
Χεσοὺς Καστεγιάνος (Jesús Castellanos)
(Ἀφιέρωμα: Κουβανικὸ διήγημα, 4/4)
Ἐπιλογή, μετάφραση: Ἕλενα Σταγκουράκη
Ἡ ἀγωνία τοῦ Ἐρωδιοῦ
(La agonía de La Garza)
ΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ
στὴν ἀγαπημένη μου παραλία, ρώτησα γιὰ τοὺς δικούς μου. Ἡ
παραλία μου εἶναι ἐκείνη ἡ ἐπίπεδη, βραχώδης ἀκτὴ ποὺ
ἐκτείνεται σὲ μιὰ τρέμουσα νοερὴ γραμμὴ πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ μέγα
στόμιο τῆς Κάρδενας. Οἱ δὲ δικοί μου εἶναι ἐκείνη ἡ τραχειὰ καὶ
εἰλικρινὴς ὁμήγυρη: ὁ Λουσίο ποὺ ψαρεύει ζαργάνες, ἡ γηραιὰ
Χοσέφα ποὺ πλέκει δίχτυα, ὁ μικρὸς Ἄγκιλα ποὺ ἑτοιμάζει τὰ
δολώματα, ὁ Πίο ὁ καρβουνιάρης καὶ ὁ Γκασπὰρ ὁ μάγος.
«Ὁ Πίο; Ὁ Γκασπάρ; Μά, δὲ μάθατε τί ἔγινε; Βούϊξε ὁ τόπος, ὣς καὶ οἱ ἐφημερίδες ἔγραψαν γι’ αὐτό!»
Καὶ σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς ταβέρνας, κατεβάζοντας δυὸ γουλιὲς
δυνατὸ ποτό, μοῦ ἐξιστόρησαν τὸ τρομερὸ ἐπεισόδιο μὲ ἄρωμα
ἀπὸ ἐντόσθια κήτους καὶ βασανισμένης σάρκας. «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ
πατρός»... Συμπαθᾶτε με, νὰ κάνω τὸ σταυρό μου.
Ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Πίο ἐκεῖνος ποὺ τὰ διηγήθηκε ὅλα σὲ κάποιους
θαλασσόλυκους, τὶς στιγμὲς ποὺ ἡ λογικὴ ξέφευγε ἀπ’ τὸ νοῦ του
σὰν πουλὶ ποὺ τὸ σκάει ἀπ’ τὸ κλουβί. Δὲ διέθετε πιὰ ἐπώνυμο,
ἴσως οὔτε κἂν τὴν ἐνθύμηση τῶν γονιῶν του, λὲς καὶ εἶχε
ξεφυτρώσει ἀπὸ τὶς πράσινες φυτεῖες μάνγκο. Ἡ ἡλικία του,
ἀπροσδιόριστη: κάπως προχωρημένη, ἂν ἔκρινες ἀπὸ τὸν κίτρινο
τόνο τῶν λιγοστῶν τριχῶν στὸ μούσι του, ἀλλὰ καὶ κάπως νεαρή,
ἂν ἔκρινες ἀπὸ τὸ σφριγηλὴ ἀρχιτεκτονικὴ τῶν ὤμων του. Ζοῦσε
ἀπομονωμένος ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο οἰκισμό, ἀντιμέτωπος μὲ τὸ
Βορριὰ ποὺ ἁλώνιζε ἐκείνη τὴν ἔρημη καὶ βουβὴ γῆ,
τροφοδοτῶντας τις καρβουνόσομπες καὶ ἀναμένοντας τοὺς
πλανόδιους πραματευτὲς μὲ τὰ μουλάρια ποὺ ἀπὸ μῆνα σὲ μῆνα
κατέφθαναν ὣς ἐκείνη τὴ γωνιά. Κοντὰ στὴν ἀχυροκαλύβα του, σὲ
ἀπόσταση ἴση μὲ ἐκείνην ποὺ διανύει τὸ κρώξιμο ἑνὸς πετεινοῦ, ὁ
Γκασπάρ, μαῦρος καὶ καρβουνιάρης κι αὐτός, στοιχειοθετοῦσε κι
ἐκεῖνος τὰ ξεροκούτσουρα ἀπὸ δέντρα μάνγκο, κουμαριὲς κι
ἀγριομουριές, μὰ τοὐλάχιστον ἀπὸ τὴ δική του τὴν καλύβα
ἀντηχοῦσαν τὰ γέλια τῆς γυναικὸς καὶ τῶν δυὸ μικρῶν του ποὺ τὴ
βοηθοῦσαν στὰ οἰκιακά. Καὶ πιὸ πέρα, ἀκόμη, ἡ ἔρημος, καὶ ἕνα
γῦρο σιγή. Στὸ ἁπλὸ αὐτὸ τοπίο, ὅπου στὸ βάθος διακρίνονταν σὲ
μεγάλο ὑψόμετρο τὰ μπλαβιὰ βουνὰ σὰν ὑπόσχεση ὑγείας,
ἀνέρχονταν ὁλοένα νωχελικὰ στὰ ὕψη οἱ δυὸ κολῶνες καπνοῦ· καὶ
ἦταν ἁπαλές, καὶ ἦταν τρεμουλιαστὲς καὶ ἦταν ταπεινὲς σὰν
προσευχὲς ἀπ’ τὸ χωριό.
Δύσκολοι καιροί. Ἐκεῖνον τὸ μῆνα δὲν ἀντήχησαν τὰ
σήμαντρα τῶν βουβαλιῶν στὰ θαλασσοστάφυλα τῆς παραλίας. Στὰ
ἀπομακρυσμένα μαγαζιά, ὅπου ὁ Πίο καὶ ὁ Γκασπὰρ μετέφεραν
ἀραιὰ καὶ ποῦ τοὺς σάκους μὲ τὴν πραμάτεια τους, ἄκουγαν νὰ μιλοῦν
γιὰ κρίση καὶ γιὰ τὴν ξηρασία ποὺ εἶχε ὁδηγήσει ὅλο τὸν κόσμο
στὴν ἐξαθλίωση τῆς φτώχειας. Μπορεῖ. Καὶ τὸ ἀποδέχονταν σὰν
κάτι τὸ ἀκατανόητο, ἀφοῦ γιὰ ἐκείνους, ὁ ἀέρας πέρα ἀπὸ ἐκεῖνα
τὰ βουνὰ ἀπὸ σμάλτο μετατρεπόταν σὲ χρυσό. Εἶδαν ἄλλους δυὸ
μῆνες νὰ παρέρχονται ἀπαράλλαχτοι, ἕως ὅτου ἡ θάλασσα πῆρε νὰ
μουγκρίζει ὑποδεχόμενη τὸ φθινόπωρο. Δὲν ἔμενε ἄλλη λύση, θὰ
ἔπρεπε νὰ πᾶνε στὴν Κάρδενας! Ὁ Ἐρωδιός, ἡ γριὰ βάρκα τοῦ
Γκασπάρ, τραυματισμένη στὰ πλευρά, θὰ ἀναλάμβανε νὰ κάνει τὸ
ταξίδι καὶ ὅλοι θὰ πήγαιναν μὲ μιὰ φουρνιά, ὥστε νὰ μὴ χρειαστεῖ
νὰ περιμένει κανεὶς γιὰ δεύτερο δρομολόγιο... Μπαλώθηκε τὸ
ἱστίο καὶ τὸ σκαρὶ καλαφατίστηκε μὲ κοπάλιο καὶ
θαλασσόχορτα. Τὰ μαυράκια ἔδειχναν τὰ δόντια τους ποὺ θύμιζαν
τὴ σάρκα καρύδας.
Ἐκμεταλλευόμενοι
τὴν ἀπόγειο αὔρα ποὺ τοὺς ἔσπρωχνε στ’ ἀνοιχτά, ἄνοιξαν ὅλο τὸ
πανὶ μπροστὰ σὲ ἕναν ἥλιο ποὺ ἔλιωνε στὸ πορφυρὸ τῆς φωτιᾶς. Στὴν
πλώρη, κοντὰ στὸ κατάρτι, εἶχαν στοιβάξει τριάντα σάκους μὲ
κάρβουνο καὶ στὸ κέντρο κουλουριάζονταν ὁ Πίο, ἡ γυναῖκα τοῦ
Γκασπὰρ καὶ τὰ παιδιά, ἐνῷ ὁ ἴδιος ὁ Γκασπάρ, μὲ τὰ σκοινιὰ ἀνὰ
χεῖρας καὶ τὴ σπογγώδη, μαύρη κεφαλή του, ἐρχόταν σὲ πλήρη
ἀντίθεση μὲ τὴν κεχριμπαρένια ἄμμο στὴν παραλία. Βρίσκονταν
ἀκόμη στὰ ἤρεμα καὶ ἀθόρυβα νερὰ τοῦ κόλπου, μὲ τὸ βυθὸ καθαρὸ
κι ἀθόλωτο ἀπὸ τὴ στενόμακρη καρίνα. Ὁ Ἐρωδιὸς χοροπηδοῦσε
παιχνιδιάρης, κάνοντας τὸ κατάρτι νὰ βογκᾶ στὴ βάση του. Ἱστίο
καὶ φλόκος μαύριζαν κόντρα στὸ φόντο τοῦ ὁρίζοντα στὰ
ἀνατολικὰ σὰν τὰ ἀνοιχτὰ φτερὰ μιᾶς αἰωρούμενης σούλας.
Ὡστόσο, πιὸ πέρα ἀπὸ τὴ σειρὰ βραχονησίδων ποὺ θύμιζαν
κοιμώμενους κροκόδειλους, τοὺς περίμενε μιὰ λευκὴ γραμμὴ
ἀφροῦ. Τὰ κύματα ἀντρείωναν ἐπιθετικά, κύματα ψημένου
ἀμυλάλευρου, καὶ ὁ Ἐρωδιὸς προχωροῦσε μόλις καὶ μετὰ βίας, λὲς
καὶ ὑπαναχωροῦσε ἐν ὄψει αἰσθητοῦ κινδύνου. Τέλος, ὄργωσαν
τὸ στενὸ πέρασμα ἀνάμεσα σὲ δυὸ σημεῖα, καταμασημένα ἀπ’ τοὺς
ἀφρούς, ἀπ’ ὅπου σηκώθηκαν, ὅλο κρωξίματα, σμήνη γλάρων. Μία
βίαιη ριπὴ ἁλατισμένου ἀέρα τοὺς προϋπάντησε καὶ τὸ
πλεούμενο σείστηκε σύγκορμο, ὀρθώνοντας τὴν πλώρη σὰν σὲ
ἀδέξια ὑπόκλιση. Ὁ σφυγμὸς τῆς ἀπέραντης, ἀνοιχτῆς θάλασσας
διαχεόταν στὸν ὁρίζοντα, προκαλῶντας πυρετώδη ρίγη στὴ
δαντέλα τῶν κυμάτων. Ξάφνου νηνεμία, μὰ οὔτε κἂν γιὰ μιὰ
στιγμή. Κι ὕστερα ὁ ὑγρὸς βορειοδυτικὸς ἄνεμος, ἀκανόνιστος
καὶ δριμύς. Ἔγινε ἀκόμη πιὸ δύσκολο νὰ τιθασεύσουν τὴ θάλασσα
γιὰ νὰ μποῦν στὸ μεγάλο κόλπο. Ὁ Γκασπάρ, κόβοντας τὸ πανί, πῆρε
νὰ βλεφαρίζει πρὸς τὸ μέρος τῆς στεριᾶς.
Ἡ νύχτα ἔπεσε, βρίσκοντάς τους καταμεσῆς αὐτῆς τῆς πάλης.
Ἀπὸ μακριά, ἕνα φῶς σερνόταν στὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ,
διαγράφοντας γεωμετρικὰ σχήματα στὰ γύρω κύματα. Ἦταν ὁ
φάρος στὸν κόλπο τῆς Κάντις, καρφιτσωμένος στὴν ἄλλη μεριὰ τῆς
μπλὲ γραμμῆς. Πάνω ἀκριβῶς στὴ στιγμή, ἕνας γλάρος ἔβαλε τὸ
φευγαλέο λεκὲ τῆς μορφῆς του πάνω στὸ φωτεινὸ σημεῖο.
«Ὁ Χριστός!», ἀναφώνησε ἡ μαύρη ἐπιβάτις κι ἄρχισε νὰ σταυροκοπιέται, «τί κακὸ θὰ μᾶς βρεῖ;».
Οἱ ὑπόλοιποι ἔμειναν σιωπηλοί. Ὁ Γκασπὰρ κοίταξε στὰ
σύννεφα. Σύντομα, δυνατὲς ριπὲς ἄρχισαν νὰ ἐπιτίθενται
βίαια στὸ κατάρτι. Χρειάστηκε νὰ μαϊνάρουν, μὰ τοῦ κάκου. Μία
ἀπότομη ριπὴ σφαλιάρισε τὸ πανὶ ἀπ’ τὴν ἀριστερὴ μεριὰ τῆς
λέμβου.
«Ἀμόλα τὰ ξάρτια!» φώναξε ὁ Πίο.
Μὰ τὰ σκοινιά, μπλεγμένα στὸ κοτσανέλο, ἔφεραν ἀντίσταση
γιὰ μιὰ στιγμή, ἱκανή, ὥστε τὸ ἱστίο νὰ στραφεῖ, ἀδύναμο καὶ
δυστυχές, παρασύροντας ἐπιβάτες καὶ πραμάτεια. Γιὰ καλή τους
τύχη, τὰ σκοινιὰ ἐπί τέλους ὑπάκουσαν κι ἔτσι τὸ κατάρτι
ὀρθώθηκε ξανά, στάζοντας νερό. Ὁ Ἐρωδιός, ἀγκομαχῶντας ἀπὸ
τὶς παλιὲς πληγές του, γονατίζοντας ὑπὸ τὸ βάρος τοῦ φορτίου
ποὺ εἶχε συρθεῖ στὴ μιὰ μεριά, ὄρθωνε ξανὰ τὸ ἀνάστημά του στὴ
θάλασσα. Ὅμως, οἱ τριάντα σάκοι μὲ τὸ κάρβουνο εἶχαν χαθεῖ στὸ
μαῦρο βυθό. Ἡ θάλασσα, λαίμαργη καὶ δεσποτική, εἶχε καταπιεῖ
μονορούφι τὸ μόχθο τριῶν μηνῶν ἐξαθλίωσης.
Ὁ Πίο ξεστόμισε μιὰ βρισιὰ καὶ ὁ Γκασπὰρ δὲν κατόρθωσε νὰ
συγκρατήσει δυὸ μεγάλα δάκρυα μπροστὰ στὰ
κατατρομοκρατημένα μάτια τῶν μικρῶν ποὺ ἔσταζαν, μουσκεμένα
ὣς τὸ κόκαλο.
«Πίσω ὁλοταχῶς!» πρόσταξε μὲ πυγμή, πιάνοντας ἐκ νέου τὰ σκοινιά.
Γιὰ μιὰ στιγμὴ φοβήθηκαν πὼς εἶχαν χάσει τὸν
προσανατολισμό τους μὲς στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, μὰ ὁ φάρος τοὺς
ἔστειλε ἀπὸ πέρα τὸ προστατευτικὸ σινιάλο του. Πῆραν νὰ
πλέουν μὲ τὸν ἄνεμο, ἐν μέσῳ τρομερῶν ραπισμάτων ποὺ ἔκαναν τὴ
γυναῖκα καὶ τὰ μαυράκια της νὰ κραυγάζουν κάθε τόσο.
«Μὲ τὰ κουπιά, μὲ τὰ κουπιά! Πᾶμε κουπί!»
Ἡ γυναῖκα, ἀκόμη πιὸ μαυρισμένη ἀπὸ τὸν ἥλιο τοῦ
ψαρέματος, ἔτρεμε τώρα σὲ κάθε τράνταγμα ποὺ
ἐπαναλαμβανόταν ὁλοένα πιὸ συχνά. Μὰ ὁ Γκασπὰρ τὸ χαβᾶ του,
ἐπέμενε νὰ προσπαθεῖ νὰ συγκρατήσει τὸ ἱστίο. Καὶ νὰ ποὺ μὲ μία
ριπὴ τοῦ ἀνέμου ἀκούστηκε ἕνας ἄγριος κρότος ἀπὸ τὸ κατάρτι ποὺ
δίπλωσε στὴ βάση του κι ἔπεσε στὸ νέρο ὑπὸ τὸ βάρος τοῦ πανιοῦ.
Αὐτὸ ἦταν. Ἕνα τεράστιο κῦμα πῆρε νὰ ἀναποδογυρίζει τὸ
πλεούμενο, τὸ ὁποῖο, ἀργὰ ἀλλὰ σταθερά, μὲ χτυπήματα ποὺ
ἔσφυζαν σὰν τὶς ἀναγοῦλες ἀρρώστου, ἀνετράπη, ἀποκαλύπτοντας
τὴ γεμάτη μπαλώματα καρίνα. Τσαλαβουτῶντας ἀπεγνωσμένα, τὰ
πέντε κορμιὰ ἐπέπλεαν ἕνα γῦρο, ὥσπου τελικὰ κατάφεραν νὰ
ἀνεβοῦν στὴν ἀναποδογυρισμένη καρίνα σὰν ναυαγοὶ ποὺ
περιμένουν τὸ θάνατο στὶς στέγες τῶν σπιτιῶν τους.
Κι ἐδῶ εἶναι ποὺ ξεκίνησαν γεγονότα, ἄξια δαντικῶν
περιγραφῶν. Μὲ τὸ θόρυβο τοῦ νεροῦ καὶ τὴ μυρωδιὰ τῆς
ἀνθρώπινης σάρκας, προκλήθηκε ἐκεῖ κοντὰ ἕνας ἀνεπαίσθητος
νεροστρόβιλος, ὥσπου, κόβοντας τὴ μαύρη ἐπιφάνεια, φάνηκε,
δυσοίωνο κι ὀλέθριο, ἕνα κατακόρυφο πτερύγιο ἀπὸ χόνδρο.
Κανεὶς δὲν ἔβγαλε τσιμουδιὰ καὶ ὅμως ὅλους τοὺς ἔλουσε κρύος
ἱδρῶτας. Ὁ καρχαρίας, τρομερότερος καὶ ἀπὸ τοὺς τυφῶνες καὶ
τὶς πυρκαγιές, τοὺς περικύκλωνε, περιμένοντας... Τὸ δὲ πρῶτο
νεροστρόβιλο ἀκολούθησε καὶ δεύτερος, καὶ τρίτος, καὶ ἄλλοι
πολλοί, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ σχηματιστεῖ μία περίμετρος ἀπὸ
καρχαρίες, σκυλόψαρα καὶ ἄλλα θαλάσσια τέρατα ποὺ ἔμοιαζαν
νὰ τσακώνονται γιὰ τὴν προσεχῆ λεία, ἀκολουθῶντας τὶς
διαθέσεις τοῦ κατεστραμμένου σκαριοῦ καταμεσῆς τῆς θάλασσας,
στολισμένου μὲ τὰ πέντε λιμπιστερὰ κορμιὰ ἐν εἴδει λειριοῦ.
Στὴν ἐπιφάνεια τοῦ ἀναποδογυρισμένου σκαριοῦ
ἐπικρατοῦσε τὸ τρέμουλο τοῦ πανικοῦ. Ὁ φάρος, ἀμετακίνητος
κι εἰρωνικός, τοὺς χαιρετοῦσε, ἀδιάσειστο ἀποδεικτικὸ
στοιχεῖο τῆς δύναμης τοῦ ἀνθρώπου νὰ δαμάζει τὸν κόσμο. Μὰ ἡ
ἀγέλη τῶν τεράτων σιγὰ-σιγὰ ἔχανε τὴν ὑπομονή της καὶ οἱ ἄγριοι
ὄγκοι ἔκαναν ξαφνικὰ τὴν ἐμφάνισή τους φροντίζοντας νὰ
ἁπλωθεῖ στὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ μιὰ μυρωδιὰ ὄξινη.
Παρακινημένος ἴσως ἀπὸ τὴν πεῖνα, ἕνας ἀπὸ τοὺς καρχαρίες
φανέρωσε τὴν ἀσπρουλιάρικη μᾶζα του πάνω ἀπὸ τὸ νερό,
ἐπιτιθέμενος στὸ πλαϊνὸ τοῦ πλεούμενου. Ἡ ὁμήγυρη
ἀναφώνησε, τότε, ἔντρομη καὶ τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιά,
ἐξουθενωμένο, γλίστρησε ἀθόρυβα ἀπὸ τὸ πλάϊ της μάνας του.
«Χοσέ!... Ποὺ νὰ πάρει, ποῦ εἶσαι;» ἔμπηξε τὶς φωνὲς ἡ μαύρη.
Ἕνας ἀπότομος ἦχος διαφυγῆς καὶ στὴ συνέχεια ἕνα
γουργούρισμα τοῦ νεροῦ, τοὺς ἔδωσαν τὴν ἀπάντηση. Ὁ Γκασπὰρ
τεντώθηκε νὰ κοιτάξει, τρέμοντας ὁλόκληρος: ἕνας γαλάζιος
καρχαρίας, σβέλτος σὰν ἁρπαχτικό, ἔπεφτε πάνω στὸ ἀγόρι, μὲ
ἕναν ἦχο βουβὸ σὰν σῶμα ποὺ τὸ γρονθοκοποῦν... Τὰ σαγόνια
ἀνοιγόκλεισαν, πλατσουρίζοντας, τὰ πτερύγια πάλεψαν μὲ
πνιχτὲς φωνές...
Ἐκείνη τὴ στιγμή, ὁ Γκασπὰρ ὁ μαῦρος ἔχασε τὰ λογικά του:
ἀγριεμένος, ἐπιστρέφοντας στὶς ἀφρικανικές του ρίζες, ρίχτηκε
στὸ νερὸ μὲ τὸ στιλέτο ἀνὰ χεῖρας, ἀγκαλιάζοντας φρενήρης τὴ
στιλπνὴ ράχη ποὺ ἐπιχειροῦσε νὰ διαφύγει. Ἕξι, ὀχτὼ, δέκα
καρχαρίες, αἱμοβόροι καὶ λαίμαργοι, μοιράστηκαν τὶς σάρκες
του προκαλῶντας ἕνα ρεῦμα πορφυρὸ στὴν ἀπέραντη μᾶζα τοῦ κρύου
νεροῦ.
Οἱ τρεῖς ποὺ ἀπέμεναν ἦταν τρεῖς χαμένοι. Εἶχαν
παρακολουθήσει τὴ φρικτὴ σκηνὴ σὰν σὲ ἐφιάλτη, ὑπνωτισμένοι,
μὲ τὴ συνείδησή τους ἐνεργὴ ἴσα-ἴσα γιὰ νὰ γατζωθοῦν ἀκόμη
περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀποσαθρωμένη καρίνα, μπήγοντας τὰ νύχια
στὸ ξύλο. Ἡ νύχτα καλὰ κρατοῦσε πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τους καὶ ὁ
ἄνεμος, χορτασμένος κι αὐτὸς θαρρεῖς, πῆρε σιγά-σιγά νὰ
κοπάζει, καλμάροντας τὴ μακάβρια κίνηση τῶν κυμάτων.
Τὰ λεπτὰ περνοῦσαν. Ἴσως καὶ νά ’ταν ὧρες. Οἱ καρχαρίες,
ἔχοντας τρίψει ἀρκετὲς φορὲς τὸ ἄδειο τσόφλι μὲ τὴν ἐπίμονη
σβελτάδα τους, ἄρχισαν νὰ ἐγκαταλείπουν τὸ κυνήγι. Ξάφνου,
ἕνα ἐλαφρὸ τράνταγμα τοῦ πλεούμενου τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὸ λήθαργο.
Τὸ κούτσουρο ποὺ ἀπέμενε ἀπ’ τὸ κατάρτι θά ’πρεπει νά ’χε
πιάσει βυθό. Ἕνα ἀδύναμο φωτάκι ἄναψε κάπου κοντά, ἴσως σὲ
λίγα μόλις μέτρα ἀπόσταση. Σώθηκαν! Ἕνας ἐγωισμὸς ἀνήμερος,
τέτοιος, ὅπως μπορεῖ νὰ εἶναι μόνο ὁ ἐγωισμὸς ναυαγῶν ποὺ
ἐπέζησαν, τοὺς ἔκανε νὰ ξεχάσουν πρὸς στιγμὴν τοὺς νεκρούς.
«Βοήθεια!», φώναξαν στὶς σκιὲς ποὺ τοὺς περιέβαλλαν.
Τὸ μαυράκι, μὲ τὴν ὡραία ἀφέλεια τῶν δώδεκα χρόνων του, δὲν
τοὺς ἄφησε καιρὸ νὰ σκεφτοῦν καί, δοκιμάζοντας μὲ μιὰ κίνηση
τοῦ χεριοῦ στὸ νερὸ νὰ δεῖ ἂν ὄντως εἶχαν ἐξαφανιστεῖ οἱ
καρχαρίες, ἀφέθηκε νὰ κυλήσει, ὥσπου πάτησε στὸν ἀμμώδη
βυθό. Ἀναμφίβολα, μιὰ παραλία. Τὸ ἱστίο ἐπέπλεε σχεδὸν καὶ ὁ
μικρὸς μποροῦσε νὰ σταθεῖ καὶ νὰ προχωρήσει πρὸς τὴ στεριά.
Μάταια προσπάθησε ἡ μάνα του νὰ τὸν συγκρατήσει...
Τὰ λεπτὰ περνοῦσαν καὶ τὸ ἀγόρι, χαμένο μὲς στὶς σκιές, δὲν ἀπαντοῦσε στὰ καλέσματά της.
«Γέγιο! Ἔ, Γέγιο!...» κραύγαζε κλαίγοντας.
«Στάσου», τῆς ψιθύρισε ὁ Πίο, «καὶ θὰ γυρίσει».
Τὰ μάτια τῆς γυναίκας δὲν ἔβλεπαν τίποτε. Μονάχα ἐκεῖνο
τὸ φωτάκι τὴν σαγήνευε ποὺ τρυποῦσε τὴ νύχτα σὰν γιὰ νὰ ἀνοίξει
διέξοδο στὴν ἀπελπισία της. Ἀδέξια κι ἀργοκίνητη, ἄφησε νὰ
ξεφύγουν ἀπ’ τὸ στόμα της παράπονα στὸ νερὸ σὰν μωρὸ ποὺ
βυθίζει σὲ αὐτὸ τὸ λιπαρὸ κορμάκι του, σηκώνοντας μὲ
νεόκτητη ἰσορροπία τὴν πλώρη ὅπου βρισκόταν κουλουριασμένος ὁ
Πίο. Τὸ ἀποκοιμισμένο νερὸ τῆς ἄνοιξε δρόμο... Καὶ πρέπει νὰ
τὴν ὑποδέχτηκε μὲ ἀγάπη γιατί μετὰ ἀπὸ λίγο οἱ παρακλήσεις της
ἔγιναν ἀδύναμες. Κι ὕστερα τίποτε. Ὕστερα μόνο ἡ σιωπηλὴ
νύχτα καὶ τὸ πονεμένο παράπονο τῆς γηραιᾶς βάρκας.
Ὁ Πίο, ὁ καρβουνιάρης, εἰσέπραξε τὴν κατάστασή του,
κατάσταση ἀπόλυτης ἐγκατάλειψης, μὲ ὅλη τὴν ὠμότητά της.
Κάπου κοντά, ἴσως βρισκόταν ἕνα μέρος, ὅπου ὅλοι κοιμόντουσαν
ἥσυχοι, σίγουροι γιὰ τὸ ἔδαφος κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τους καὶ τὴ
στέγη πάνω ἀπ’ τὰ κεφάλια τους. Οὔτε πολὺ μακριὰ ἀπ’ τὸ σημεῖο
του, διέσχιζαν τὴ θάλασσα τεράστια ὑπερατλαντικά,
φωταγωγημένα, γεμᾶτα εὐτυχεῖς ἐπιβάτες, ναυτικοὺς ποὺ
διαμόρφωναν τὸ μέλλον καὶ τὴν τύχη τους, ἀλλὰ καὶ ζάμπλουτους
ποὺ ἀπολάμβαναν τὸν ἔρωτα στὶς ξαπλῶστρες τῆς πρύμνης. Στὸ
μηχανοστάσιο, οἱ μηχανὲς θὰ πετοῦσαν σπίθες, δονούμενες ἀπὸ
ἐνέργεια κι ἔνταση καὶ στὶς κουκέτες τὰ ὄργια θὰ συνεχίζονταν
δίχως τέλος. Μονάχα ἐκεῖνος, ἐν μέσῳ αὐτῆς τῆς ἀνθρώπινης
ἁλυσίδας τοῦ πόθου, τῆς ἀμοιβαίας στήριξης καὶ τοῦ μόχθου, ἦταν ὁ
ἀπωλεσμένος κρίκος, τὸν ὁποῖο δὲν εἶχε ἀνάγκη κανείς. Καὶ
κανένα πλοῖο, ἀπὸ κανένα λιμάνι, δὲ θὰ ἐρχόταν πρὸς σωτηρία
του. Σηκώνοντας τὴ γροθιά του, καταράστηκε τὰ ἀστέρια,
μάρτυρες εἰρωνικοὺς τῆς ἀγωνίας του. Καὶ στὸ μυαλό του πῆρε νὰ
εἰσχωρεῖ καὶ ν’ ἁπλώνει κάτι μαῦρο σὰν μελάνι...
«Ἂς τελειώνουμε», εἶπε στὸν ἑαυτό του πηδῶντας στὸ νερό,
ἔχοντας μπροστά του ἐκεῖνο το φῶς ποὺ ἔμοιαζε νὰ φωτίζει τὴν
πορεία πρὸς τὸ θάνατο. Ξάφνου χάθηκε ἡ γῆ κάτω ἀπ’ τὰ πόδια του.
«Ἐδῶ εἶναι», ψιθύρισε. Κι ὕστερα: «Μάνα μου!»...
Κατάφερε ὡστόσο νὰ ἀνακάμψει καὶ νὰ ἀνακτήσει τὴν
πρότερη στάση του. Ἡ κόψη ἑνὸς βράχου στὸ βυθὸ σηκωνόταν σὲ
ὀρθὴ γωνία στὸ χεῖλος τοῦ ἀμμώδους χαλιοῦ, ὅπου εἶχαν
προσαράξει. Ἀπὸ τὸ βραχώδη ὕφαλο περνοῦσε βίαιο καὶ τρομερὸ
τὸ ὑπόγειο ρεῦμα τὸ ὁποῖο σίγουρα δὲν εἶχαν καταφέρει νὰ
νικήσουν ἡ γυναῖκα μὲ τὸ παιδί της.
Ὄρθιος ἐπάνω σὲ ἐκεῖνο τὸ ἀπότομο χεῖλος, δίχως νὰ
προχωρεῖ οὔτε καὶ νὰ ὑπαναχωρεῖ, οὔτε καὶ μὲ ἴχνη τοῦ
κατεστραμμένου πλεούμενου τριγύρω, ὁ ναυαγὸς στάθηκε ἐκεῖ ὣς
τὴν αὐγή, χαμογελῶντας σὰν ἀρραβωνιαστικά, τὴν ὁποία
προσμένουν καιρὸ πολύ. Ἡ πλημμυρίδα, φουσκώνοντας, τὸν ἔκανε
πολλὲς φορὲς νὰ κλείσει τὰ μάτια καὶ νὰ πεῖ τὸ «Πατερημῶν»,
ἕτοιμος νὰ πεθάνει. Καὶ ὑπῆρξαν φορὲς πού, καθὼς πνιγόταν,
σήκωσε τὴ γενειάδα του γιὰ νὰ ἐπιπλεύσει τὸ πρόσωπό του σὰν
ἄλλο κεφάλι Μέδουσας...
Τὰ
χαράματα τὸν ἀναμάζεψαν οἱ ἐργάτες ἑνὸς ἐργοταξίου μπροστὰ
στὸν κόλπο, κάμποσα μίλια μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλη. Ὕστερα ἔσβησαν
ἥσυχα το φῶς στὴ λάμπα σινιάλων, λάμπα ποὺ τὴν προηγούμενη
νύχτα εἶχε παίξει ἐν ἀγνοίᾳ της τὸ ρόλο δολοφόνου.
Ὅταν ὁ Πίο μπόρεσε νὰ μιλήσει καὶ νὰ διηγηθεῖ αὐτὴν τὴν
ἱστορία, διαπίστωσε ὅτι ἔμπλεκε στὴν ἀφήγηση λέξεις
ἀκαταλαβίστικες. Μέσα σὲ λίγες μέρες, χρειάστηκε νὰ τὸν
θέσουν ὑπὸ παρακολούθηση.

Πηγή: Πηγή: Jorge Fornet, Prólogo, en: Jorge Fornet y Carlos Espinosa Domínguez, Cuento cubano del siglo XX, Tierra Firme, 2002, pp. 40-45.
Χεσοὺς Καστεγιάνος (Jesús Castellanos)
(Ἀβάνα, Κούβα 1879-Ἀβάνα, 1912): πρωτουργὸς τοῦ διηγήματος στὴν
Κούβα, παρ' ὅλο ποὺ δὲν ξεπέρασε τὰ τριάντα τρία χρόνια ζωῆς.
Ἤδη λίγο μετὰ τὰ εἴκοσι ἐξέδωσε τὰ πρῶτα του ἄρθρα καὶ
καρικατοῦρες. Τὸ 1906 ἐξέδωσε τὸν τόμο De tierra adentro,
καὶ δύο χρόνια ἀργότερα, τὸ περίφημο διήγημά του «Ἡ ἀγωνία
τοῦ ‘Ἐρωδιοῦ’» («La agonía de ‘La Garza’» ποὺ μεταφράζουμε ἐδῶ).
Τὴν ἴδια χρονιὰ (1908) κέρδισε τὸ βραβεῖο του Ἀθήναιον τῆς Ἀβάνας
γιὰ τὸ μυθιστόρημά του La conjura, ἐνῷ τὸ 1910, ἔτος ποὺ
ἵδρυσε τὴν Ἑταιρεία Συνεδρίων καὶ τὴν Ἑταιρεία Στήριξης τοῦ
Θεάτρου, ἐμφανίστηκε ἡ νουβέλα του La manigua sentimental.
Ἕλενα Σταγκουράκη
(Χανιά, 1984): μεταφράστρια λογοτεχνίας ἀπὸ τὰ ἱσπανικά, τὰ
γερμανικὰ καὶ τὰ ἀγγλικὰ (ΤΞΓΜΔ Κέρκυρας, 2006 – Χαϊδελβέργη
Γερμανίας, 2009), λατινοαμερικανίστρια (διδάκτωρ στὶς
μεταποικιοκρατικὲς καὶ πολιτισμικὲς σπουδὲς τῆς Λατινικης
Ἀμερικῆς, Μάϊντς Γερμανίας, 2020) καὶ πολιτιστικὴ
ἀρθρογράφος, μὲ πλῆθος συνεργασιῶν στὸν ἔντυπο καὶ
διαδικτυακὸ Τύπο. Ποίησή της ἔχει ἐκδοθεῖ ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις
ΣΜΙΛΗ (2023) καὶ μεταφραστεῖ στὰ ρουμανικὰ (2022). Ζεῖ κι
ἐργάζεται στὸ Βερολῖνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου