|
|
ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΕΙΧΑ σχολεῖο, ὁ γέρος μου μὲ
κράταγε στὸ μαγαζί, ἀγορὰ Βαρδάρι. Εἶχε κοτοπουλάδικο στὴν ὁδὸ Εἰρήνης.
Ὕστερα ἀπὸ μιὰ κατεδάφιση μπῆκε στὸ Καπάνι, γιὰ νὰ βγεῖ στὴν ἴδια ὁδὸ
μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια, πάλι «λόγῳ κατεδαφίσεως». Τὰ χρόνια μὲς στὴν
σκεπαστὴ ἀγορὰ ἄρχισα νὰ μαθαίνω τὸν κόσμο, μαζὶ μὲ τὴν τέχνη τοῦ ἐπαγγέλματος
καὶ πάντα μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ γέρου, ποὺ ἦταν ζόρικος ἀλλὰ τό ’παιζε
καὶ φιλόσοφος.
Ἡ γύρω περιοχὴ ἔβριθε ἀπὸ σκυλάδικα. Ὁ ὑπόκοσμος παρήλαυνε καθημερινὰ
στὸ Καπάνι σταμπαρισμένος ἀπ’ τὸ ἔμπειρο μάτι τοῦ πατέρα μου, ποὺ ἤξερε
πολλὲς ἱστορίες καὶ μοῦ τὴ διηγόταν σὰν παραβολὲς διανθισμένες μὲ
ἠθικὰ διδάγματα καὶ παροιμίες. Πόρνες, σωματέμποροι, πρεζάκηδες,
ἀπατεῶνες καὶ μαχαιροβγάλτες ἦταν ρουτίνα στὴν καθημερινὴ ζωή. Ἀνάμεσά
τους καὶ ἄκακοι γραφικοὶ τύποι, ποὺ κατέβαιναν ἀπ’ τὸ χωριὸ καὶ πιάνονταν
κορόιδα ἀπὸ τοὺς ἐπιτήδειους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου