|
|
ΓΡΑΦΩ ἀπ’ τὶς τρεῖς τὸ μεσημέρι κι εἶναι
κιόλας νύχτα. Ὅλες αὐτὲς τὶς ὧρες γύριζε στὸ μυαλό μου μιὰ μέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ,
τότε ποὺ ἤμουνα κάπου δέκα χρόνων. Ἡ πρωϊνὴ δοξολογία στὴν καταστόλιστη
ἐκκλησία κι ὕστερα τὰ ποιήματα, ποὺ λέγαμε στὸ σχολεῖο, τὰ σκὲτς ποὺ
παίζαμε ντυμένοι μὲ τὶς φουστανέλες τῶν παπούδων μας, ζωσμένοι τὰ ἴδια
τους τ’ ἄρματα. Ἔπειτα τὸ βράδυ-βράδυ ἔβγαζα θυμᾶμαι τὰ γιορτινὰ κι ἔφευγα
γιὰ τὴ γῆ τὴ δική μου, ποὺ ὁρίζεται ἀπὸ δυὸ ραχοκοκαλιὲς βουνῶν. Ἐκεῖ
αἰωροῦνται οἱ φωτογραφίες τῶν νεκρῶν περιμένοντας τὴν ἐμφάνισή
τους. Ἡ γῆ μου μπορεῖ νὰ κλείνει μέσα της ὅλα τὰ χαλάσματα καὶ τὰ μυστικά
της.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι γιὰ πολλὰ χρόνια πάσχιζα νὰ μὴ χαθοῦν ὅλες αὐτὲς οἱ διηγήσεις τῶν παλιῶν. Ἀπὸ κεῖ ἄντλησα κι ἐκεῖ ἀνήκουν αὐτὲς οἱ σελίδες. Γιατί ἡ τελευταία γενιά, ποὺ ἔζησε σχεδὸν σὰν κι αὐτούς, ἦταν ἡ δική μου γενιά. Περιμάζεψα ὅλες τὶς μνῆμες ἀπὸ ὑποχρέωση καὶ σεβασμό.
Ὁ τόπος αὐτὸς ποὺ γιὰ πολλοὺς εἶναι ἕνα στίγμα στὸ χάρτη, γιὰ μένα εἶναι ἕνας μυθικὸς τόπος ἀκόμα ἀνεξερεύνητος. Πολλὲς φορὲς τὸ φανταστικὸ ταυτίζεται μὲ τὸ πραγματικὸ καὶ τότε ἕνα ἁρμονικὸ σύνολο ξεδιπλώνεται σὰ γιγάντια τοιχογραφία μπρός μου. Μὲ τὰ στενὰ δρομάκια καὶ τὰ μεγάλα πέτρινα σπίτια ποὺ τ’ ἀγαπάω βαθειά, μόλις βρεθῶ ἀντιμέτωπος, μιὰ σμίκρυνση τῆς πραγματικότητας μουδιάζει ἀκόμα καὶ τὰ ἴδια μου τὰ μάτια. Αὐτὸ τὸ τοπίο τῆς ὑποβολῆς σὲ πείθει τελικά, ὅτι κάποιοι πιὸ μεγάλοι πέρασαν ἀπ’ αὐτὰ τὰ μέρη. Ἐκεῖνοι οἱ περήφανοι ἄνθρωποι ποὺ πῆραν μέρος στοὺς χρόνιους πολέμους ἐνάντια στοὺς πολυώνυμους καὶ πολύχρωμους καταχτητὲς κι ἔτσι δὲ νιώθαν κανενὸς εἴδους ἐξουσία στὰ γυμνὰ βουνὰ τοῦ τόπου μας. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ κατοικοῦσαν καὶ κατοικοῦν αὐτὸν τὸν τόπο, ζοῦσαν καμιὰ ἑξηνταριὰ χρόνια κι ὕστερα πέθαιναν ἀφήνοντας γιὰ μνήμη τὰ κουσούρια τους.
Στὸν τόπο μου δὲ θὰ βρεῖ κανεὶς φυσικὲς καλλονές, πηγὲς ἢ ἄλλα ἀξιοθέατα,
ἀλλὰ γιὰ μένα ὅλα εἶναι μνῆμες. Ὁ ἀστροκέντητος οὐρανὸς μὲ τ’ ἄναρχο
φῶς, ποὺ κοίταζα νύχτες ἀτέλειωτες καὶ γινόμουνα ἕνα μ’ αὐτόν, φωτίζοντάς
μου τὸ σπίτι μὲ τὶς πορτοκαλιές, τὴν κατακαίνουρια σεντούκα γιὰ τ’ ἀλεύρι,
τὶς μαργαρίτες τοῦ ἐπιτάφιου, τ’ ἀπογευματινὰ ἀπόσκια στ’ ἁλώνια,
τὸ ξεφάντωμα τῶν παιδιῶν στὸν τρύγο, τὸ φύλαγμα στ’ ἀμπέλια, τὸν κάθαρο
τοῦ φθινόπωρου. Τίποτα δὲν μπορῶ νὰ ξεχάσω: Ὅλα εἶναι συσσωρευμένα
μέσα μου. Ὅλα αὐτὰ τὰ βίωσα, τὰ παρατήρησα, θαρρεῖς, χιλιάδες χρόνια
σὰν τοὺς παποῦδες μου, ποὺ χωρὶς νά ’χουν πάει, σχολεῖο οὔτε μιὰ μέρα,
ἤξεραν τὰ κρυφὰ σημάδια τῶν καιρῶν καὶ μὲ τ’ ὄνομά τους ὅλα τ’ ἄστρα
τῆς νύχτας. Πὼς μετὰ τὴ βαρυχειμωνιὰ θὰ ’ρχόταν ξανὰ ἡ ἄνοιξη βάζοντας
ταφόπετρα στὸν προηγούμενο χειμώνα. Πὼς τὸ ποτάμι δὲ γυρίζει ποτὲ
πρὸς τὰ πίσω.
Ὕστερα θυμᾶμαι τὸ ἄναμμα τῆς φωτιᾶς, τὸ γλυκὸ φαῒ καὶ τὸ πλάγιασμα
στὸ τέλος τῆς μέρας. Φέρνω συχνὰ στὸ νοῦ μου τὸ μικρὸ ἐκεῖνο καλύβι μὲ
τὶς θεόρατες πέτρες, χτισμένο ἀπ’ τὸν παποῦ μου. Ἐκεῖ ἔμενα τὶς περισσότερες
μέρες τοῦ χρόνου. Ἐκεῖνο, τὸ φορτωμένο ἀπὸ πολύτιμες μνῆμες καλύβι,
δὲν ὑπάρχει πιά. Πολὺ ἀργότερα, μὲ τὶς ἴδιες ἐκεῖνες πέτρες, χτίσαμε
ἕνα καινούριο.
Πρωτόγραφα γιὰ ὅλα αὐτὰ μόλις γυμνασιόπαιδο κι ὅλοι ἀποροῦσαν μὲ
τὴν τόλμη μου. Μὰ ἐγὼ δὲν καταλάβαινα καὶ διάβαζα συνεπαρμένος τὴν
παιδικὴ ἔκθεσή μου γιὰ τὴν παλιὰ πλατεία ποὺ καταστρέψανε οἱ σπουδαγμένοι
μηχανικοί, τὸ πυργάκι, τὰ μοναστηριακὰ μετόχια, τὸ παλιὸ λιοτρίβι,
ποὺ χάθηκαν στὴ συνέχεια ὅλα.
Ἡ μεγάλη ἀγάπη γιὰ τὴν παράδοση μπορεῖ νὰ μᾶς κάνει ὅλους δυνάστες
τῆς ἴδιας μας τῆς ζωῆς. Ἔτσι κάποτε, σκάβοντας στὴ δυτικὴ πλευρὰ τοῦ
νεκροταφείου, βρῆκα κόκαλα μικρῶν παιδιῶν. Ἔντρομη ἡ μάνα μου μοῦ ’πε
τὸ βράδυ πὼς ἦταν ἀβάφτιστα παιδιά, καὶ δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ θαφτοῦν
μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους.
Οὔτε μιὰ σπιθαμὴ γῆς, οὔτε ἕνα δέντρο, οὔτε μιὰ ἔρημη πέτρα δὲν ἔμεινε
ποὺ νὰ μὴν τραγούδησα. Γι’ αὐτὴ τὴ χαμένη Ἀτλαντίδα, γι’ αὐτὸν τὸν τόπο
ποὺ μὲ γέννησε καὶ μὲ μεγάλωσε. Οἱ ἀναμνήσεις ἔρχονται ἀβίαστα, ἡδονικά,
μπουκώνουν τὰ χείλια, ἐλευθερώνονται τὰ δάχτυλα καὶ γράφουν, γράφουν,
γράφουν.
Πηγή: Ἡ κατεδάφιση προετοίμαζε τὴν ἀνέγερση
(Πλέθρον, 1985).ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Δημήτρης Ἀλεξίου (Ἀλεποχώρι Λακωνίας, 1949). Ἀπὸ τὸ 1963 ζεῖ
καὶ ἐργάζεται στὴν Ἀθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου.
Κείμενά του ἔχουν δημοσιευθεῖ σὲ ἐφημερίδες καὶ περιοδικά. Ἔχει
μεταφράσει τοὺς Νεκρικοὺς
Διαλόγους τοῦ Λουκιανοῦ. Ποιήματά του ἔχουν συμπεριληφθεῖ
σὲ ἀνθολογίες στὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ ἐξωτερικό.
|
This free site is
ad-supported. Μάθετε περισσότερα |
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου