|
|
ΑΝ ΠΙΣΤΕΥΕΤΕ ὅτι ἡ ὑγεία εἶναι ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ
ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀποφανθεῖ μὲ τόση εὐκολία, τότε
δὲν ἔχετε παρὰ νὰ λάβετε σοβαρὰ ὑπόψη τὴν ἱστορία τοῦ Πανάγου. Τοῦ
Πανάγου ποὺ τὸν τελευταῖο καιρὸ στὸ νησί, ὅπου διαβεῖ καὶ ὅπου σταθεῖ
κουφάλογο τὸν ἀνεβάζουν, κουφάλογο τὸν κατεβάζουν. Ὅταν ἄκουσε
γιὰ πρώτη φορὰ τὸν χαρακτηρισμὸ μεταξὺ σοβαροῦ καὶ ἀστείου στὴν παρέα
του, δὲν ἀντέδρασε. Ἀπαγκίστρωσε διακριτικά τὸ καλαμάκι τοῦ καφὲ
ἀπὸ τὰ δύο μπροστινὰ δόντια γιὰ νὰ μὴν πνιγεῖ καὶ ἀκούμπησε τὸ ποτήρι
πάνω στὸ μαρμαρένιο τραπέζι μὲ ἐπιδεικτικὴ ἀπάθεια. Οἱ λεβέντες
τριγύρω χαχάνισαν περισσότερο μεταφράζοντας τὴν ἔλλειψη ἀπάντησης
ὡς μία ἀκόμα ἔνδειξη κουφαμάρας. Τί θράσος! Δὲν μίλησε, δὲν ἀπάντησε,
δὲν εἶπε τίποτα.
Ἡ ὑπερηφάνεια του, βλέπετε, δὲν ἄφηνε περιθώρια νὰ ζητήσει ἐπιχειρήματα γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθές. Κανένα διάλογο δὲν ἤθελε νὰ ἀνοίξει.
Ὡστόσο, ἀποφάσισε πὼς θὰ ἔπαιρνε τὸ θέμα πάνω του καὶ θὰ διερευνοῦσε τὸ ζήτημα προσωπικὰ τὴν ἴδια κιόλας μέρα μὲ τὸ ποὺ θὰ ἔφτανε σπίτι καὶ θὰ ἔμενε μόνος. Ἔτσι καὶ ἔγινε! Πλησίασε τὸν καθρέφτη καὶ σήκωσε τὰ μακριά του μαλλιά. Τὰ αὐτιά του ἦταν ὅπως πάντα στὴν θέση τους. Περήφανα καὶ ρόζ. Τὰ ἔτριψε κιόλας γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ. Θὰ ὁρκιζόταν ὅτι ἄκουγε καὶ τοὺς λεπτοὺς τρυφεροὺς ἤχους ποὺ παρήγαγαν τὰ δάχτυλά του ὅσο χάϊδευε τοὺς λοβούς. Προτοῦ θυμώσει καὶ ἀρχίσει νὰ βγάζει καπνοὺς ἀπὸ τὰ κατ’ ἐπίφαση γιὰ τὸν κόσμο τοῦτο αὐτιά του, ἀποφάσισε πὼς ἔπρεπε νὰ διερευνήσει τὸ θέμα περαιτέρω. Ὄχι μόνος αὐτὴ τὴν φορά.
Τηλεφώνησε τὸ δίχως ἄλλο στὸν κύριο Περιστεράκη, γνωστὸ ὠτορινολαρυγγολόγο
τῆς περιοχῆς καὶ ἔκλεισε ραντεβού. Ἡ ἐξέταση πῆγε περίφημα. Ὁ γιατρὸς
εἶχε καιρὸ νὰ δεῖ περίπτωση σὰν τὴν δική του. Οἱ ἀντιδράσεις του στὸ ἀκουόγραμμα
καὶ σὲ ὅλες τὶς μικρὲς δοκιμασίες συντονισμοῦ καὶ ἰσορροπίας ποὺ τὸν
ὑπέβαλλε, μαρτυροῦσαν περίτρανα ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ἐξόχως
ὑγιῆ μὲ ἀκουστικὴ ἱκανότητα λύκου. Ἡ γνωμάτευση ἦταν ξεκάθαρη.
«Μά, ἐσεῖς ἀκοῦτε καλύτερα καὶ ἀπὸ ἐμένα» εἶπε θριαμβευτικά. Ἀναρωτιέμαι
τί σᾶς ἔφερε μέχρι ἐδῶ.»
«Ὁ κόσμος, κύριε Περιστεράκη. Νά, λένε ὅτι δὲν ἀκούω.» Ποιός κόσμος,
δηλαδή; Οἱ φίλοι του, ἤθελε νὰ πεῖ, ἀλλὰ δίστασε νὰ χρησιμοποιήσει
τὴν λέξη. Κλωτσοῦσε τὸ μυαλό του.
Ὁ κύριος Περιστεράκης μέσα στὰ πολλὰ μπαμπάλισε κάτι περὶ τοξικότητας
καὶ χάραξε ὁριζοντίως τὸν ἀέρα μὲ μιὰ χειρονομία λεπίδα γιὰ νὰ τονίσει
τὴν ἀνάγκη ὁριστικῆς λύσης τέτοιων ἄσκοπων δεσμῶν.
Ὁ Πανάγος κοντοστάθηκε. Ἀναρωτιόταν ἂν ἄκουσε καλά. Μιὰ χαρὰ ἄκουσε.
Ἡ καρδιὰ του κλώτσησε. Τὰ λόγια τοῦ Περιστεράκη ἦρθαν καὶ ἔκατσαν σὰν
πέτρα στὸ στῆθος του. Νὰ ξεκόψει ἀπὸ τοὺς φίλους του; Αὐτὸ ποὺ τοῦ πρότεινε
ἰσοδυναμοῦσε μὲ τρέλα. Καθαρὴ τρέλα. Αὐτὸς ὁ γιατρὸς μᾶλλον δὲν στέκει
καλὰ στὰ λογικά του. Δὲν ἄντεξε ἄλλο. Κάλυψε πεισματικά τὰ αὐτιά
του καὶ ἔσυρε τὴν καρέκλα του πρὸς τὰ πίσω, ὡς ἔνδειξη παραβίασης τῶν
ὁρίων ἀνοχῆς ἢ καὶ ἀντοχῆς. Ἀπέναντι σὲ ὅσα ἄκουγε. Ἢ ἀπέναντι σὲ
ὅσα δὲν ἤθελε νὰ ἀκούσει.
Ζήτησε ἕναν καθρέφτη. Ἤθελε μόνο ἕναν καθρέφτη καὶ ἤξερε καλὰ αὐτὸς
τί θὰ κάνει. Ὁ γιατρὸς προσπάθησε νὰ κρύψει τὴν ἔκπληξή του καὶ ἔμεινε
νὰ τὸν κοιτάζει ἀπὸ τὸ γραφεῖο του φαινομενικὰ ἀτάραχος, ἐνῶ ἐκεῖνος
εἶχε κιόλας πιάσει τὰ μαλλιά του ψηλὰ σὲ μιὰ σφιχτὴ περήφανη ἀλογοουρά.
Σηκώθηκε ὄρθιος καὶ πῆγε πρὸς τὸ μπάνιο ἀκολουθώντας τὴν κατεύθυνση
ποὺ ὑπέδειξε τὸ δάχτυλο τοῦ κύριου Περιστεράκη. Πρὶν κλείσει τὴν πόρτα
πίσω του, γύρισε καὶ τὸν κοίταξε μὲ ὕφος λοξό.
Τὴν εἶχε πάρει τὴν ἀπόφασή του. Μὲ μιὰ κίνηση καὶ γιὰ νὰ τοῦ ἀποδείξει
πόσο λάθος ἔκανε στὴν γνωμάτευσή του, ὁ Πανάγος ξεκόλλησε μὲ μιὰ
συμβολικὴ κίνηση τὰ ἄκρως λειτουργικὰ αὐτιά του, θαρρεῖς καὶ ἦταν
ξένα καὶ ψεύτικα καὶ τὰ ἄφησε μπροστὰ στὸ γραφεῖο τοῦ ἔκπληκτου κύριου
Περιστεράκη ποὺ ἔμεινε νὰ τὸν κοιτάζει μὲ τὸ στόμα ὀρθάνοιχτο. Ἔφυγε
ἀπὸ τὸ ἰατρεῖο χλιμιντρίζοντας. Κλώτσησε καὶ τὸ γραφεῖο.
Ξεχύθηκε κουφὸς καὶ μακάριος σὲ δάση, δρυμοὺς καὶ σὲ ὅλα τὰ γνωστὰ καὶ
ἄγνωστα σοκάκια τοῦ νησιοῦ γιὰ νὰ τὸν δοῦν ὅλοι. Ἀποφάσισε νὰ δικαιώσει
τὸν κόσμο, τὸν δικό του κόσμο ποὺ τὸν ἔλεγε κουφάλογο, καὶ ἔγινε αὐτὸ
ποὺ πίστευαν. Ἄλογο μέσα στὰ ἄλογα, τὰ παράλογα. Γιὰ νὰ μὴν μείνει
μόνος.
Καὶ ἐσύ, κύριε Περιστεράκη, ὁλόκληρος γιατρὸς μὲ πτυχίο, ἔμεινες
μὲ ἕνα ζευγάρι ὑγιῆ αὐτιὰ νὰ κείτονται στὸ γραφεῖο σου. Μά, ποῦ πᾶς
καὶ ἐσὺ νὰ βρεῖς λογικὴ στὸ ἄλογο τὸ παράλογο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου