνει, τίποτα τέτοιο, ἁπλὰ πῆγε στὴν κηδεία
τοῦ κολλητοῦ του τοῦ Στὰν τὸν περασμένο μήνα καὶ δὲν τοῦ ’κάτσε καὶ τόσο
καλὰ ἡ θέα τοῦ Στὰν ἐκεῖ, ὁριζοντιωμένου. Δὲν ξέρω τί περίμενε.
«Ἐγὼ πάντως δὲν κάνω χῶρο στὸ ράφι πάνω ἀπ’ τὸ τζάκι», εἶπα. Σηκώθηκε, ἄνοιξε τὸ ψωμὶ τοῦ τόστ, καὶ γλίστρησε ἄλλη μιὰ φέτα στὴ φρυγανιέρα. «Δὲν θὲς νὰ μὲ προσέχεις;», εἶπε, σκουπίζοντας μαῦρα ψίχουλα ἀπ’ τὸ πουκάμισό του, στὸ πάτωμα.
Τοῦ εἶπα ὅτι μπορεῖ νὰ γίνει θέμα μὲ τὸν ἑπόμενο σύζυγό μου,
«νὰ ξεσκονίζω τὴν τεφροδόχο σου ὅλη τὴν ὥρα».
Ὁ Λάινελ ἀκούμπησε στὸν πάγκο τῆς κουζίνας. «Δὲν σὲ ἔχω δεῖ
ποτὲ νὰ ξεσκονίζεις τίποτα.»
«Καὶ τί θὰ γίνει ὅταν φύγω κι ἐγώ», εἶπα, «κληρονομεῖσαι ἀπὸ
ἕνα ἀπ’ τὰ παιδιά; Ὄοοὄχι – σὲ κόβω ἐδῶ. Τί λὲς γιὰ τὴ λίμνη;»
Ἡ φρυγανιέρα ἔκανε κλάκ. Ὁ Λάινελ ἄνοιξε τὴν πορτούλα χαρωπά,
σὰν νὰ περίμενε νὰ πηδήξει κάτι ἀπὸ μέσα καὶ νὰ τὸν πιάσει. «Τὴ λίμνη;»
Ἔφαγε κατευθεῖαν ἀπὸ τὸ φοῦρνο, οἱ ἀντιστάσεις ἀκόμα πορτοκαλί.
«Γιὰ τὴ σορό σου», εἶπα. «Θὰ μποροῦσα νὰ σὲ πάω στὴν προβλήτα,
νὰ σὲ πετάξω ἐκεῖ.»
«Δὲν θὰ χαροῦν οἱ τύποι ἐκεῖ. Θὰ τρόμαζες τὰ ψάρια.»
«Δὲν τὰ πειράζει τὰ ψάρια», εἶπα.
«Πῶς δὲν τὰ πειράζει», εἶπε ὁ Λάινελ.
«Ὁπότε ἐκτὸς ἀπὸ σπασταρχίδης εἶσαι καὶ ψαρᾶς;»
«Τὸ ξέρω, ὁ πολύπλευρος πλοῦτος τῆς προσωπικότητάς μου ξεγελᾶ»,
εἶπε, «κι ὅμως, εἶμαι ἕνας μόνο ἄνθρωπος.» Θὰ τελείωνε ἐκεῖ, ἀλλὰ
ἦταν Σάββατο καὶ δὲν ἔχουμε χόμπυ. Στεκόμουν ἔξω μὲ ἀέρα γιὰ πέντε
λεπτὰ καθὼς ὁ Λάινελ καθόταν στὸ ἁμάξι ἀποφασίζοντας ἂν θὰ βάλει
καπέλο ἢ ὄχι. Τελευταία σκάλωνε σὲ κάτι τέτοια πράγματα.
Τελικὰ δὲν τό ‘βάλε.
«Θὰ παγώσει τὸ κεφάλι σου», εἶπα.
Ἡ παραλία ἀδειάζει ἐντελῶς τὸ φθινόπωρο – δὲν βλέπουμε πινακίδες
ἀπὸ ἄλλες πολιτεῖες στὴν πόλη γιὰ ὀχτὼ μὲ ἐννέα μῆνες. Ἡ λίμνη Μίσιγκαν
ἀνεβαίνει στὴν ἀκτή, καὶ ἀγριεύει, σὰν κάποιος νὰ πρέπει νὰ σκάσει
πάνω στὰ βράχια, μόνο ποὺ δὲν ὑπάρχουν βράχια.
Διέσχισα τὸ χωμάτινο πάρκινγκ κι ἔφτασα στὸ μονοπάτι ἀπὸ ἄμμο
ἀνάμεσα στὰ δέντρα. Δὲν ὑπάρχουν παπούτσια κατάλληλα γιὰ νὰ σκαρφαλώνεις
στὴν ἄμμο. Ὁ ἀμμόλοφος κορυφώνεται μετὰ ἀπὸ καμιὰ εἰκοσαριὰ βήματα,
κι ἀπὸ ‘κεῖ μπορεῖς νὰ δεῖς τὸ νερό.
«Θὰ μποροῦσες νὰ χρησιμοποιήσεις τὰ σακουλάκια γιὰ τόστ, ἢ
καμιὰ σακούλα σοῦπερ μάρκετ», εἶπε ὁ Λάινελ, ἀνεβαίνοντας ἀργὰ
πίσω μου.
«Αὐτὸ ἦταν πιὸ εὔκολο», εἶπα. Κάποιος μοῦ εἶχε πεῖ κάποτε πὼς
τὸ πιὸ δύσκολο πράγμα ὅταν δουλεύεις στὰ Μακντόναλντς εἶναι νὰ γεμίζεις
αὐτὰ τὰ μικρὰ ἄσπρα φακελάκια ποὺ χρησιμοποιοῦν γιὰ τὴ μικρὴ μερίδα
τηγανιτὲς πατάτες.
«Μὴ χαλᾶς τὶς σακοῦλες κατάψυξης χωρὶς λόγο», εἶπε ὁ Λάινελ.
Ἂν περνοῦσε ἀπ’ τὸ χέρι του, θὰ χρησιμοποιούσαμε σακοῦλες κατάψυξης
μόνο γιὰ νὰ διατηρήσουμε αἱματοβαμμένα πειστήρια τοῦ ἴδιου τοῦ
Χριστοῦ.
«Μὲ συγχωρεῖς», εἶπα.
Εἶχα βάλει μέσα μιὰ φτυαριὰ στάχτες ἀπ’ τὸ τζάκι. Πρόσθεσα ὅλα
τα ψίχουλα ἀπ’ τὸ τραπέζι τῆς κουζίνας, καί, γιὰ καλὸ καὶ γιὰ κακό, ὅλη
τὴ μπίχλα ποὺ εἶχε μαζευτεῖ στὸ ταψὶ τῆς φρυγανιέρας. Μοῦ φάνηκε πὼς
ἔτσι ἔπρεπε.
Ὅταν φτάσαμε κάτω στὸ νερό, ὁ Λάινελ ἔθαψε τὰ χέρια του στὶς
τσέπες τοῦ παλτοῦ του καθὼς ἐγὼ κλοτσοῦσα ὑγρὴ ἄμμο μὲ τὴ φτέρνα μου
γιὰ νὰ ξελασκάρει ἕνα κομμάτι. Ἅρπαξα μιὰ χούφτα ἀπὸ ὅτι εἶχα σκάψει
καὶ τὴν πέταξα σχηματίζοντας ἕνα πλατὺ τόξο μπροστά μας. Τὰ κομμάτια
ἔπεσαν μὲ παφλασμὸ στὰ κύματα.
«Πῶς σοῦ φάνηκε;» εἶπα.
«Δὲν χρειάζεται νὰ γίνεις ρεζίλι» εἶπε. «Ἔτσι.» Ἔσκυψε, πῆρε
μιὰ πρέζα ἄμμο καὶ τὴν σκόρπισε πάνω ἀπὸ τὸ διψασμένο νερὸ σὰν νὰ
γάρνιρε ἕνα πιάτο στὴν τηλεόραση. Τὸ χέρι του ἦταν σὰν ἕνα μικρὸ
πουλί.
«Μαλακίες. Δὲν τὸ κάνω αὐτό», εἶπα.
«Ἔχει φινέτσα», εἶπε.
Ἄκουσα τὸ πὸπ ἀπὸ μιὰ πόρτα αὐτοκινήτου πίσω ἀπ’ τὸν λόφο,
καὶ φωνὲς ποὺ μᾶς πλησίαζαν ἀμέσως μετά. «Ἂς τὰ βροῦμε στὰ μισά», εἶπα,
καὶ ἄνοιξα τὴν ἀεροστεγῆ σακούλα. «Δοκίμασέ το μὲ τὸν μελλοντικό
σου ἑαυτό.»
Ὁ Λάινελ ἔχωσε τὸ χέρι του στὴ στάχτη, μετὰ ἐγὼ τὸ δικό μου.
Δύο κοκκαλιάρικα κορίτσια —λυκειόπαιδα, ἴσως— κατέβαιναν τὸ
μονοπάτι μὲ ροῦχα γιὰ τρέξιμο. Σταμάτησαν στὴν παραλία γιὰ νὰ
φτιάξουν τὰ κοκαλάκια στὰ μαλλιά τους καὶ νὰ δέσουν πράγματα πάνω
τους.
«Ἁπαλὰ ἁπαλά», εἶπα, καὶ ἔδωσα στὴ δική μου χούφτα μία κατὰ
κάποιον τρόπο ἀνοδικὴ ὤθηση πρὸς τὴ λίμνη. Ζωντάνεψε στὸν πλευρικὸ
ἄνεμο.
Ὁ Λάινελ ἔκανε τὸ ἴδιο καὶ κοιτοῦσε καθὼς ὅσο γκρὶ ἔφτασε ὣς
τὸ νερὸ ἀναδεύτηκε στὸ κύμα. «Ναί», εἶπε, καὶ ξανάβαλε τὸ χέρι του
πίσω στὴν τσέπη του.
Τὸ κάναμε ἄλλη μιὰ φορὰ ὁ καθένας, τσεκάροντας ὁ ἕνας τὴν κίνηση
τοῦ ἄλλου. Ἔκλεισα τὴ σακούλα, καὶ περπατήσαμε πίσω πρὸς τὸ ἁμάξι.
«Προσπάθησε νὰ μὴν πεθάνεις καλοκαίρι», εἶπα. «Γιὰ νὰ ἀποφύγω
τὸν πολὺ κόσμο.»
«Δὲν χρειάζεται νὰ τὸ κάνεις ἀμέσως», εἶπε, ξεσκονίζοντας τὸ
χέρι του στὸ παντελόνι.
«Μοῦ ἀρέσει ἡ σκέψη νὰ εἶσαι φρεσκοψημένος.»
Τὰ κορίτσια κάνανε χαμηλὲς διατάσεις, δυὸ χέρια στὸ γόνατο,
καθὼς περνούσαμε. Τὸ ἕνα τράβηξε τὸ μικρὸ ἀκουστικὸ ἀπὸ τὸ ἀφτί
της. «Συλλυπητήρια», εἶπε.
«Σ’ εὐχαριστῶ», εἶπε ὁ Λάινελ. Ἤπιε ἐκεῖνο τὸ βράδυ,
ὅπως τὰ περισσότερα βράδια μετὰ ἀπ’ τὸν Στάν. Καλύτερα στὸ σπίτι
παρὰ κάπου ἔξω, ὑποθέτω. Τὴν πρώτη βδομάδα δὲν πῆρα χαμπάρι, μέχρι
ποὺ κάποια στιγμὴ σηκώθηκε γιὰ νὰ πάει στὸ κρεβάτι καὶ ἔπεσε μὲ τὰ
μοῦτρα στὸ πάτωμα. Τώρα τὸν παρακολουθοῦσα μετρώντας.
«Ὥρα γιὰ ὕπνο», εἶπα, ὅταν μοῦ φάνηκε πὼς πλησίαζε.
«Μιὰ χαρὰ εἶμαι», εἶπε. Μὲ εἶχε καταλάβει. Δὲν ἦταν ἐπιθετικός,
ὄχι, ἁπλὰ ἔπινε καὶ κοιτοῦσε τὴν τηλεόραση, ὅ,τι κι ἂν ἔδειχνε:
τοπικὲς εἰδήσεις, τὸ κανάλι μαγειρικῆς, ἀκόμα κι ἂν εἶχε ξαναδεῖ
τὸ ἐπεισόδιο.
«Δὲν τὸν πάω τὸν Μπόμπυ Φλέι», εἶπε. «Μιλάει περίεργα.»
«Τὸ ξέρω», εἶπα.
«Τὸν βάζουν σὲ ὅλες τὶς ἐκπομπὲς καὶ πάντα φτιάχνει τὸ ἴδιο
πράγμα. Κάτι ποὺ νὰ ἔχει μέσα τσιπολ-τέ. Πῶς τὴ λὲς αὐτὴ τὴ λέξη; Τσιπόλ-τε.
Τσιπ-όλεϊ.
«Τσιπότλε», εἶπα.
«Δὲ μπορῶ νὰ πῶ αὐτὴ τὴ λέξη.»
«Τὸ ξέρω», εἶπα. «Πᾶμε.» Τὸν σήκωσα καὶ σιγουρεύτηκα ὅτι πέρασε
ὁ ὦμος μου κάτω ἀπ’ τὴ μασχάλη του.
«Μὴ μὲ κάψεις», εἶπε.
«Ἐντάξει», εἶπα.
«Μιὰ πλάκα. Μιὰ πλάκα μὲ τὸ ὄνομά μου καὶ μερικὲς ἄλλες λέξεις.»
«Κάτι θὰ σκεφτῶ», εἶπα.
«Ξέρω πόσα ἔχω πγεῖ. Πιεῖ; Πγιεῖ; Ἤπγια;»
«Ἤπιες», εἶπα. «Καὶ ὄχι.»
Καὶ τρεκλίσαμε μαζὶ γύρω ἀπὸ τὸ τραπεζάκι τοῦ σαλονιοῦ, ἀποφεύγοντας
τὸ πόδι ποὺ λέει πὼς ἐξέχει, ἀνεβήκαμε κρατώντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον
ὄρθιο τὶς σκάλες, μέχρι τὸ κρεβάτι. Πηγή: Ἀπὸ τὴν ἱστοσελίδα
τοῦ Kenyon Review.
https://www.kenyonreview.org/journal/janfeb-2018/selections/david-greendonner/
Ντέιβιντ Γκρήνντόνερ (David
Greendonner). Συγγραφέας ἀπὸ τὸ Μπρίντγκμαν,
Μίσιγκαν, ἀπόφοιτος τοῦ μεταπτυχιακοῦ προγράμματος δημιουργικῆς
γραφῆς τοῦ Western Michigan University. Τὸ παραπάνω διήγημα τοῦ χάρισε
τὴν πρώτη θέση στὸν διαγωνισμὸ Kenyon Review Short Fiction Contest
γιὰ τὸ 2017. Ἀπὸ τὸ 2015 ἕως τὸ 2017 ἦταν ἐπιμελητὴς τοῦ λογοτεχνικοῦ
περιοδικοῦ Third Coast.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Ἕλλη Κούσουλα. Μεταφράστρια, μεταξὺ ἄλλων, τῶν: «The Boy Who Swallowed a Whale» (Nikos Roussos, 2015), «Ἡ ἄμμος καὶ ἡ θάλασσα» (Michelle Ross, Πλανόδιον, 2018), «Καθεδρικὸς ναός» (Reymond Carver, Νέο Πλανόδιον, 2020). |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου