του Άντη Ροδίτη
ΚΡΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ
Μυθιστορήματος (Ελλάδος) 2021 στη Λουίζα Παπαλοΐζου για το έργο της "Το
βουνί", εκδόσεις Το Ροδακιό.
Πιο κάτω η κριτική
για το βιβλίο που έγραψα στο Φ/Β στις 29 Απριλίου 2021:
Η Παπαλοΐζου είναι
ένα αυθεντικό, πρώτης τάξεως πεζογραφικό ταλέντο, που σε κάνει να διερωτάσαι
από τη μια πώς γίνεται να γεννιούνται σήμερα τέτοια ταλέντα αφού δεν υπάρχει
προηγούμενο στο πρόσφατό μας παρελθόν και από την άλλη να συνειδητοποιείς ότι,
ευτυχώς, η μετά την ανεξαρτησία «ανάπτυξη» και η συνεπακόλουθη διαφθορά γεννούν
και τέτοια καλλιτεχνικά θαύματα.
Είναι ένα είδος
αποζημίωσης για την οδό της «προόδου» που επέλεξε, ίσως αναπόφευκτα, ο
«πολιτισμός». Πρέπει κάποιος να του τα λέει, ότι δεν πάει καλά. Κι όταν μιλάς
για ένα περασμένο πολιτισμό, είναι καλά ο παρών να δίνει προσοχή.
Η γραφή της
Παπαλοΐζου μού έφερε σχεδόν αμέσως στον νου τα λόγια του διακεκριμένου Σκώτου
αρχαιολόγου και ιστορικού της τέχνης Sir John Davidson Beazley, στον κατάλογο
της έκθεσης έργων τού Γ. Πολ. Γεωργίου, που έγινε στο Λονδίνο το 1953:
«Κοιτάζοντας τους χωρικούς του Γεωργίου αρχίζει κανείς να σκέφτεται… μήπως
αυτοί μάλλον είναι οι πραγματικοί, διαχρονικοί Ευρωπαίοι, παρά εμείς, εγώ κι
εσείς, που τόσο βιαστικοί, τόσο κομψοί στους τρόπους και στη συμπεριφορά,
μοιάζουμε να είμαστε μια πρόσκαιρη, εφήμερη και παράξενη εκδοχή Ευρωπαίων».
Πέρα από την καίρια παρατήρηση του Beazley, που δείχνει βαθιά γνώση της Ιστορίας, αναγνώριση των ριζικών στρεβλώσεων στα γεγονότα μέσα στην ευρωπαϊκή γεωγραφική περίμετρο, που επέχει ιδιαίτερη αξία γιατί γίνεται από άνθρωπο πολύ πιο απομακρυσμένο από τις ρωμέικες καταβολές από όσο ένας Έλληνας, υπάρχει και ο ορισμός της μεγάλης τέχνης: ότι το ενδιαφέρον της δεν μπορεί να είναι άλλο από την απορία τού ποιος είμαι, πού είμαι, πόθεν έρχομαι και που πάω, σαν άτομο, μέσα στον παρόντα κόσμο και στην παρούσα ομάδα με τα τάδε ειδικά χαρακτηριστικά, σαν έθνος και ευρύτερα σαν είδος «άνθρωπος».
Ο Κύπριος
καλλιτέχνης, ποιητής, πεζογράφος, ζωγράφος ή μουσικός ή άλλης τέχνης θεράπων,
δεν μπορεί να παραγνωρίσει την αγροτική ζωή. Από εκεί θα ξεκινήσει, θα
συγκεντρωθεί ή θα συγκριθεί για να πάει πίσω όσο βαστούν τα κότσια του, με
στόχο να εννοήσει και να ορίσει το παρόν του και την αυτογνωσία του. Αυτό έκαμε
ο Αδαμάντιος Διαμαντής, ο Γ. Πολ. Γεωργίου, ο Βασίλης Μιχαηλίδης, ο Λιπέρτης κι
αφήνοντας πίσω ένα σωρό ξεκάρφωτες ή σχεδόν ξεκάρφωτες ή μάταια ξεκάρφωτες,
μόνο «ευρωπαϊκές» (αν όχι και αμερικάνικες) άλλες προσπάθειες, η Λουΐζα
Παπαλοΐζου με το «Βουνί» κάνει ένα σπουδαίο βήμα αποκάλυψης τι ήταν η Κύπρος
και τι ήταν ο Κύπριος στην περίοδο που καταπιάνεται. Θα έλεγα πως το «Βουνί»
στην πεζογραφία μας βαδίζει στην πρώτη γραμμή της λογοτεχνίας μας μαζί με τον
Μηχανικό και τον Μόντη, ανοίγοντας για μάς ακόμα ένα ορίζοντα θέασης της
κυπριακής ταυτότητας στα χρόνια πριν τον απελευθερωτικό αγώνα, με μνήμες κι από
τα προηγούμενα, μέχρι τα πρώτα της δεκαετίας του 70 χωρίς τα παρανοϊκά ακριβώς
πριν την κόλαση του 74.
Είναι σημαντικό ότι η
Παπαλοΐζου το κάνει αυτό όχι μέσα από την ζωή στις πόλεις αλλά μέσα από την
αγροτική ζωή, που στάθηκε ακριβώς ο κατ’ εξοχήν φορέας του οράματος για
καλύτερη ζωή, αναβάθμιση του πολιτισμού, με συγκεκριμένο αίτημα εκείνο της
Ένωσης, σε αντιδιαστολή με το αργοπορημένο κομμουνιστικό. Και τα δυο είναι παρόντα
ειδικά στο τρίτο μέρος του βιβλίου μέσα από τα μάτια τού Σουηδού αρχαιολόγου
που ζει από κοντά τον τρόπο και την ποιότητα (όχι πάντα αρεστή στον ίδιο) των
ανθρώπων. Αυτή η θέαση του Κυπρίου από τον Σουηδό συμπληρώνεται με την
αποικιοκρατική τού τότε Άγγλου Κυβερνήτη σε ένα άκρως ενδιαφέρον κεφάλαιο
συνάντησης και συνομιλίας των δύο μεταξύ τους.
Αν επρόκειτο να ψάξω
καθηκόντως ή αυθαίρετα τις παραλείψεις, δικαιωματικά ή άδικα «παραπονεμένος»
που δεν τα είπε όλα (μεγάλη απαίτηση κι αυτή) η Παπαλοΐζου, θα μιλούσα για την
εκμετάλλευση τού αγροτικού αιτήματος της Ένωσης τόσο από το (ξενόφερτο)
κομμουνιστικό κίνημα όσο και από την (ξενοκίνητη) Εκκλησία της Κύπρου, ως προς
το κληρονομημένο από τους Οθωμανούς «δικαίωμά» της να ασκεί και πολιτειακή
εξουσία επί του ορθόδοξου λαού. Επαφίεται στην ίδια, αν προχωρήσει το εγχείρημά
της χρονικά, προσθέτοντας και την αστική πραγματικότητα σε ένα επόμενό της
έργο.
Πάντως η προσέγγιση
του θέματός της μέσα από την αγροτική ζωή και μάλιστα μέσω του ιδιοφυούς
ευρήματος της ματιάς του Ξενοφώντα, Ξενή ή Ξένιου, με την ιδιότητα του «ξένου»
πια, αφού έχοντας γυρίσει τον κόσμο ως ναυτικός επιστρέφει στο χωριό του και
μπορεί να βλέπει και αλλιώς τα πράγματα, θα τολμούσα να πω ότι η Παπαλοΐζου
κατορθώνει να απαντήσει στο ερώτημα που έθεσε ο Διαμαντής στον εαυτό του ένα
χρόνο μετά την εισβολή/κατάργηση της μισής Κύπρου: «Πού θα βρω τη δύναμη να
κλάψω χωρίς απόγνωση, να οργισθώ χωρίς παραλογισμό, να καταγγείλω χωρίς
στόμφο;»
Ειδικά στο πρώτο
μέρος του βιβλίου της, όσο και στο δεύτερο (παρά τη δυσκολία της διαλέκτου) και
λιγότερο στο τρίτο (με την εξαίρεση της συνομιλίας Κυβερνήτη Στορρς-Σουηδού) η
Παπαλοΐζου καταφέρνει να κλάψει χωρίς απόγνωση, να οργισθεί χωρίς παραλογισμό
και να καταγγείλει χωρίς στόμφο τα δεινά της πικρής πατρίδας Κύπρου και του
Κυπρίου πριν και από την εισβολή, στις δεκαετίες τού 20 και του 70, παίρνοντας,
ίσως χωρίς απόλυτα να το συνειδητοποιεί τη σκυτάλη από τον Διαμαντή όταν έγραφε
για τον «Κόσμο της Κύπρου» του, ότι «προσπάθησε» να τον ζωγραφίσει «είτε σαν
επισκέπτης είτε σαν λάτρης, με πίστη στην αξία του, με ενθουσιασμό και αγάπη…
τις αρετές και τις κακίες του, τη χάρη και τη βαρβαρότητα» του. Αυτή η
αναπόφευκτη βαρβαρότητα, παράπλευρη απώλεια του κατορθώματος να έχει κάμει ο
Κύπριος «με 5 με 10 ό,τι έκαμαν οι άλλοι με 100» και να το έχει κάμει «πλέρια
κι ολοκληρωμένα χωρίς ν’ απατήσει τον εαυτό του ούτε τον νόμο του», δεν
διαφεύγει ούτε της Παπαλοΐζου.
Η Ένωση, το λαϊκό
όραμα ενός νεότερου ελληνικού πολιτισμού ειρήνης και ευημερίας, μπορεί όχι μόνο
να μην έχει επιτευχθεί αλλά αντίθετα, να έχουμε αντ’ αυτού εισπράξει τελικά οι
Κύπριοι ανείπωτες οδύνες και ασήκωτες δοκιμασίες. Αν, όμως, η αλήθεια είναι
μέσα στη Βίβλο, όπως το λέει η Πίστη μας, που είναι η βάση και το θεμέλιό μας,
τότε θα πρέπει να ξέρουμε ότι δεν είμαστε εδώ μόνο για τους χορούς και τα
πανηγύρια τού κόσμου τούτου, αλλά και για τους σκληρούς αγώνες μέχρι την
πραγμάτωση του πανανθρώπινου οράματος, όπως οι μέγιστοι των ποιητών το
καταλαβαίνουν:
Βιαστεῖτε τώρα, ἐδῶ,
τώρα, πάντα –
γιὰ μιὰ τάξη
πραγμάτων ἀπόλυτα ἁπλή
(ποὺ στοιχίζει τὰ
πάντα, τόσο ακριβή)
κι ὅλα θὰ πᾶν καλά,
κι ὅ,τι ὑπάρχει θὰ
πάει καλά,
ὅταν οἱ φλόγες πρὸς
τὰ μέσα στραφοῦν
σὲ κόμπο σὰν κορώνα
φωτιᾶς
μὲ τὴ φλόγα καὶ τὸ
ρόδο
νὰ γίνονται ἕνα
διαμιᾶς.
(T.S. Eliot,
"Little Gidding", V.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου