Της Νατάσας Τριτάκη
(Εισαγωγική σημείωση από το ΟΙΚΟΛΟΓΕΙΝ : Να
ένα αφήγημα, από τις ιστορίες ΜΠΟΝΖΑΪ
του περιοδικού ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, όπου το δράμα ενεδρεύει σαν νάρκη μέσα στο ναρκοπέδιο της ζωής… .).
O ΚΟΣΜΟΣ πασχίζει νὰ μπεῖ ἀπ’ τὸ τζάμι. Πόσο ἐκνευριστικό! Νὰ μπεῖ ὅλος
ὁ κόσμος σπίτι μου ἀπ’ τὸ τζάμι! Τὰ περιστέρια, τὰ κλάξον, τὰ κορναρίσματα,
τὰ παπιὰ μὲ τὰ κουτιὰ τους μαζί, ὅλοι αὐτοὶ οἱ μαλάκες ποὺ ὁδηγᾶνε χωρὶς
σταματημὸ μέσα ἀπ’ τὰ δικά τους τζάμια, τὰ τρόλεϊ μὲ τὶς κεραῖες
τους μαζί, μὲ τὸν ὁδηγὸ μαζί, ποὺ βρίζει τὸ παρκαρισμένο μπροστά του
στὴ γωνία καὶ κορνάρει, καὶ βγαίνει τρέχοντας ὁ ἄλλος μέσα ἀπ’ τὸ καφενεῖο,
καὶ τρέχει μὲ τὸ οὖζο στὸ χέρι, στὸ γυαλί, νὰ πέσει νὰ τοῦ σπάσει τὸ γυαλί,
νὰ χυθεῖ τὸ γυαλὶ στὸ δρόμο καὶ τὸ οὖζο στὸ κάθισμα, νὰ βρωμάει οὖζο ὁλόκληρος
ποὺ θὰ βρώμαγε δηλαδὴ ἔτσι κι ἀλλιῶς, ἀκόμα κι αὐτὸς θέλει νὰ μπεῖ ἀπ’
τὸ τζάμι, μὲ τὸ παρκαρισμένο του μαζὶ ποὺ μόλις τὸ ξεπάρκαρε, καὶ τὸ
καφενεῖο ὁλόκληρο ἀπ’ ὅπου βγῆκε θέλει νὰ μπεῖ, ἡ «Βιολέτα» τὸ λένε,
καὶ τὸ διπλανὸ σουβλατζίδικο, ὅλα, θέλουν νὰ μποῦν ἀπ’ τὸ τζάμι μου, ἀπ’
τὸ τζάμι μου μέσα, ὅλη ἡ πλατεία ὅπου βλέπει τὸ σπίτι, κι οἱ ψηλὲς κολῶνες
φωτισμοῦ, τὰ σύρματα, οἱ κεραῖες, οἱ κάδοι οἱ κίτρινοι τῆς ἀνακύκλωσης
τοῦ χαρτιοῦ, καὶ τὰ πέντε δέντρα μετρημένα στὰ δάχτυλα. Ἂν εἶναι δυνατόν!
Ὅλα θέλουν νὰ περάσουν τὸ τζάμι. Τὸ τζάμι μου. Χμ! Μὰ εἶναι ἀργὰ τώρα.
Εἶναι πολὺ ἀργὰ τώρα. Εἶναι πολὺ ἀργά.
Ἐγὼ
εἶμαι κουρνιασμένος στὸν καναπέ, κάθομαι μὲς στὸ λευκὸ βελούδινο
τρίχωμά μου, γουργουρίζω, γλύφω τὴν πατούσα μου ἀτάραχος, μοῦ ’χει ἀφήσει
καὶ φαΐ, ὅσο φαῒ θέλω, γιὰ μιὰ βδομάδα τουλάχιστον, μετὰ θὰ δοῦμε, μετὰ
μπορῶ νὰ περάσω ἀπ’ τὸ παράθυρο τοῦ μπάνιου, μ’ ἕνα μικρὸ σάλτο στὸ
φωταγωγό, δίπλα στῆς κυρίας Ρέας τὸ διαμέρισμα, νὰ μὲ ταΐσει. Ποτὲ
δὲν κάθομαι νὰ μὲ χαϊδολογήσει, ἀλλὰ ἂν χρειαστεῖ τί θὰ κάνω, θὰ τὸ
κάνω. Θὰ κάτσω, ἅμα πεινάσω θὰ κάτσω, χαρὰ στὸ πράμα, ἔτσι κι ἀλλιῶς
τὰ ἡλικιωμένα χέρια δὲ χαϊδεύουν τόσο ἐκνευριστικά, τόσο ἔντονα
τόσο ἁρπακτικά. Τὰ ἡλικιωμένα χέρια ξέρουν καλύτερα νὰ χαϊδεύουν.
Εἶμαι
ζεστὸς καὶ μαλακὸς τώρα, μὲς στὴ γουνίτσα μου, τὴν ἄσπρη μου γουνίτσα,
φουντωτός, περσικός, ἄρχοντας, τίποτα δὲν πρόκειται νὰ περάσει τὸ
τζάμι, τώρα εἶν’ ἀργὰ κόσμε, τώρα πάει. Μόνο οἱ ἐκνευριστικοὶ θόρυβοι
τῆς πόλης ἐνοχλοῦν λιγάκι, θέλω νὰ πάψουν, δὲν εἴμαστε κουφοὶ οἱ ὁλόλευκοι
περσικοί, αὐτὰ εἶναι ἀνοησίες, ἀκούω τὰ πάντα, μὰ δὲν ὑπάρχει κανένας
λόγος ν’ ἀνησυχῶ, ἔχει μιὰ ὑπέροχη σιωπὴ ἐδῶ μέσα, εὐτυχῶς, ἔκλεισε
τὸ τζάμι πρίν. Κι ἔτσι ὁ κόσμος δὲ θὰ ξαναπεράσει ἐδῶ μέσα. Εὐτυχῶς.
Ἂν
κουνηθῶ λιγάκι, νὰ τεντωθῶ λιγάκι, ἔστω βαριεστημένα, νὰ πάω μέχρι
τὴν κουζίνα… ναί. Θὰ ὑπολογίσω, ὥστε ν’ ἀποφύγω μὲ χάρη νὰ τραυματίσω
τὰ ποδαράκια μου στὸ σπασμένο μπουκάλι, πώ-πώ γυαλιά…, γυαλάκια καὶ
κακό!… Μ’ ἕνα μικρὸ εὐέλικτο σάλτο θὰ τὰ καταφέρω, δὲ θὰ λερωθῶ ἀπ’
τὸ αἷμα. Μυρίζει κάπως βέβαια. Διεγείρει τὰ ρουθούνια μου ποὺ εἶναι
πάντα ὑγρὰ κι εὐαίσθητα. Τὰ μουστάκια μου ὅμως μποροῦν νὰ ὑπολογίσουν
τὴν κλίση τοῦ ἅλματος. Ἔτσι, ἡ κατάλευκη φουντωτὴ οὐρίτσα μου θ’ ἀποφύγει,
μόλις μὲ τὴν ἄκρη της θ’ ἀγγίξει, τὶς χαρακιές, στὶς κάτασπρες φλέβες,
τὶς βαθιὲς γραμμές, στὰ ὁλόασπρα νεανικά της χέρια, ποὺ ἡ ἀλήθεια εἶναι,
δὲν ἤξεραν καθόλου, μὰ καθόλου, νὰ χαϊδεύουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου