|
|
Η ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΤΟΥ ἦταν ἕνα μικρὸ σκυλάκι
κ' ἡ ἐλπίδα τοῦ λυτρωμοῦ του ἀπὸ τὸν κίντυνο ἦταν ἕνα ἄλογο. Στὸ δρόμο
ἔτυχε μιὰ μέρα στρατιῶτες νὰ μαλλώνουν ἴσα-ἴσα γιὰ ἕνα ἄλογο, ποιοὶ
νὰ τὸ πρωτοπάρουν καὶ τροφή τους νὰ τὸ κάνουνε.
— Πάρτε τὸ δικό μου ἄλογο, παιδιά μου, καὶ μὴ μαλλώνετε, εἶπε ὁ Ἀρχηγός,
κ' ἔδωσε τ' ἄλογο μαζὶ μὲ τῆς ζωῆς του τὴν ἀπαντοχή.
Τὴν Παραμονὴ ὁ χουσμεκιάρης [ὁ πιστός του δοῦλος], ἐκεῖ ποὺ ὅλοι
ἑτοιμαζόνταν, ἔπιασε κρυφὰ κ' ἔσφαξε τὸ σκυλάκι, τὸ μαγείρεψε κ' ἔδωσε
τοῦ ἀφέντη του νὰ φάῃ, κ' ἔφαγε κι' αὐτός. Ὁ ἀφέντης τονὲ ρώτησε τί ἦταν
αὐτὸ τὸ εὕρημα.
— Τυφλοπόντικο, ἀφέντη· τὄβρα τυχερὰ σὲ μιὰ τρύπα, χωμένο μέσ'
τὸ χῶμα. Ἔτσι θὰ πάρῃς λίγη δύναμη πρὶν ξεκινήσουμε...
Ἔσκυψε
ὁ Γέρος κ' ἔτρωγε, μὰ κάλεσε καὶ τὸ σκυλάκι νὰ τοῦ δώσῃ... τὰ ἴδια του
τὰ κόκκαλα.
Τὸ σκυλάκι δὲν ἐρχότανε, καὶ τότε ὁ ἄμοιρος ἔνοιωσε τὴν ἀλήθεια.
— Καλύτερα νὰ πέθαινα τῆς πείνας παρὰ νὰ μοῦ σφάξῃς τὸ σκυλί, εἶπε
μὲ βαρειὰ καρδιὰ ὁ ἄμοιρος.
Μὰ ὁ δοῦλος θαρρετὰ τοῦ ἀποκρίθηκε:
— Αὔριο πεθαίνεις κ' ἡ ἀφεντειά σου κ' ἐγώ, ἀφέντη μου, μὰ τὸ σκυλάκι
σου θὰ ποῦμε πὼς μᾶς ἔδωσε ἀντιψύχι ὡς τότε [δύναμη] γιὰ νὰ πεθάνωμε
σὰν ἄντρες, ὀρθοὶ στὰ ποδάρια μας, κι' ὄχι νὰ πέσωμε στὸ δρόμο ἄψυχοι
ἀπὸ τὴν πεῖνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου