|
|
O ΕΡΓΑΤΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΥ δὲν ἔλεγε
νὰ πάρει τὰ μάτια του ἀπὸ τὴν ἄσπρη θάλασσα, ἀπὸ τὴν ἐπίπεδη ἀπεραντοσύνη
ποὺ ἐρχόταν σὲ ἀπόλυτη ἀντίθεση μὲ τὸ ρυτιδιασμένο του πρόσωπο.
Τὸ ποδήλατό του πήγαινε σχεδὸν ἀπὸ μόνο του, μὲ τὴν πιὸ ράθυμη κίνηση
τοῦ πεταλιοῦ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ κανείς. Ὁ ἀναβάτης του ἔκλεινε
γιὰ δευτερόλεπτα τὰ μάτια, ἀλλὰ δὲν ἔχανε τὸ δρόμο οὔτε κινδύνευε ἀπὸ
κάποιο αὐτοκίνητο. Μυστικὲς ράγες τὸν κρατοῦσαν στὴ σωστὴ πορεία,
σὲ μιὰ ἁπαλὴ κίνηση ποὺ τίποτα στὸν κόσμο δὲν μποροῦσε νὰ τὴν ἀνατρέψει.
Ἕνα ρέψιμο ἔφερε στὴ μύτη του τὴ μνήμη τοῦ καφέ, αὐτοῦ του καφὲ ποὺ τὸν
εἶχε πιεῖ ἀξημέρωτα, βρέχοντας ποὺ καὶ ποὺ ἕνα παξιμάδι καὶ τρίβοντας
τὰ ξυλιασμένα χέρια του.
Στὴν πρωινὴ διαύγεια, ἡ θάλασσα εἶχε πάντα τὴν ἱκανότητα νὰ ξεγελάει
τὸ μάτι. Ἡ ἀσημένια της μορφὴ ἔδινε τὴν ἐντύπωση ἑνὸς γυάλινου θόλου,
ἑνὸς ἀνεστραμμένου οὐρανοῦ μιᾶς χώρας βορειότερης ἀπὸ τὴ δική
μας. Ἔξαφνα ὅμως ὁ ποδηλάτης κοκάλωσε. Στὴ διχάλα τῆς παραλίας,
δυὸ μαῦρα κήτη μὲ λευκὲς κοιλιές. Πλησιάζοντας εἶδε τὸ νερὸ μὲ κόκκινα
ἀφρίσματα καὶ λεπτὰ κομμάτια σάρκας νὰ λάμπουν τριγύρω.
Τὰ κήτη πέθαιναν. Καὶ ὁ ἐργάτης τοῦ Συνεταιρισμοῦ γνώριζε μὲ ὅλες τὶς
λεπτομέρειες τί ἀκριβῶς θὰ ἀκολουθοῦσε. Σὲ λίγα λεπτὰ ἡ σκηνὴ τοῦ
μαρτυρίου καὶ ἡ μοναχικὴ μάχη τῶν φαλαινοειδῶν μὲ τὸ θάνατο θὰ γινόταν
τόπος μαζικοῦ λαϊκοῦ προσκυνήματος. Ἀγροτικὰ αὐτοκίνητα καὶ μηχανάκια
ἐφήβων μὲ κομμένες τὶς ἐξατμίσεις, ὅπως τὸ ἤθελε ἡ μόδα, θὰ ἔδιναν
στὸ χῶρο τὴν εἰκόνα τοῦ ἐξαιρετικοῦ συμβάντος.
Πολλοί, καὶ πρῶτοι οἱ μαθητές, θὰ περίμεναν ὑπομονετικὰ νὰ ἐκπνεύσουν τὰ κήτη. Ἔτσι θὰ δικαιολογοῦσαν τὴν ἀπουσία τους τὴν πρώτη ὥρα τῶν μαθημάτων. Μιὰ ἄλλη ὁμάδα, ὅμως, θὰ ἔφερνε μαζί της τὰ σύνεργα τῆς σφαγῆς. Μεγάλες μαῦρες σακοῦλες, μαχαῖρες, τσεκούρια καὶ ζυγαριές. Αὐτὴ ἡ δεύτερη ὁμάδα θὰ ἀναλάμβανε ἀμέσως τὴν ἐξουσία στὸ χῶρο παραμερίζοντας τοὺς ἁπλοὺς παρατηρητές.
Ὑπὸ κανονικὲς συνθῆκες, ποτὲ του δὲν βιαζόταν νὰ φτάσει στὸ ἐργοστάσιο.
Τὸ ἐλαφρὺ πάτημα τῶν πεταλιῶν, ἡ ἀπεραντοσύνη, ἡ μουλιασμένη στὴν
πρωινὴ πάχνη σκέψη του ἔφτιαχναν ἕνα ἰδιωτικὸ κατάλυμα, μιὰ ζώνη
προστασίας. Ἔριξε ἕνα τελευταῖο βλέμμα στὰ ἑτοιμοθάνατα θηλαστικά,
ρουφώντας τὴ μύτη του ποὺ ὀσφραινόταν πιὰ περισσότερο αἷμα παρὰ θάλασσα.
Ἀνέβηκε στὸ ποδήλατο καὶ μὲ ὀρθοπεταλιὲς πέταξε μακριὰ ἀπὸ τὰ
κορναρίσματα, τὴν ἔξαψη τῶν ἰαχῶν, τὶς κραυγὲς χαρᾶς τῶν παιδιῶν καὶ
τὴ σιωπηλὴ μανία τῶν γερο-σφαγέων...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου