Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2022

Δη­μή­τρης Ἀ­λε­ξί­ου : Μιὰ μέ­ρα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ

 




ΓΡΑΦΩ ἀπ’ τὶς τρεῖς τὸ με­ση­μέ­ρι κι εἶ­ναι κι­ό­λας νύ­χτα. Ὅ­λες αὐ­τὲς τὶς ὧ­ρες γύ­ρι­ζε στὸ μυα­λό μου μιὰ μέ­ρα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ, τό­τε ποὺ ἤ­μου­να κά­που δέ­κα χρό­νων. Ἡ πρω­ϊ­νὴ δο­ξο­λο­γί­α στὴν κα­τα­στό­λι­στη ἐκ­κλη­σί­α κι ὕ­στε­ρα τὰ ποι­ή­μα­τα, ποὺ λέ­γα­με στὸ σχο­λεῖ­ο, τὰ σκὲτς ποὺ παί­ζα­με ντυ­μέ­νοι μὲ τὶς φου­στα­νέ­λες τῶν πα­πού­δων μας, ζω­σμέ­νοι τὰ ἴ­δια τους τ’ ἄρ­μα­τα. Ἔπειτα τὸ βρά­δυ-βρά­δυ ἔ­βγα­ζα θυ­μᾶ­μαι τὰ γι­ορ­τι­νὰ κι ἔ­φευ­γα γιὰ τὴ γῆ τὴ δι­κή μου, ποὺ ὁ­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ δυ­ὸ ρα­χο­κο­κα­λι­ὲς βου­νῶν. Ἐ­κεῖ αἰ­ω­ροῦν­ται οἱ φω­το­γρα­φί­ες τῶν νε­κρῶν πε­ρι­μέ­νον­τας τὴν ἐμ­φά­νι­σή τους. Ἡ γῆ μου μπο­ρεῖ νὰ κλεί­νει μέ­σα της ὅ­λα τὰ χα­λά­σμα­τα καὶ τὰ μυ­στι­κά της.

        Ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι, ὅ­τι γιὰ πολ­λὰ χρό­νια πά­σχι­ζα νὰ μὴ χα­θοῦν ὅ­λες αὐ­τὲς οἱ δι­η­γή­σεις τῶν πα­λι­ῶν. Ἀ­πὸ κεῖ ἄν­τλη­σα κι ἐκε­ῖ ἀ­νή­κουν αὐτὲς οἱ σε­λί­δες. Για­τί ἡ τε­λευ­ταί­α γε­νιά, ποὺ ἔ­ζη­σε σχε­δὸν σὰν κι αὐτούς, ἦ­ταν ἡ δι­κή μου γε­νιά. Πε­ρι­μά­ζε­ψα ὅλες τὶς μνῆ­μες ἀ­πὸ ὑ­πο­χρέ­ω­ση καὶ σε­βα­σμό.

Ὁ τό­πος αὐ­τὸς ποὺ γιὰ πολ­λοὺς εἶ­ναι ἕ­να στίγ­μα στὸ χάρ­τη, γιὰ μέ­να εἶ­ναι ἕ­νας μυ­θι­κὸς τό­πος ἀ­κό­μα ἀ­νε­ξε­ρεύ­νη­τος. Πολ­λὲς φο­ρὲς τὸ φαν­τα­στι­κὸ ταυ­τί­ζε­ται μὲ τὸ πραγ­μα­τι­κὸ καὶ τό­τε ἕ­να ἁρ­μο­νι­κὸ σύ­νο­λο ξε­δι­πλώ­νε­ται σὰ γι­γάν­τια τοι­χο­γρα­φί­α μπρός μου. Μὲ τὰ στε­νὰ δρο­μά­κια καὶ τὰ με­γά­λα πέ­τρι­να σπί­τια ποὺ τ’ ἀ­γα­πά­ω βα­θειά, μό­λις βρε­θῶ ἀν­τι­μέ­τω­πος, μιὰ σμί­κρυν­ση τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας μου­διά­ζει ἀ­κό­μα καὶ τὰ ἴ­δια μου τὰ μά­τια. Αὐτὸ τὸ το­πί­ο τῆς ὑ­πο­βο­λῆς σὲ πεί­θει τε­λι­κά, ὅ­τι κά­ποι­οι πιὸ με­γά­λοι πέ­ρα­σαν ἀ­π’ αὐτὰ τὰ μέ­ρη. Ἐ­κεῖ­νοι οἱ πε­ρή­φα­νοι ἄν­θρω­ποι ποὺ πῆ­ραν μέ­ρος στοὺς χρό­νιους πο­λέ­μους ἐ­νάν­τια στοὺς πο­λυ­ώ­νυ­μους καὶ πο­λύ­χρω­μους κα­τα­χτη­τὲς κι ἔ­τσι δὲ νι­ώ­θαν κα­νε­νὸς εἴ­δους ἐ­ξου­σί­α στὰ γυ­μνὰ βου­νὰ τοῦ τό­που μας. Οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ κα­τοι­κοῦ­σαν καὶ κα­τοι­κοῦν αὐτὸν τὸν τό­πο, ζοῦ­σαν κα­μιὰ ἑ­ξην­τα­ριὰ χρό­νια κι ὕ­στε­ρα πέ­θαι­ναν ἀ­φή­νον­τας γιὰ μνή­μη τὰ κου­σού­ρια τους.

        Στὸν τό­πο μου δὲ θὰ βρεῖ κα­νεὶς φυ­σι­κὲς καλ­λο­νές, πη­γὲς ἢ ἄλ­λα ἀ­ξι­ο­θέ­α­τα, ἀλ­λὰ γιὰ μέ­να ὅ­λα εἶ­ναι μνῆ­μες. Ὁ ἀ­στρο­κέν­τη­τος οὐρα­νὸς μὲ τ’ ἄ­ναρ­χο φῶς, ποὺ κοί­τα­ζα νύ­χτες ἀ­τέ­λει­ω­τες καὶ γι­νό­μου­να ἕ­να μ’ αὐτόν, φω­τί­ζον­τάς μου τὸ σπί­τι μὲ τὶς πορ­το­κα­λι­ές, τὴν κα­τακαί­νου­ρια σεν­τού­κα γιὰ τ’ ἀ­λεύ­ρι, τὶς μαρ­γα­ρί­τες τοῦ ἐ­πι­τά­φιου, τ’ ἀ­πο­γευ­μα­τι­νὰ ἀ­πό­σκια στ’ ἁ­λώ­νια, τὸ ξεφάν­τω­μα τῶν παι­δι­ῶν στὸν τρύ­γο, τὸ φύ­λαγ­μα στ’ ἀμ­πέ­λια, τὸν κά­θα­ρο τοῦ φθι­νό­πω­ρου. Τί­πο­τα δὲν μπο­ρῶ νὰ ξε­χά­σω: Ὅ­λα εἶ­ναι συσ­σω­ρευ­μέ­να μέ­σα μου. Ὅ­λα αὐτὰ τὰ βί­ω­σα, τὰ πα­ρα­τή­ρη­σα, θαρ­ρεῖς, χι­λιά­δες χρό­νια σὰν τοὺς πα­ποῦ­δες μου, ποὺ χω­ρὶς νά ’­χουν πά­ει, σχο­λεῖ­ο οὔ­τε μιὰ μέ­ρα, ἤ­ξε­ραν τὰ κρυ­φὰ ση­μά­δια τῶν και­ρῶν καὶ μὲ τ’ ὄ­νο­μά τους ὅ­λα τ’ ἄ­στρα τῆς νύ­χτας. Πὼς με­τὰ τὴ βα­ρυ­χει­μω­νιὰ θὰ ’ρ­χό­ταν ξα­νὰ ἡ ἄ­νοι­ξη βά­ζον­τας τα­φό­πε­τρα στὸν προ­η­γού­με­νο χει­μώ­να. Πὼς τὸ πο­τά­μι δὲ γυ­ρί­ζει πο­τὲ πρὸς τὰ πί­σω.

         Ὕστερα θυ­μᾶ­μαι τὸ ἄ­ναμ­μα τῆς φω­τιᾶς, τὸ γλυ­κὸ φαῒ καὶ τὸ πλά­για­σμα στὸ τέ­λος τῆς μέ­ρας. Φέρ­νω συ­χνὰ στὸ νοῦ μου τὸ μι­κρὸ ἐ­κεῖ­νο κα­λύ­βι μὲ τὶς θε­ό­ρα­τες πέ­τρες, χτι­σμέ­νο ἀ­π’ τὸν πα­πο­ῦ μου. Ἐ­κεῖ ἔ­με­να τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες μέ­ρες τοῦ χρό­νου. Ἐ­κεῖ­νο, τὸ φορ­τω­μέ­νο ἀ­πὸ πο­λύ­τι­μες μνῆ­μες κα­λύ­βι, δὲν ὑπάρ­χει πιά. Πο­λὺ ἀρ­γό­τε­ρα, μὲ τὶς ἴ­δι­ες ἐ­κεῖ­νες πέ­τρες, χτί­σα­με ἕ­να και­νού­ριο.

        Πρω­τό­γρα­φα γιὰ ὅ­λα αὐ­τὰ μό­λις γυ­μνα­σι­ό­παι­δο κι ὅ­λοι ἀ­πο­ροῦ­σαν μὲ τὴν τόλ­μη μου. Μὰ ἐ­γὼ δὲν κα­τα­λά­βαι­να καὶ δι­ά­βα­ζα συ­νε­παρ­μέ­νος τὴν παι­δι­κὴ ἔκ­θε­σή μου γιὰ τὴν πα­λιὰ πλα­τεί­α ποὺ κα­τα­στρέ­ψα­νε οἱ σπουδαγ­μέ­νοι μη­χα­νι­κοί, τὸ πυρ­γά­κι, τὰ μο­να­στη­ρια­κὰ με­τό­χια, τὸ πα­λιὸ λι­ο­τρί­βι, ποὺ χά­θη­καν στὴ συ­νέ­χεια ὅ­λα.

        Ἡ με­γά­λη ἀ­γά­πη γιὰ τὴν πα­ρά­δο­ση μπο­ρεῖ νὰ μᾶς κά­νει ὅ­λους δυ­νά­στες τῆς ἴ­διας μας τῆς ζω­ῆς. Ἔτσι κά­πο­τε, σκά­βον­τας στὴ δυ­τι­κὴ πλευ­ρὰ τοῦ νε­κρο­τα­φεί­ου, βρῆ­κα κό­κα­λα μι­κρῶν παι­δι­ῶν. Ἔντρομη ἡ μά­να μου μοῦ ’­πε τὸ βρά­δυ πὼς ἦ­ταν ἀ­βά­φτι­στα παι­διά, καὶ δὲν ἐ­πι­τρε­πό­ταν νὰ θα­φτοῦν μα­ζὶ μὲ τοὺς ἄλ­λους.

        Οὔ­τε μιὰ σπι­θα­μὴ γῆς, οὔ­τε ἕ­να δέν­τρο, οὔ­τε μιὰ ἔ­ρη­μη πέ­τρα δὲν ἔ­μει­νε ποὺ νὰ μὴν τρα­γού­δη­σα. Γι’ αὐτὴ τὴ χα­μέ­νη Ἀτλαν­τίδα, γι’ αὐ­τὸν τὸν τό­πο ποὺ μὲ γέν­νη­σε καὶ μὲ με­γά­λω­σε. Οἱ ἀ­να­μνή­σεις ἔρ­χον­ται ἀ­βία­στα, ἡδο­νι­κά, μπου­κώ­νουν τὰ χεί­λια, ἐ­λευ­θε­ρώ­νον­ται τὰ δά­χτυ­λα καὶ γρά­φουν, γρά­φουν, γρά­φουν.


Πη­γή: Ἡ κα­τε­δά­φι­ση προ­ε­τοί­μα­ζε τὴν ἀ­νέ­γερ­ση (Πλέ­θρον, 1985).ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ

Δη­μή­τρης Ἀ­λε­ξί­ου (Ἀ­λε­πο­χώ­ρι Λα­κω­νί­ας, 1949). Ἀ­πὸ τὸ 1963 ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴν Ἀ­θή­να. Σπού­δα­σε σκη­νο­θε­σί­α κι­νη­μα­το­γρά­φου. Κεί­με­νά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πε­ρι­ο­δι­κά. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει τοὺς Νε­κρι­κοὺς Δι­α­λό­γους τοῦ Λου­κια­νοῦ. Ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ τὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό.


This free site is ad-supported. Μάθετε περισσότερα


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου