Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ Διαδρομὴ εἴκοσι τεσσάρων δευτερολέπτων
«Γιῶργο, Γιῶργο», ἀκούστηκε, «περίμενε ρὲ χρυσό μου παιδὶ νὰ σοῦ πῶ μιὰ κουβέντα.» «Τὸ παλιόπαιδο», σκέφτηκε. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ περνοῦσε ἀπὸ τὸν πρῶτο ὄροφο. Κούνησε τὸ κεφάλι, ἀκούγοντάς τον νὰ κατεβαίνει τὶς σκάλες, φωνάζοντας διάφορες δικαιολογίες στὴ μάνα του. «Θὰ τοὺς πεθάνει αὐτὸ τὸ παιδί», ξανασκέφτηκε. Τοῦ εἶχαν τρομερὴ ἀδυναμία, μιὰ καὶ τὸν ἔφεραν στὸν κόσμο σὲ μεγάλη ἡλικία. Τί μποροῦσαν ὅμως νὰ κάνουν; Τὸν περασμένο χρόνο τὸν εἶχε βοηθήσει νὰ λύνει τὶς ἀσκήσεις τῶν μαθηματικῶν καὶ τὸν ἤξερε πολὺ καλά. Ἦταν συνέχεια ἀφηρημένος, δὲν μποροῦσε νὰ συγκεντρωθεῖ, τὸ μυαλό του ἦταν στὸ ποδόσφαιρο. Ἔμεινε δυὸ χρονιὲς στὴν ἴδια τάξη. Δὲν ὑπῆρχε καμιὰ σωτηρία. «Θὰ πάω μηχανικὸς σὲ γκαρὰζ» τοῦ εἶχε ἐξομολογηθεῖ, «δὲν κάνω ἐγὼ γιὰ τὰ σχολεῖα καὶ καλὰ κάνετε νὰ μὲ ἀφήσετε ἥσυχο.»Ἔβλεπε στὸν καθρέφτη ἀκόμα, μὰ γυρίζοντας ἀκούμπησε τὴν πλάτη του στὴ γωνιά. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀναβόσβησε τὸ φωτάκι, σημάδι πὼς περνοῦσε ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ δευτέρου ὀρόφου. Σκέφτηκε τὰ κοινόχρηστα. Ναί! Τὰ εἶχε πληρωμένα. Πολὺ καλὸς ὁ Διαχειριστὴς τῆς πολυκατοικίας. Δὲν εἶχε κανένα παράπονο ἀπὸ αὐτόν. Ἄλλωστε ἀγαποῦσε τοὺς φοιτητές, θὲς γιατί δὲν εἶχε παιδιά, θὲς γιατί εἶχε πολλὰ χρήματα, πάντα τὰ κατάφερνε νὰ τοὺς ζητᾶ ἀσήμαντα πράγματα γιὰ τὰ κοινόχρηστα. Τὰ Χριστούγεννα μάλιστα τὰ χάρισε ὅλα. Εἶχε προσλάβει στὸ ἐργοστάσιό του –μιὰ βιοτεχνία ξυδιοῦ– τὸν Ἀνδρέα, τὸν φοιτητὴ ποὺ ἔμενε στὴν ταράτσα. Στὴν ταράτσα ἦταν ἕνα πολὺ μικρὸ δωμάτιο ποὺ ἀνῆκε στὸν διαχειριστή. Τυχερὸς ἦταν ὁ Ἀνδρέας. Δὲν πλήρωνε νοίκι, οὔτε κοινόχρηστα, οὔτε νερὸ καὶ ἀπὸ πάνω ἔπαιρνε καὶ τὸν μισθό του ἀπὸ τὸ ἐργοστάσιο. Γέλια ποὺ εἶχαν κάνει ἐκεῖνο τὸ βράδυ. Ἦρθε ὁ Ἀνδρέας μὲ κοστούμι καὶ μὲ γραβάτα. Ἔγινε χαμός. Τὸ κοστούμι ποὺ τοῦ τὸ εἶχε χαρίσει ὁ διαχειριστής, τοῦ ἔπεφτε λίγο μεγάλο. Τὰ μανίκια ἦταν τόσο μεγάλα ποὺ δὲν φαινόντουσαν τὰ χέρια του. Προσπαθοῦσε νὰ σουλουπωθεῖ. Στὸ τέλος κάθισε σ’ ἕνα ντιβάνι πολὺ σοβαρὸς καὶ κοιτοῦσε μιὰ τὸ κοστούμι του μιὰ αὐτοὺς καὶ ὅταν ἔπαψαν τὰ γέλια μίλησε. «Ρὲ παιδιά, ἡ καλοσύνη ἔχει καὶ τὰ ὅριά της. Δὲν μπορῶ νὰ ζήσω πιὰ σ’ αὐτὸ τὸ σπίτι. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κοστούμια ἔχω κι ἄλλα βάσανα.» Ἦταν μιὰ ἄλλη πτυχὴ στὴ ζωὴ τοῦ Ἀνδρέα ποὺ κανένας τους δὲν εἶχε ὑποψιασθεῖ. «Εἶμαι ἐγκλωβισμένος ἀνάμεσα σὲ δεκάδες γυναικεῖα ἐσώρουχα», συνέχιζε. «Γιὰ νὰ μπῶ στὸ δωμάτιό μου πρέπει νὰ περνῶ κάτω ἀπὸ τὰ ροῦχα. Ἀνοίγω τὸ παράθυρό μου καὶ βλέπω πολυχρωμίες. Δὲν μπορῶ πιὰ νὰ διαβάσω. Ἔμαθα ὅλα τὰ ἐσώρουχα τῆς πολυκατοικίας. Βοηθεῖστε με νὰ φύγω, νὰ βρῶ κάποιο ἄλλο σπίτι. Δὲν ἀντέχω ἄλλο.» Ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ τρίτου εἶδε πὼς κάποιοι περίμεναν. Σκέφτηκε νὰ σταματήσει νὰ τοὺς πάρει μὰ ἄλλαξε γνώμη. Μπορεῖ νὰ ἦταν ὁ θεῖος τῆς Κατερίνας ἢ ἡ θεία της καὶ δὲν ἤθελε νὰ τοὺς συναντήσει. Ὄχι δηλαδὴ πὼς εἶχε τίποτα μαζί τους, ἴσα-ἴσα ποὺ ὅταν τὸν ἔβλεπαν τὸν χαιρετοῦσαν ἐγκάρδια. Ἄραγε δὲν εἶχαν καταλάβει τίποτα; Ὅταν τὴν ἔστελναν στὴν ἀποθήκη δὲν ἀποροῦσαν ποὺ ἀργοποροῦσε; Ἡ θεία σίγουρα κάτι εἶχε μυριστεῖ. Ὅταν τὴν συναντοῦσε στὴν εἴσοδο τῆς πολυκατοικίας, τοῦ χαμογελοῦσε μὲ ἕνα μυστηριώδη τρόπο σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε «ναί, τὰ γνωρίζω ὅλα». Ἂς εἶναι. Ἡ Κατερίνα ἦταν στὸ χωριό της τώρα καὶ ὅ,τι ἔγινε ἔγινε τόσο ἀστραπιαῖα, ποὺ θὰ νόμιζε κανένας πὼς θὰ ἦταν ψέμα. Τὴν εἶχε προσέξει ποὺ δὲν ξεκολλοῦσε ἀπὸ τὸ μπαλκόνι, παίζοντας μὲ τὸ μικρὸ ἀνεψάκι της. Ἕνα μεσημέρι ἔνιωσε ἐκεῖνο τὸ παράξενο συναίσθημα ὅτι τὸν παρακολουθοῦν. Βγῆκε στὸ μπαλκόνι, τῆς χαμογέλασε, τοῦ ἀνταπόδωσε τὸ χαμόγελο, τῆς ἔδειξε ἔτσι «χτύπησε μου τὸ κουδούνι», βάζοντας τὸ δάχτυλό του στὴν πόρτα. Στὶς τρεῖς ἡ ὥρα χτυποῦσε τὸ κουδούνι του. Μπῆκε μέσα χαμογελαστή, μὲ τὰ χρυσαφένια μαλλιά της, ὁλόδροση. Τὰ μάτια της ἔλαμπαν. «Κοιμοῦνται ὅλοι τέτοια ὥρα» εἶπε, «Τί κάνεις ἐδῶ; Σπουδάζεις; Μόνος σου μένεις; Ἀπὸ ποῦ εἶσαι;» Κόντεψε νὰ τὸν παλαβώσει. «Ἄ! Μὰ ἐσὺ θέλεις νὰ τὰ μάθεις ὅλα ἀμέσως. Πές μου πρῶτα τ΄ ὄνομά σου... Αὐτὴ δὲν ἀπάντησε. Τὸν κοίταξε βαθιὰ μέσα στὰ μάτια βυθίστηκε κι αὐτὸς στὰ δικά της καὶ γιὰ μιὰ στιγμὴ ἔνιωσε τὰ μέλη του νὰ παραλύουν. Γιὰ μιὰ στιγμὴ ὅμως μόνο, γιατὶ τὴν ἑπόμενη στιγμὴ ἔπεσαν ὁ ἕνας στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἄλλου, τὰ χέρια του τὴν τράβηξαν δυνατὰ καὶ τὴν κόλλησαν στὸ στῆθος του κι ἔτσι ὅπως στριφογύρισαν, τὰ μακριά μαλλιά της τὸν τύλιξαν καὶ τὰ δυὸ σώματα ἔγιναν ἕνα ὅπως τὸ μανιασμένο κῦμα μὲ τὸ βράχο ὅταν ξεσπάει ἐπάνω του καὶ ξεπετάγεται ἀπὸ κάθε σχισμή του καὶ βογκάει σὲ κάθε βαθούλωμα του μέχρι νὰ ἀποσυρθεῖ, μέχρι τὸ ἑπόμενο μανιασμένο κῦμα. Ἐρχόταν κάθε μέρα στὶς τρεῖς ἡ ὥρα ἀκριβῶς. Κάποια μέρα ὅμως τοῦ φθινοπώρου ἐξαφανίστηκε. Ἔφυγε ἀπὸ τὴ ζωή του τὸ ἴδιο ξαφνικὰ ὅπως εἶχε ἐμφανισθεῖ. Ὁ Θάλαμος εἶχε σταματήσει στὸν τέταρτο κι αὐτὸς σκεφτόταν ἀκόμα τὴν Κατερίνα. Ἄνοιξε τὴν πόρτα. Μὲ τὸ ἕνα χέρι τὴν κρατοῦσε καὶ μὲ τὸ ἄλλο ἔσπρωξε τὸν φάκελο μὲ τὸ νοίκι, ὅπως ἔκανε κάθε μῆνα. Τώρα ὅμως, ἦταν τὸ τελευταῖο νοίκι. Ὁ θάλαμος κατέβαινε πιὸ γρήγορα τώρα. Τὰ φωτάκια ἀναβόσβηναν στοὺς ὀρόφους λὲς καὶ ἤθελαν νὰ τοῦ ὑπενθυμίσουν τοὺς τίτλους κάποιων κεφαλαίων τῆς φοιτητικῆς του ζωῆς σ’ αὐτὴ τὴν όμορφη πολυκατοικία κοντὰ στὸν λόφο τοῦ Φινοπούλου: Ἡ δεσποινίδα Αριάδνη, ὁ Διαχειριστής, ἡ Κατερίνα, ὁ Γιῶργος, ἡ Γεροντοκόρη, ὁ Θυρωρός, ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ ἀσανσέρ, κατέβηκε ἀκόμα ἑφτὰ σκαλιά, τὸ δωμάτιό του, ἡ βαλίτσα μὲ τὰ ροῦχα του, ἔσπρωξε πρὸς τὰ ἔξω μὲ τὸ πόδι ἕνα κιβώτιο μὲ βιβλία. Ἔριξε μιὰ τελευταία ματιὰ στὸ δωμάτιο. Τίποτα. Κενό. Ἄφησε τὸ κλειδὶ στὴν πόρτα, βγαίνοντας.
Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Ἡ κόρη τοῦ δραγουμάνου, Μεταίχμιο, Ἀθήνα 2002.Ὁ Νῖκος Νικολάου-Χατζημιχαὴλ γεννήθηκε στὸ Βασίλι τῆς Κύπρου. Μετὰ τὴν ἀποφοίτησή του ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ Γυμνάσιο Ἀμμοχώστου σπούδασε μαθηματικὰ στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνών. Ἐργασίες του —βιβλιογραφίες, ἐργογραφίες, μεταφράσεις, δοκίμια, χρονογραφήματα— ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ ἑλλαδικὰ καὶ κυπριακὰ περιοδικά, στὸν κυπριακὸ τύπο, καθὼς καὶ σὲ ἀνθολογίες καὶ σὲ συλλογικὰ ἔργα στὴν Κύπρο, τὴν Ἑλλάδα καὶ ἀλλοῦ. Ἔχει τέσσερις ποιητικὲς συλλογές: Διθαλάσσου, Κάρβας 2012, Πικρόλιθος, Κάρβας 2014, Ὕδατα Ὑδάτων, Κάρβας 2016 καὶ Ὕλεμ, Κάρβας 2024. Δύο ποιητικές του συλλογὲς ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ ἰταλικά. Ἔχει τρεῖς συλλογὲς διηγημάτων: Ἡ κόρη τοῦ δραγουμάνου, Μεταίχμιο, Ἀθήνα, 2003· 20 Διηγήματα, Κάρβας, Κύπρος, 2014· Φυσορρόος, Βακχικόν, Ἀθήνα 2019. Διηγήματά του ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ ἀγγλικά, ὁλλανδικὰ καὶ ἀλβανικά. Τὸ τελευταῖο βιβλίο του εἶναι τὸ μυθιστόρημα Ὅταν σωπᾶσαν τὰ πουλιά, Κάρβας 2024. Ἔχει διοργανώσει ἀτομικὲς ἐκθέσεις ζωγραφικῆς καὶ συμμετεῖχε σὲ πολλὲς ὁμαδικές. Ὑπῆρξε μὲλος τῆς πνευματικῆς ὀμάδας τῶν περιοδικῶν λόγου, τέχνης καὶ προβληματισμοῦ «Ὁ Κύκλος» καὶ «Κυπριακὴ Βιβλιοφιλία-Φιλοτεχνία.» Ζεῖ στὴ Λευκωσία.Σημαντικὴ ἐνημερωση γιὰ τὴν πορεία τοῦ ἱστολογίου: Δεῖτε ἐδῶ: Γιάννης Πατίλης: Πλανόδιον – Ἱστορίες Μπονζάι. Στροφή . |

ΠΑΙΝΟΝΤΑΣ
στὸν ἀνελκυστῆρα πρόσεξε στὸν καθρέφτη τὴ γεροντοκόρη τοῦ
ἰσογείου νὰ μισανοίγει τὴν πόρτα της. Εἶχε ξεφύγει ἀπὸ τὸν
ἔλεγχο τοῦ θυρωροῦ, γιατὶ ἔλειπε ἐκείνη τὴ στιγμή, μὰ ἀπὸ τούτη
δὲ γλίτωσε. Κανένας δὲν μποροῦσε νὰ μπεῖ ἢ νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν
πολυκατοικία, κανένας δὲν μποροῦσε νὰ κυκλοφορήσει χωρὶς νὰ
τὸν ἐλέγξει. Ὅλη τὴν ἡμέρα κυκλοφοροῦσε στὸ χὸλ τῆς
πολυκατοικίας καὶ τὰ λέγανε μὲ τὸν θυρωρό. Ἄλλο ποὺ δὲν ἤθελε
κι αὐτός, πόσες ὧρες μοναχός του στὸ θυρωρεῖο. Κάποτε τὴν
πείραζε ἄγρια καὶ μάλιστα μπροστὰ στοὺς φοιτητὲς ποὺ ἔμεναν στὸ
ὑπόγειο. Μιὰ φορὰ εἶχε ξετρυπώσει ἕνα ξύλινο φαλλοειδὲς
ἀντικείμενο. «Νὰ χτυπᾶς τὰ μπαχαρικά σου στὸ γουδί», τῆς εἶπε.
Γιὰ μιὰ βδομάδα δὲν ἄνοιξε τὴν πόρτα της, μετὰ ὅμως τὰ πράγματα
πῆραν τὴν κανονική τους ροή. Πάντως οἱ μόνοι ποὺ ξέφευγαν ἀπό
τὸν ἔλεγχό της ἦταν ὅσοι ἔμεναν στὸ ὑπόγειο, ἀφοῦ μποροῦσαν νὰ
χρησιμοποιοῦν μιὰ μικρὴ πόρτα δίπλα ἀπὸ τὴν ἀποθήκη, καὶ οἱ
φοιτητὲς ποὺ μπαινόβγαιναν ἀπὸ τὰ παράθυρα τοῦ δωματίου τους
ποὺ ἔβλεπαν στὸ δρόμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου