|
|
ΧΤΕΣ ΕΒΡΕΧΕ. Ἀνοιξιάτικη βροχὴ ποὺ σκορπᾶ
στὰ νερὰ τὴ χρυσὴ γύρη τῶν δέντρων. Σήμερα ὅμως εἶναι ἠλιακάδα.
Ἡ Ἑλένη ἄνοιξε τὰ παράθυρα, ποὺ κρατοῦσαν ἀκόμα φυλακωμένη μέσα
στὴν κάμαρη τὴ νύχτα. Μὲ ὁρμή, πλαταίνοντας τὴν ἀγκαλιά της, ἔσπρωξε
κι’ ἄνοιξαν κατὰ ἔξω τὰ πράσινα παραθυρόφυλλα. Μπῆκε ὁ ἥλιος φέρνοντας
τὴ δροσιὰ τῆς χλόης ἀντάμα μὲ τὴν εὐωδιά τῶν ἀνθῶν τοῦ κήπου.
Κυριακὴ καὶ σχόλη. Ἡ Ἑλένη σκέφτεται ὅτι θά ’θελε πολὺ νὰ ’βγαινε. Τὸ πολὺ φῶς ξύπνησε μέσα της μιὰν ἀνησυχία πρόσχαρη. Τὴν ἔκαμε νὰ θέλει νὰ κινηθεῖ γρήγορα, νά περπατήσει. Ἡ ἐπιθυμία της ἦταν νὰ ξεμακρύνει στὴν ἐξοχὴ περπατώντας μονάχη. Θὰ προχωροῦσε χωρὶς καθόλου νὰ σταματᾶ, χωρὶς νὰ λογαριάζει μὲ τὸ νοῦ της ὅτι θὰ ἔπεστρεφε. Ἐντελῶς ξέγνοιαστη θὰ χόρταινε μὲ ὅσα τὰ μάτια της θὰ ἀποθησαύριζαν προσέχοντας τὴν πιὸ παραμικρὴ λεπτομέρεια. Καλύτερα θά ’ταν νὰ πήγαινε μὲ βάρκα. Ἔνιωθε τὴν ἄναγκη μιᾶς προσπάθειας ὁλόκληρου τοῦ κορμιοῦ της. Τὰ δάχτυλα καὶ ἡ παλάμη νὰ σφίξουν, μὲ ὅση δύναμη ἔχει, τὰ κουπιά. Ἡ κόπωση θὰ χαλάρωνε τὴν ἐξάρτηση τῶν ματιῶν ἀπὸ τὸ σῶμα. Τὸ βλέμμα της θὰ μάκραινε, ἐλεύθερα, στὸ κυανὸ καὶ γαλανὸ σμίξιμο τοῦ οὐρανοῦ μὲ τὴ θάλασσα, πέρα ἀπὸ κάθε στεριά.
Ποτὲ ὅμως δὲν κατόρθωσε νὰ πραγματοποιήσει παρόμοια φυγή. Φοβήθηκε ὅτι ἡ αἴγλη ἀπὸ τὸ πρωϊνὸ φῶς τὴν εἶχε κάνει νὰ φανταστεῖ πολλὰ πού, ξανὰ πάλι σήμερα, ὅπως τόσες φορές, δὲν θά ’φταναν σὲ πέρας. Δύσκολα τὴν ἐπέτρεπαν νὰ βγαίνει μόνη της. Δὲν ἦταν ἄλλωστε ἐξοικειωμένη μὲ τὴν ἐξοχή. Τὴν ἤξερε μονάχα ἀπ’ ὅσα τῆς ἐπέτρεπε νὰ βλέπει γρήγορα τὸ αὐτοκίνητο. Δὲν εἶχε προλάβει νὰ ζήσει τὶς ἐπιθυμίες ποὺ ἡ μοναξιὰ τῆς κάμαρής της μεγάλωνε. Πάντα οἱ ἔξοδές της γινόντουσαν μὲ συντροφιὰ γνωρίμων, φίλων καὶ συγγενῶν. Οἱ ἐκδρομὲς αὐτές, δεσμεύοντας μὲ τὴν παρουσία τῶν ἄλλων τὴ φαντασία της καὶ τὸ νοῦ, τῆς ἔκοβαν κάθε βαθύτερη διάθεση χαρᾶς. Προτιμοῦσε καλύτερα, ἐκτὸς ὅταν τὴν ἀνάγκαζαν, νὰ μένει στὸ δωμάτιό της μ’ ἕνα βιβλίο. Τὸ φῶς ὅμως τῆς Ἄνοιξης δὲν τῆς ἐπέτρεπε νὰ κλειστεῖ. Θά ’βγαινε μόνη ἔστω καὶ μόνο γιὰ ἕνα μικρὸ περίπατο στὴ γειτονιά. Δὲν θὰ ὑπάκουε στὴ μητέρα της παρ’ ὅλο ὅτι τὴν ἀγάπαγε πολύ. Δὲν εἶχε καμιὰ διάθεση νὰ περιμένει νὰ βγεῖ μαζί της ἐπισκέψεις. Πέρασε ἀπό το νοῦ τῆς ὅλη ἡ σκηνὴ τοῦ μαλώματος ποὺ θὰ εἶχε μὲ τὴ μητέρα της. Θὰ προσπαθοῦσε μὲ κάθε τρόπο νὰ τὴν ἐμποδίσει νὰ βγεῖ. Ἀναγκαστικὰ ἐκείνη τότε θ' αὐθαδίαζε, νευριάζοντας μὲ τὴν γεμάτη βεβαιότητα ἐπιμονὴ τῆς μητέρας της νὰ μιλᾶ καὶ νὰ συμβουλεύει, χωρὶς νὰ ἐνδιαφέρεται καθόλου γιὰ τὸν τρόπο ποὺ ἡ ἴδια σκεφτόταν. Ἀράδιαζε συμβουλὲς πρακτικῆς σημασίας, ποὺ τὴν ἀνάγκαζαν ν’ ἀπαντᾶ ἀπότομα, σὰ νὰ τῆς ἔφευγε τὸ ἔδαφος κάτω ἀπὸ τὰ πόδια.Ὅταν ἀργὰ θὰ σκεφτόταν ὅτι ἔπρεπε νὰ συγκρατηθεῖ ἀπαντώντας στὴ μάνα της, ἐκείνη ἤδη θὰ ἦταν ἄρρωστη, ταραγμένη, μὲ ἀλλαγμένο τὸ χρῶμα στὸ πρόσωπο. Μέσα της ἡ Ἑλένη κατάλαβε νὰ τὴν δαγκώνει μιὰ κρυφὴ ἀπελπίσια. Θ’ ἀναγκαζόταν, λοιπόν, νὰ χάσει τὴ μάνα της καὶ νὰ μείνει ἐντελῶς μονάχη κι’ ἔρημη. Ἔγειρε τὸ πρόσωπό της στὸ προσκέφαλο, τῆς ἐρχόταν νὰ κλάψει, ἀλλὰ συγκρατοῦσε τὸν ἑαυτό της γιὰ νὰ μὴ χάσει ἐντελῶς τὴ δύναμή της.
Σηκώθηκε ἀποτόμα σὲ λίγο, στάθηκε μπροστὰ στὸν καθρέφτη καὶ κοιτάχτηκε.
Τὸ σῶμα της ἀδύνατο καὶ ψηλό, ὅπως τὰ νεαρὰ δέντρα προτοῦ τὰ βγάλουν
ἀπ’ τὰ φυτώρια, χωρὶς πολλὰ κλαδιὰ καὶ φύλλωμα, σχεδὸν μόνο μιὰ εὐθεία
σὲ ὕψος. Ἔνιωσε ὅτι ἡ ἴδια ἦταν κάτι καινούριο, ἕνα φυντάνι ξέχωρο.
Τὴν γέμισε ὑπερηφάνεια καὶ δύναμη ἡ αἴσθηση ἐκείνη. Δὲν ἔπρεπε σὰ
χαζὴ νὰ στενοχωριέται. Τὸ ὅτι εἶχε ἄλλη βούληση ἀπὸ τὴ μάνα της δὲν
σήμαινε ὅτι εἶχε πάψει νὰ τὴν ἀγαπᾶ. Δὲν κινιόταν ἐγωιστικὰ ἐπειδὴ
ὑπερασπιζόταν τὴν ἀτομικοτητά της. Ἦταν σὰ νὰ παρακολουθοῦσε στὸν
καθρέφτη τὴν κίνηση τῶν ἀνιόντων βλαστικῶν χυμῶν στὰ δέντρα. Ἡ ἁπλότητα
τοῦ ντυσίματός της συντελοῦσε ἀρκετὰ στὸ σχηματισμὸ τῆς φανταστικῆς
εἰκόνας. Ἀγαποῦσε πολὺ τρυφερά τὸ καθημερινό της φόρεμα. Μιὰ μάλλινη
μπλὲ πλεχτὴ μπλούζα τῆς ἔσφιγγε τὸ κορμὶ κι’ ὁλόκληρο τὸ μάκρος τοῦ
μπράτσου ἴσαμε τὸν καρπὸ τοῦ χεριοῦ, ὅπου τέλειωνε μ’ ἕν’ ἄσπρο κουμπί.
Γύρω στὸ λαιμό, κάτω ἀπὸ τὸ καμπύλο πηγούνι, ἕνα γιακαδάκι μὲ μιὰ
γραβάτα φιόγκο, ἀπὸ μαῦρο πετσί. Τὸ μπόι κατέβαινε στενό. Οἱ κάλτσες
στὸ χρῶμα τοῦ ξύλου τῆς καρυδιᾶς, λίγο πιὸ γκρίζο, ντύναν τ’ ἀδύνατα,
λεπτά, ψηλὰ πόδια. Κατάλαβε πόσο πολὺ ἀγαποῦσε τὸν ἑαυτό της. Μὲ μιᾶς
ὅλα ἠρέμησαν μέσα της. Δὲν θὰ θύμωνε καθόλου παρὰ θὰ φιλοῦσε τὴ μητέρα
της ὅταν θὰ ἄρχιζε νὰ τῆς ψάλλει τὰ συνηθισμένα. Στὴ στροφὴ τοῦ δρόμου
τοῦ σπιτιοῦ της, καθισμένο καταγῆς, ζητιάνευε ἕνα παιδὶ σακάτικο.
Κάθε φορὰ ποὺ περνοῦσε κοντά του, ἡ Ἑλένη τρόμαζε· πολλὴ ὥρα μετὰ ἐξακολουθοῦσε
νὰ βλέπει μὲ τὸ νοῦ της τὰ παραμορφωμένα γόνατα καὶ τὶς κοκαλιάρικες
κνῆμες τοῦ φτωχοῦ παιδιοῦ. Προσπερνοῦσε γρήγορα χωρὶς νὰ τολμᾶ νὰ δώσει
μὲ τὸ χέρι της τὴν ἐλεημοσύνη. Ἐκείνη ὅμως τὴ στιγμὴ ποὺ κοιταζόταν
στὸν καθρέφτη καὶ πέρασε ἀπὸ τὸ νοῦ της τὸ ζητιανάκι, κατάλαβε ὅτι
σχεδὸν πιὰ τὴν τρόμαζε ἡ εἰκόνα του. Ἦταν πανέτοιμη νὰ τὸ πλησιάσει
μὲ πραγματικὴ συμπάθεια. Πόσον ἥλιο στ’ ἄληθεια χωροῦσε ἡ κάμαρή
της; Ἡ ἀνάσα τοῦ πρωινοῦ ἀέρα τῆς φούσκωνε τὸ στῆθος. Ὁλόκληρο τὸ σῶμα
της δὲν ἦταν παρὰ μιὰ ντυμένη λαχτάρα. Πιὸ πάνω ἀπὸ τὰ πράσινα φύλλα
τοῦ κήπου, στὸν μελένιο ἥλιο τῆς ἡμέρας, παιχνίδιζε μιὰ πεταλούδα ἔξω
ἀπὸ τὸ παράθυρο. Ἡ Ἑλένη τὴν εἶδε στὸν καθρέφτη καὶ χαμογέλασε χαρούμενα.
Στὴν μπλούζα εἶχε ἕνα χοντρομπούμπουρα καρφίτσα. Φτηνὸ πραματάκι
ποὺ τό ’χε ἀγοράσει μόνη της. Τὸ ἀγαποῦσε ὅμως περισσότερο ἀπὸ τὸ
χρυσὸ κόσμημα μὲ τὰ διαμαντάκια ποὺ τῆς εἶχαν χαρίσει, τὴ φτηνὴ ἐκείνη
ἀπομίμηση ἐντόμου ποὺ τὸ πέταμα τῆς πεταλούδας τῆς εἶχε θυμίσει. Ἀνέβασε
τὸ χέρι της στὴ μπλούζα καὶ ἄρχισε νὰ χαϊδεύει στοργικά τὸ φτηνὸ κολεόπτερο.
Σκέφτηκε ὅτι ὁλόκληρη δὲν ἦταν παρὰ ἕνα παραμικρὸ ἔντομο ποὺ ἤθελε
νὰ βοσκήσει σ’ ὁλόκληρη τὴν ἀνθισμὲνη πλάση. Πῆγε ξανὰ στὸ παράθυρο.
Τὰ δέντρα καὶ ὁ ἥλιος δὲν θὰ τὴν ἄφηναν νὰ κουραστεῖ ποὺ θὰ ‘βγαινε μόνη.
Μάιος 1935
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου